Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

074 30/10/2022 (11ο) '''Μποροῦν ἂραγε οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ νὰ σωθοῦν;'' “Περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος”

 

074 30/10/2022 (11ο μέρος) ''Μποροῦν ἂραγε οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ νὰ σωθοῦν;'' “Περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος”

[σ.σ. Ἐπειδή μερικοί ἰσχυρίζονται ὃτι: «οἱ αἱρετικοί τελοῦν καί αὐτοί χριστιανικό βάπτισμα, ἂρα γιατί αὐτοί δεν μποροῦν να σωθοῦν;», ἀπαντᾶμε με τό παρακάτω Ἁγιοπατερικό ἂρθρο τοῦ ἰστολογίου Ἱερά Ἀποτείχισηπου διαπραγματεύεται τό θέμα ἂν τελοῦν ἒγκυρο (χαριτωμένο ἀπό τόν Θεό) βάπτισμα (καί γενικά ἒγκυρα μυστήρια) οἱ αἱρετικοί και οἱ σχισματικοί.

Αὐτό βέβαια το θέμα ἀπασχολεῖ το ἐν λόγῳ ἰστολόγιο,  κυρίως ὡς πρός τήν ἐγκυρότητα ἢ μή, τοῦ “μυστηρίου” (τελετῆς) τοῦ βαπτίσματος  ποὺ τελεῖται ὑπὸ  «λατινοφρόνων» καί οἰκουμενιστῶν, πρίν, ἀλλά κυρίως μετά τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τοῦ Ἰουνίου 2016. Ἃπτεται ὃμως και τοῦ γενικοῦ θέματος που πραγματευόμαστε στή μελέτη μας μέ γενικό τίτλο:''Μποροῦν ἂραγε οἱ ἀλλόθρησκοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ νὰ σωθοῦν;'', καί γι’αὐτό τό συμπεριλάβαμε στις ἀναρτήσεις μας ὡς τό ὑπ’ἀρ. 11ο μέρος, ἀλλά καί γιά τήν ὃσο τό δυνατόν πληρέστερη ἐνημέρωση τῶν καλοπροαιρέτων στά θεσπισμένα ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων και τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὃσον ἀφορᾶ τίς αἱρέσεις, τούς αἱρετικούς, τά σχίσματα καί τούς σχισματικούς].      

 

“Περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος (τῶν αἱρετικῶν)”

Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2020

“Ὅπως γνωρίζουμε, τὸ Βάπτισμα, εἶναι τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν μέλη τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», πρέπει νὰ λάβουν αὐτὸ τὸ μυστήριο.

Στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, τὸ δικαίωμα νὰ βαπτίζουν, κατεῖχαν μόνο οἱ ἐπίσκοποι. Ἀκολούθως, ἐπετράπηκε καὶ στοὺς ἱερεῖς νὰ τελοῦν βαπτίσεις, ἀλλὰ μόνο ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπος κατηχοῦσε τὸν ὑποψήφιο. Πολὺ ἀργότερα, ἄρχισαν καὶ οἱ ἱερεῖς νὰ παρέχουν βοήθεια στοὺς ἐπισκόπους ὅσον ἀφορᾶ τὴν κατήχηση, μέχρι, ποὺ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου, κατηχοῦσαν μόνοι τους ὑποψηφίους καὶ στὴ συνέχεια τελοῦσαν καὶ τὴν βάπτισή τους.

 Λοιπόν, ἀνάμεσα στὶς ὑποχρεώσεις τοῦ ἐπισκόπου, συγκαταλέγεται καὶ ἡ μέριμνα ὅσον ἀφορᾶ τὶς βαπτίσεις.

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, βάπτιζαν ἐπ’ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τρεῖς πλήρεις καταδύσεις, ὅπως διδάχθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους πρὸς πάντα τά ἔθνη, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, σχηματίστηκαν ὁρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες, ἀπέκοψαν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλά, βάπτιζαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι.

Τὸ 44 μ.Χ. οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, συγκεντρώθηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου συνῆλθε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος καὶ συνέταξαν τοὺς 85 κανόνες. Στοὺς κανόνες, 46ο, 47ο καὶ 68ο, τονίζουν ὅτι ἐπ’ οὐδενὶ λόγο δύνανται ἄλλες ὀργανώσεις κεχωρισμένες ἀπὸ τὴν μητέρα Ἐκκλησία, νὰ παρέχουν ἀληθινὸ βάπτισμα.

Ἐπειδὴ οἱ αἱρετικοὶ πληθύνονταν χρόνο μὲ τὸ χρόνο (ἰδιαίτερα στὴν Ἀφρική), τὸ 255 μ.Χ. συνεκλήθη μία τοπικὴ Σύνοδος στὴν Καρχηδόνα. Ἐκεῖ, πάλι ἀποφασίστηκε ὅτι, «ἔξω τῆς  Ἐκκλησίας, κανένας δὲν δύναται νὰ βαπτισθῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα τό τῆς καθολικῆς (=ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας βάπτισμα» ἔτσι «καὶ οἱ αἱρετικοὶ ὀποὺ προσέρχονται στὴ καθολικὴ (=ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται». (Πηδάλιον, Κανών Συνόδου Καρχηδόνος Προλεγόμενα σελ. 367 γραμ. 1-4 ἢ Προλεγόμενα σελ.299 γρ. 1-3 σε ἂλλη ἒκδοση*1886)

Ἀκολούθως, στὴν ἴδια πόλη τὸ 256 μ.Χ. συγκεντρώθηκαν 71 ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι συνεδρίασαν ὡς Σύνοδος καὶ ἀπεφάσισαν πάλι, «ὅτι ὅσοι ὄντες ἐν τῆ Ἐκκλησία, κληρικοὶ δηλ. ἀφήνουν τὴν πίστιν, οὗτοι ἐπιστρέφοντες πάλιν νὰ δέχωνται μόνον ὡς λαϊκοὶ καὶ δεύτερον, ὅτι, τόσον νὰ ἦναι ἀνίσχυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὥστε ὁπού αὐτοὶ ἐπιστρέφοντες καὶ βαπτιζόμενοι ὀρθοδόξως, νὰ μὴ νομίζωνται ὅτι ἀναβαπτίζονται μὲ δεύτερον βάπτισμα, ἀλλὰ νὰ λογίζωνται, ὅτι λαμβάνουν πρώτην φοράν τὸ βάπτισμα, ὡς μὴ ἔχοντες ὅλως ἀληθὲς βάπτισμα» (Πηδάλιον, σελ. 367 γραμ. 12-16 ἢ Προλεγόμενα σελ.299 γρ. 11-13*).

Τὸν ἴδιο χρόνο, ξανά, συνεκλήθη Σύνοδος, στὴν ἴδια πόλη, αὐτὴ τὴν φορά, ἀπαρτιζομένη ἀπὸ 84 ἐπισκόπους καὶ σφράγισαν μὲ πιὸ δυνατὴ ἀπόφαση ὅ,τι ἦταν ἀποφασισμένο στὴν προηγούμενη συνεδρίαση. Τῶν τριῶν αὐτῶν Συνόδων, προέδρευε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνας.

Τὸ 258, συνεκλήθη καὶ στὴν Ἰκονία μία Σύνοδος, τῆς ὁποίας «ἔξαρχος ἦτο ὁ Καισαρίας ἅγιος Φιρμιλιανός, ἐν ἢ συνελθόντες Πατέρες ἐκ τῆς Καππαδοκίας, Λυκείας, Γαλατίας καὶ ἄλλων ἐπαρχιῶν, διώρισαν, ὅτι καμμία ἱεροπραξία τῶν αἱρετικῶν νὰ μὴ ἦναι δεκτὴ΄ ἀλλὰ καὶ τὸ βάπτισμα αὐτῶν καὶ ἡ χειροτονία, καὶ κάθε ἄλλο μυστήριο νὰ ἦναι ἀδύνατον, καὶ οὐδενὸς λόγου ἄξιον». (Πηδάλιον, σελ. 368, ὑποσημείωση ἀριστ. γραμ. 5-18 καὶ Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου σελ. 55).

Ὁ Ἅγιος Μέγας Βασίλειος, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Καισαρείας, τὸ 370 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε 378. Στὸ διάστημα αὐτό, συνέταξε 92 κανόνες. Στὸν 1ο  καὶ 47ο  κανόνα του, ἀπεφάσισε νὰ μὴν δέχεται τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν σχισματικῶν.

Τὸ 381 μ.Χ. συνεκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Σὲ σύγκριση μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ὑπῆρχαν τότε, λίγοι ἦταν οἱ Πατέρες οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴ τὴ Σύνοδο: μόνο ἑκατὸ πενήντα. Ἦταν δηλαδὴ ἡ πιὸ μικρὴ σὲ ἀριθμὸ συνέδρων, ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τότε, «ἤκμαζον οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Μακεδονιανοί, καὶ ὄχι μόνον ἤσαν εἰς τὸ πλῆθος πολλοί, ἀλλὰ καὶ μεγάλας εἶχον δυνάμεις καὶ κοντὰ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ κοντὰ εἰς τοὺς ἄρχοντας, καὶ τὴν σύγκλητον». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ. 1, σελ 53, ἢ σελ. 55 δεξ. γραμ.13-16*).

Ὁ δὲ μέγας Γρηγόριος, θέλοντας νὰ φανερώσει τὰς δυνάμεις, καὶ τὴν ἀγριότητα τῶν Ἀρειανῶν καὶ Μακεδονιανῶν, εἰς αὐτὸν τὸν συντακτήριον λόγον ὁποῦ κάμνει πρὸς τοὺς ρν’ (150) Ἐπισκόπους αὐτῆς τῆς Οἰκουμενικῆς β’ συνόδου, λέγει, περὶ αὐτῶν ταῦτα΄ «Τῷ ὄντι γὰρ θῆρες δεινοὶ ἐπιπεπτώκασι τῆ Ἐκκλησία, οἱ μηδὲ μετὰ τὴν αἰθρίαν ἠμῶν φειδόμενοι, ἀλλ’ ἀναισχυντοῦντες εἶναι καὶ τοῦ καιροῦ δυνατώτεροι» (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ. 1 σελ. 53, ἢ σελ.55 δεξ. γραμ. 34-37*)  «καὶ δυνατώτεροι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς». (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ.1 σελ. 54 ἀριστ.γραμ. 1-2, ἢ σελ.55  δεξ.γρ.40-41*)

Ὄντως, λέγει ὃ Ἅγιος Γρηγόριος, τρομερὰ θηρία ἔπεσαν πάνω στὴν Ἐκκλησία, τὰ ὁποῖα ἐκμεταλλευόμενα τὴν μακροθυμία ποὺ δείξαμε, ἔγιναν ἀναίσχυντοι καὶ δυνατότεροι ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς ἐποχὲς καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, ἐξέδωσαν ἑπτὰ κανόνες. Στὸν τελευταῖο κανόνα, φανερώνεται, σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομία, ὅτι ἐκεῖνοι οἱ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι βαπτίζονται μὲ τρεῖς καταδύσεις ἐπ’ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, μποροῦν νὰ γίνονται δεκτοὶ στὴν Ὀρθοδοξία, μόνο μὲ μύρωμα.

Ἀργότερα, τὸ 553 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ 680 μ.Χ. ἡ Ἕκτη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ τότε ὑπῆρχαν πάρα πολλοὶ αἱρετικοὶ ποὺ εἶχαν πολιτικὴ δύναμη, ὅπως καὶ στὸν καιρὸ τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δὲν γράφησαν κανόνες. Ἔτσι ἡ Πέμπτη, συνέταξε μόνο 39 ἀναθέματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν (Πηδάλιον, σελ. 212 γραμ. 15-16, ἢ σελ. 176 καί 177), ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἕκτης «τούς αἱρετικοὺς ἀναθεμάτισαν καὶ τὴν ὀρθόδοξον διατρανώσαντες πίστιν, οἴκαδε ἀνεχώρησαν».(Πηδάλιον, προλεγ. Πενθέκτης σελ. 216, γραμ.33 καὶ σελ. 217 γραμ. 1 ἢ σελ. 180 γρ. 18-19*).

Μεταγενέστερα, τὸ 691 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Πενθέκτη Σύνοδος ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν σύνταξη 102 κανόνων «ἀποβλεπόντων εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας διόρθωσιν καὶ κατάστασιν» (Πηδάλιον, σελ. 216, γραμ. 9-10 ἢ σελ. 180 γρ.6-7*)  Μὲ τὸν δεύτερο κανόνα, ἀπεφάσισαν, νὰ εἶναι δεκτοὶ οἱ κανόνες τῆς Καρχιδόνος καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἐπιτιμοῦν ὅποιον «φανῆ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ παραφθείρει, ἢ νὰ ἀναιρῆ κανένα Κανόνα ἀπὸ αὐτούς». (Πηδάλιον, σελ. 221, γραμ. 14-15 ἢ ἑρμην.σελ.184 γρ.6-8*)

Μὲ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἐπικύρωση τῶν κανόνων της ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Οἰκ. Σύνοδο, ἡ Τοπικὴ Σύνοδος τῆς Καρχιδόνος, παίρνει κῦρος Οἰκουμενικό. «Ταύτης τῆς συνόδου τὸν Κανόνα καὶ ἡ ἁγία Οἰκουμενικὴ στ’ Σύνοδος (Κανών β’) ἐπεσφράγισε, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁπού ἦτο πρώτον Κανὼν Συνόδου τοπικῆς καὶ μερικῆς, ἤδη ἐστὶ Κανὼν Συνόδου Οἰκουμενικῆς, ὡς ὑπὸ ταύτης ἐπισφραγιζόμενος». (Πηδάλιον, ΜΣΤ' Ἀποστολ. Κανών, ὑποσημ.1 σελ. 52, ἀριστ. γραμ. 4-9 ἢ σελ.54 ὑποσημ.1 ἀριστ. γρ.25-29*).

Ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους κανόνες, δηλαδὴ στὸν 95ο, ἡ Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδος ἀπεφάσισε, ὅπως καὶ ἡ Δεύτερη ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομία οἱ σχισματικοὶ οἱ ὁποῖοι βαπτίζονται μὲ τρεῖς καταδύσεις ἐπ’ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, μποροῦν νὰ γίνονται δεκτοὶ στὴν Ὀρθοδοξία, μόνο μὲ μύρωμα.

Εὔκολα λοιπὸν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὁ ὁποιοσδήποτε, ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο Σύνοδοι, ἀσχολήθηκαν λίγο, στοὺς τελευταίους κανόνες, μὲ τὸ θέμα αὐτὸ «διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ τοὺς ἐξαγριώσουν (τοὺς αἱρετικοὺς) περισσότερο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Χριστιανῶν καὶ γένει χειρότερον τό κακὸν οἰκονόμησαν οὕτω τὸ πράγμα, οἱ οἰκονομοῦντες τοὺς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει, οἱ Θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες, καὶ ἐσυγκατέβηκαν νὰ δεχθοῦν τὸ βάπτισμα αὐτῶν» (δηλ. τό τυπικό μερικῶν αἱρετικῶν) (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών ΜΣΤ’ σελ. 53, ὑποσημείωση 1 δεξ. γραμ. 23-28 ἢ σελ.55 δεξ.γρ.12-22*)) Οἱ Πατέρες τῆς Δεύτερης καὶ τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Σύνοδου, δυσκολεύτηκαν ἀκόμη καὶ νὰ ἀναθεματίσουν τοὺς αἱρετικούς, ἐξ αἰτίας τῆς δύναμης καὶ τῶν θέσεων ποὺ κατεῖχαν στὸ κράτος.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος, συνῆλθε ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ θέμα τῆς βαπτίσεως, διατάζει τὴν ἀκρίβεια, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μέγας Βασίλειος, στὸν πρῶτο κανόνα του. Ξέρουμε ὅτι τὸ θέμα μας, ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων ποὺ τελοῦνται ὑπὸ  «λατινοφρόνων». (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ.1 σελ. 55, ἀριστ. 21-22 ἢ σελ.56 δεξ.32-34*).                              

Οἱ ἐγκύκλιοι τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν ἐτῶν 1583, 1587, 1593 καὶ 1848, καταδικάζουν μὲ φοβερὰ ἀναθέματα, αὐτοὺς ποὺ θὰ τολμήσουν ποτέ, νὰ εἰσάγουν ὁποιοδήποτε νεωτερισμὸ στὶς τάξεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Οἱ οἰκουμενιστὲς παραβίασαν τοὺς κανόνες περὶ συμπροσευχῆς καὶ συνεορτασμοῦ πέφτοντας ἔτσι ὑπὸ τὴν καταδίκη τοῦ 7ου κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τοῦ 1ου τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος διατάζει ὅτι ὅποιος «τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφὴ τῶν λαῶν, καὶ ταραχὴ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη (=ἀπὸ αὐτὴ τὴ στιγμὴ) ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας καθηρημένον ἀπὸ τῆς Ἱεροσύνης καὶ στερημένον τῆς ἔξωθεν τιμῆς». (Πηδάλιον, Κανὼν Α’ Ἀντιοχείας σελ. 406, ἢ σελ. 331*)

Μόνο ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο ἀποδείξεις, γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, ὅτι ὅποιοι ἔχουν Ἐκκλησιαστικὴ Κοινωνία μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς ΓΟΧ, εἶναι αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ καὶ συνεπῶς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅμως δὲν κατηγοροῦνται μόνο γιὰ αὐτά, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1950, οἱ ψευδεπίσκοποί τους, συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Νεστοριανοὺς καὶ Κόπτες, δείχνοντας ἔτσι ὅτι εἶναι σύμφωνοι μὲ τὶς αἱρέσεις τους, δηλαδὴ τὸ «filioque» καὶ τὸ «Χριστοτόκος». Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ παρακολουθοῦν καὶ συμμετέχουν στὰ καταραμένα φεστιβὰλ καὶ ψευδοθρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις ὅλων των θρησκειῶν τοῦ πλανήτη: τῶν Βουδιστῶν, Ἰνδουιστῶν, Βραχμάνων, Ζουλοῦ, καὶ δεκάδων ἄλλων εἰδωλο-λατρικῶν θρησκειῶν.

Συμμετέχουν ἐκεῖ καὶ ἑβραῖοι, μωαμεθανοί, προτεστάντες καὶ καθολικοί, ὀμολογώντας ὅλοι ὅτι ὁ καθένας κατέχει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας καὶ συνεπῶς ὅταν ἑνωθοῦν, θὰ συμπληρώσουν ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια. Αὐτὴ ἡ βλασφημία, εἶναι τὸ δόγμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ γνωστὴ «branch theory» ἢ στὰ ἑλληνικά, «θεωρία τῶν κλάδων».

Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς «ἐπισκόπους» τους, ἀρνοῦνται τὰ Πατερικὰ δόγματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν Παναγία, ἄλλοι κηρύττουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἦτο ἀναμάρτητος ἄλλοι δέ, λέγουν ὅτι δὲν ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλαση, ἐνῶ ἄλλοι διακηρύττουν ὅτι ὁ Μωάμεθ, εἶναι ἰσαπόστολος καὶ προφήτης τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῶν ψευδοϊερωμένων τους, κοροϊδεύουν τὶς ἁγίες νηστεῖες τρώγοντας κρέας ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ χρόνου ὡς οἱ εἰδωλολάτρες, πολλοὶ ξυρίζονται καὶ ἔχουν ἀποβάλει τὸ ράσο κυκλοφορώντας ἔξω μὲ κολλάρο ὡς ἀκριβῶς καὶ οἱ παπικοί, ἐνῶ ἄλλοι καπνίζουν.

Τί περεταίρω ἀπόδειξη χρειάζεται ὥστε νὰ δείξουμε ὅτι οἱ οἰκουμενιστὲς εἶναι ὄχι μόνο σχισματικοί, ἀλλὰ καὶ αἱρετικοί; Ὁ Ἅγιος Μέγας Βασίλειος, λέγει ὅτι σχισματικοὶ «ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὁπού διαφέρονται πρὸς τὴν καθολικὴν (=ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία, ὄχι διὰ δόγματα πίστεως, ἀλλὰ διὰ κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικὰ καὶ εὐκολοϊάτρευτα». (Πηδάλιον, Κανών Α’ Μ.Βασιλείου ἑρμηνεία σελ. 588 γραμ. 10-12,  ἢ σελ.476 γρ.9-12*) 

Οἱ Πατέρες οἱ ὁποῖοι ἔμειναν πιστοὶ στὴν ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, ὑπακούοντας στοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ στοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν σχισματικῶν εἶναι ἄδεκτα, διέκοψαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Κοινωνία μὲ τοὺς ἀκάθαρτους αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς σχισματικοὺς ΓΟΧ. 

Τὸ πιὸ εὔλογο ἐπιχείρημα μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται δεκτό τό βάπτισμα τῶν οἰκουμενιστῶν, μόνο μὲ μύρωμα, εἶναι τὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες (σχισματικοὶ) παρὰ τῶν πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας». (Πηδάλιον, Κανών Α’σελ. 587, γραμ. 34, ἢ σελ. 475 31-32*).  

Δηλαδή, γίνονται δεκτοὶ μὲ οἰκονομία. «Ἡ οἰκονομία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστος. Δὶ’ ὃ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει΄ Ὁ κατ’ οἰκονομίαν ποιῶν τί, οὒχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες». (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών 46ος ὑποσημ.1 σελ. 56, δεξ. γραμ.19-24  ὑποσημ.1 προτελευταία σελ.*)  «Ὥστε, τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες, πρέπει νὰ ἔχουν τὸν τόπο τους» (Πηδάλιον, Κανών 46ος ὑποσημ.1 σελ. 57,  ἀριστ. γραμ. 10-12 ἢ ὑποσημ.1 τέλος*), ἐπειδὴ βλέπουμε ὅτι «οὔτε τοὺς Λατίνους (λατινόφρονες οἰκουμενιστὲς) ἠμποροῦμε νὰ ἐπιστρέψωμεν, καὶ ἠμεῖς παραβαίνωμεν τὴν ἀκρίβειαν τῶν ἱερῶν Κανόνων, καὶ δεχόμεθα τῶν αἱρετικῶν το ψευδοβάπτισμα», «τώρα ὁπού κακὰ τοιαῦτα δὲν δύνανται εἰς ἠμᾶς νὰ κάμνουν», «Τί πλέον ἡ οἰκονομία χρειάζεται;», «Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα (=ὅταν) μὴ παρονομητέον, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος». (Πηδάλιον, Κανών 46ος ὑποσημ.1 σελ. 56, δεξ. γραμ. 14-15, 19,  30-34, ἢ Κανών 46ος ὑποσημ.1*)  Περί τῆς αὐτῶν (τῶν ψευδοκληρικῶν) βαπτίσεως, ἀρκεῖ νὰ παραθέσουμε μόνο τὸν Ν’ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. «Εἰ τὶς Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος μὴ τρία βαπτίσματα (=βυθίσεις) μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσει, ἀλλὰ ἓν βάπτισμα (=βύθιση) τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω» (Πηδάλιον, Ν’ Κανὼν σελ. 62, ) διότι «δὲν τελειοῦται τὸ Βάπτισμα διὰ μόνων τῶν τῆς Τριάδος ἐπικλήσεων, ἀλλὰ δεῖται (=ἀπαιτεῖται) ἀναγκαίως καὶ τοῦ τύπου τοῦ θανάτου, καὶ τῆς ταφῆς καὶ ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου».(Πηδάλιον, Ν’ Κανὼν ὑποσημ.1 σελ. 65, ἀριστ. γραμ. 20-23 ἢ σελ.64 δεξ.16-19*)

Τώρα ὅμως ἀπὸ τοὺς εἴκοσι ψευδοϊερεῖς, μόνο ἕνας ἂν βαπτίζει μὲ καταδύσεις. Ἀκόμα μερικοὶ ψευδεπίσκοποι, ἀπαγορεύουν στοὺς ἱερεῖς τους νὰ βυθίζουν τὸ παιδὶ στὸ νερὸ τάχα γιὰ νὰ μὴν πνιγεῖ.

Ὁρισμένοι λαϊκοί, ξέρουν ὅτι ἡ βάπτιση πρέπει νὰ γίνεται μὲ κατάδυση, ἁπλῶς δὲν ξέρουν μὲ πόσες καταδύσεις. Ἔτσι μερικοὶ ἱερεῖς, γνωρίζοντας αὐτό, βαπτίζουν μὲ ράντισμα καὶ ἀκολούθως, βυθίζουν μία φορά, ἁπλὰ γιὰ νὰ κατευνάσουν τὶς ἀντιδράσεις. Ἔτσι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ διακόψει τὴν κοινωνία ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἡ μητέρα του ἢ ἡ νονά του, λέει στὸν ἱερέα: εἶδα ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου, ὅτι ὁ ἱερέας τὸν βύθισε. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, κερδίσαμε ἀκόμα ἕνα χριστιανό, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν θὰ ἔχει σωτηρία, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἀβάπτιστος. Δὲν θὰ ἔχει δηλαδὴ τὸ σημαντικότερο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὶς πύλες τοῦ παραδείσου.

Εἶναι ἀποδεδειγμένο λοιπόν ὅτι οἱ οἰκουμενιστές, ἐπειδὴ κάνουν βάπτισμα παπικοῦ τύπου, εἶναι ὄχι μόνο σχισματικοί, ἀλλὰ καὶ αἱρετικοί. 

Καὶ ἐὰν δέχονταν μόνο ὅσους βαπτίστηκαν μὲ τὸν σωστὸ τύπο, ὅλα καλὰ καὶ ἅγια. Ἀλλὰ αὐτοί, τοὺς δέχονται ὅλους, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρονται πὼς ἦταν βαπτισμένοι.  Τί γίνεται μὲ αὐτὲς τὶς ψυχές; Ποιὸς θὰ ἀναλάβει τὸ βάρος καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπώλειά τους; Πῶς δὲν εἶδε κανεὶς τί λέγουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὸν 68ο  κανόνα τους; «Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων (αἱρετικῶν) βαπτισθέντας, ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν», (Πηδάλιον, Κανὼν ΞΗ’ σελ. 89) ἢ πῶς δὲν εἶδε κανεὶς τὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρὸς Νικοπολίτας «Ἐγὼ δὲν θέλω συναριθμήσει ποτὲ μὲ τοὺς ἀληθεῖς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον ὁπού ἐχειροτονήθη καὶ ἔλαβε προστασίαν λαοῦ ἀπὸ τὰς βεβήλους χείρας τῶν αἱρετικῶν, πρὸς ἀνατροπὴν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». (Πηδάλιον, Κανὼν ΞΗ’ ἑρμηνεία, σελ. 90, γραμ. 11 καὶ σελ. 91 γραμ. 1-2 ἢ Κανὼν ΞΗ’ ἑρμηνεία*)

Ἐπίσης οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, προστάττουν:«Ἐπίσκοπον, ἢ Πρεσ-βύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαι-ρεῖσθαι προστάσσομεν, τὶς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς βελίαρ; ἢ τὶς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου;». (Πηδάλιον,  Ἀποστολ. Κανὼν ΜΣΤ’ σελ.51)

Λοιπόν, τὰ δῶρα τὰ ὁποῖα δίνουν αὐτοὶ ὡς ἐλεημοσύνη ἢ θυσία εἴτε γιὰ τὴν ψυχή τους εἴτε γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων τους, δὲν μποροῦν νὰ γίνονται δεκτὰ ἀπὸ ὀρθοδόξους, «Διότι ἐκεῖνοι ὁπού δέχονται τὰ παρὰ τῶν αἱρετικῶν, ἢ τὰ ὅμοια φρονήματα ἐκείνων ἔχουσι καὶ αὐτοί, ἢ τὸ ὀλιγότερο δὲν ἔχουσι προθυμίαν νὰ ἐλευθερώνουν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν των». (Πηδάλιον, ἑρμηνεία εἰς τον 46ον Ἀποστολ.Κανόνα σελ. 52, γραμ. 2 καὶ σελ. 53 γρ.1-2 ἢ ἑρμηνεία εἰς τον 46ον Ἀποστολ.Κανόνα*)

Ἂν δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτά τα δῶρα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν πού ἔχουν θανάσιμα ἁμαρτήματα καὶ δὲν θέλουν νὰ μετανοήσουν, πόσο μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ γίνονται δεκτά τα δῶρα τῶν αἱρετικῶν.

Ἐπιπλέον, ὁ 47ος Κανὼν τῶν Ἀποστόλων πάλι προστάττει: «Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα, ἐὰν ἄνωθεν βαπτίση, ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίση, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρόν, καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων» (Πηδάλιον, Ἀποστ.Κανὼν ΜΖ)  διότι, «Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πρέπει νὰ ἀποστρέφονται τοὺς αἱρετικούς, καὶ τὰς τῶν αἱρετικῶν τελετάς» (Πηδάλιον ΜΣΤ΄ Ἀποστολ.Κανών ἑρμηνεία σελ. 51 γραμ. 1-2  ἢ  ἑρμηνεία ΜΣΤ΄ Ἀποστολ.Κανόνος).

Ὁ πιὸ πάνω κανόνας, διατάζει νὰ καθαιρεῖται ὁ κληρικὸς ἐκεῖνος πού θὰ ἀναβαπτίσει ἕνα ἤδη βαπτισμένο χριστιανό. Οἱ βαπτισθέντες παρὰ τῶν αἱρετικῶν, λογίζονται ὡς ἀβάπτιστοι καὶ ἔτσι ὁ ἱερέας, ὄχι μόνο δὲν ἀπαγορεύεται νὰ τοὺς βαπτίσει (ὄχι ἀναβαπτίσει, ἀφοῦ τὸ αἱρετικὸ βάπτισμά τους εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔγινε) ἀλλὰ καὶ ἔχει ὑποχρέωση νὰ τὸ πράξει, προτοῦ τοὺς δεχθεῖ εἰς μυστηριακὴ κοινωνία….

Ὡστόσο, γιὰ ὅσους πιστεύουν ὅτι ἀπαγορεύεται νὰ βαπτίζουμε τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς ΓΟΧ, ἃς παραθέσουμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιόδευε στὴν περιοχὴ τῆς Μ. Ἀσίας, φτάνοντας στὴν Ἔφεσο, συνάντησε μερικοὺς μαθητὲς καὶ «εἶπε πρὸς αὐτοὺς΄ εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐλάβετε πιστέυσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτὸν΄ ἀλλ’ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπέ τε πρὸς αὐτοὺς΄ εἰς τί οὒν ἐβαπτίσθητε; Οἱ δὲ εἶπον΄ εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος΄ Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῶ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἴνα πιστεύσωσι, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». (Πράξεις κεφ. 19, στίχ. 2-5)  Ὅπως διαβάζουμε, ὁ Ἀπ. Παῦλος, ξαναβάπτισε τοὺς μαθητὲς ἐκείνους ποὺ ἦταν βαπτισμένοι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο ἐπειδὴ δὲν ἔλαβαν Πνεῦμα Ἅγιο, ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης «ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας».

Αὐτὴ ἡ πράξη τοῦ Ἀπ. Παύλου μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς στοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ στοὺς ΓΟΧ, ἀφοῦ καὶ ἐκεῖνοι, ἂν καὶ εἶναι βαπτισμένοι, ἔστω καὶ μὲ τὸν τύπο, ἐντούτοις, δὲν ἐβαπτίστηκαν ἐν Πνεύματι  Ἁγίῳ, ἐπειδή, ἂν ὁ  ψευδοϊερέας «ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι. Εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὢν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι. Ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἑνὸς ὅντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπὸ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐπάνω (…) ἑνότητος τεθεμελιωμένης. Καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ καί κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα. Οὐδέν γὰρ δύναται δεκτὸν καὶ αἰρετὸν εἶναι παρὰ Θεῷ, τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων». (Πηδάλιον, Κανών τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου σελ. 369  ἢ 301*)

 Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του, γράφει «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα». (Ἐφεσ. Κέφ. 4, στίχ. 5) Ἀκόμα κάθε φορά ποὺ ἀπαγγέλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε μόνο ἕνα Βάπτισμα. «Εἰ γὰρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ (ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι τὸ ἀληθὲς Βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ ἦναι ἀληθὲς Βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὁπού αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν (ὀρθόδοξη) Ἐκκλησίαν, ἂλλ  ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως; Εἰ δὲ ἀληθὲς εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, ἀληθὲς δὲ εἶναι καὶ τὸ τῆς ὀρθοδόξου καὶ Καθολικῆς (ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας, λοιπὸν δὲν εἶναι ἓν βάπτισμα καθὼς ὁ Παῦλος βοᾶ, ἀλλὰ δύω, ὅπερ ἐστιν ἀτοπότατον». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΣΤ’  ὑποσημ. 1 σελ. 51, δεξ. γραμ. 3-13 ἢ σελ.54 ἀριστ. γρ. 14-21*).

Ὁ Ἅγιος Φιρμιλιανός, ἐπίσκοπος Καισαρείας καὶ προεδρεύων τῆς Συνόδου τῆς Ἰκονίας, γράφει πρὸς τὸν Ἅγιο Κυπριανό, τὸν ἐπίσκοπο ποὺ ἦταν προεξάρχων τῶν τριῶν Συνόδων τῆς Καρχηδόνος «ἀλλὰ ποῖος ἂν καὶ νὰ ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς τελειότητος καὶ σοφίας, ἐμπορεῖ νὰ διϊσχυρισθῆ, ἢ νὰ πιστεύση ὅτι μοναχὴ ἥ τῶν τριῶν ὀνομάτων τῆς ἁγίας Τριάδος ἐπίκλησις εἶναι ἀρκετὴ πρὸς ἄφεσιν τῶν πλημελημάτων, καὶ πρὸς τὸν ἁγιασμὸν τοῦ βαπτίσματος, ἂν δὲν εἶναι δηλαδὴ ὀρθόδοξος καὶ ἐκεῖνος ὁπού βαπτίζει» (Πηδάλιον, 46ος Ἀποστολ.Κανών ὑποσημ.1  στήλη α’ σελ. 52,  ἢ σελ. 54 ἀριστ.γρ.34-39*).

Μαζὶ μὲ τὸν Ἁγιότατο Φιρμιλιανό, λέγει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι εἶναι «ἀνενέργητα τὰ ὑπέρθεα ἐκεῖνα ὀνόματα, προφερόμενα ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν τά στόματα. Διατὶ ἂν οὕτω δὲν εἶναι, βεβαιότατα πρέπει νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι καὶ τὰ κακογραΐδια κάμνουσι θαύματα, μὲ τὸ νὰ ἐπάδουσι τὰ θεία ὀνόματα», (Πηδάλιον, 46ος Ἀποστ.Κανών  ὑποσημ.1 σελ. 55 ἢ σελ. 57 ἀριστ.στήλη τέλος*) καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἃς μὴ σὲ γελάσουν, ὢ ἀκροατά, τὰ τῶν αἱρετικῶν συστήματα (ὁ ‘‘τύπος’’)΄ βάπτισμα γὰρ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ φώτισμα, καὶ βαπτίζονται μὲν κατὰ τὸ σῶμα, κατὰ δὲ τὴν ψυχὴν δὲν φωτίζονται», (Πηδάλιον, 46ος Ἀποστ.Κανών  ὑποσημ.1 σελ. 53, ἢ σελ. 55 ἀριστ. γρ. 35-38*),  ὁ δὲ Ἅγιος Λέων, «οὐδεὶς αἱρετικὸς λέγει, ἁγιασμὸν παρέχει διὰ τῶν μυστηρίων», (Πηδάλιον, 46ος Ἀποστ. Κανών  ὑποσημ.1 σελ. 53 ἢ σελ. 55 ἀριστ. γρ. 48-50)  καὶ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐπίσης, «τὸ τῶν δυσσεβὼν βάπτισμα, λέγει, οὒχ ἁγιάζει». (Πηδάλιον, 46ος Ἀποστ.Κανών, ὑποσημ.1 σελ. 53, ἢ  σελ.55 ἀριστ. γρ.50-52).

Ὁρισμένοι λέγουν ὅτι μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε μόνο τὸν τύπο τῆς βάπτισης ποὺ τελοῦν οἱ οἰκουμενιστές καὶ ΓΟΧ ἱερεῖς, ὑπολογίζοντας ὅτι δὲν εἶναι ἱερεῖς, ἀλλὰ μόνο λαϊκοί, ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ἕνας λαϊκὸς μπορεῖ νὰ βαπτίσει ἐν καιρῶ ἀνάγκης.

Ἀλλὰ ἐδῶ ὑπάρχει ἄλλη πλάνη.

Ἀληθεύει ὅτι, ἐὰν κάποιο παιδὶ ἀβάπτιστο κινδυνεύει νὰ πεθάνει, μπορεῖ νὰ βαπτιστεῖ ἀπὸ ἕνα λαϊκό, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς στὸν Ζ’ Κανόνα του γράφει «Τὰ ἀβάπτιστα νήπια ὅταν δὲν ἦναι παρὼν Ἱερεύς, πρέπει  νὰ τὰ βαπτίζη ὅποιος τύχει, κὰν καὶ ὁ ἴδιος πατὴρ αὐτῶν, ἢ ἄλλος οἱοσδήποτε ἄνθρωπος, μόνον νὰ ἦναι Χριστιανός, καὶ δὲν ἁμαρτάνει». (Πηδάλιον, Κανὼν Ζ’ ἂλλος σελ. 733, ἢ σελ.590*) Καὶ «πρέπει νὰ μνημονεύονται μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ἐὰν ἀποθάνουν, ὡς ἐν ἐλπίδι ὄντα Θείου ἐλέους τυχεῖν» (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών ΜΖ’, ὑποσημ.1 σελ. 58 δεξ. γραμ. 20-22 ἢ σελ. 59 ἀρ. στήλη τέλος κ’ δεξ.στ.ἀρχή*) πρέπει δὲ «νὰ βαπτίζονται παρὰ Ἱερέως ἂν ζήσουν τὰ ἄνωθεν νήπια», [Πηδάλιον, Κανών ΚΔ’ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ ἑρμην.ὑποσημ.1 σελ. 713, δεξ. γραμ. 8-9 ἢ σελ. 574 δεξ. στ.10-12*] ἐπειδή, «εἰς μόνους τούς Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους εἶναι ἄδεια νὰ βαπτίζουν, καὶ ὄχι εἰς λαϊκούς, κατὰ τὸν α’ τοῦ Βασιλείου, ὁπού λέγει, τοὺς παρὰ λαϊκῶν βαπτισθέντας, βαπτίζομεν. Τὸ γὰρ ἐν καιρῶ κινδύνου καὶ κατὰ περίστασιν γινόμενον, δὲν εἶναι νόμος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΖ’, ὑποσημ.1 σελ. 58, ἀριστ. γραμ. 27-32 καὶ δεξ. γραμ. 1η ἢ σελ. 59 ἀριστ. γρ. 32-37*) «καθ’ ὅτι καὶ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, Ἰουδαῖον τινά, βαπτισθέντα ὑπὸ λαϊκοῦ ἐν καιρῶ ἀσθενείας θάνατον ἀπειλούσης, ἐβάπτισεν αὐτὸν ἐξαρχῆς ἀφ’ οὗ πάλιν ἀνέζησεν». (Πηδάλιον, Ἀποστ.Κανών ΜΖ’, ὑποσημ.1 σελ. 58, δεξ. γραμ. 11-14, ἢ σελ.59 ἀριστ.γρ.46-49*)  Λοιπὸν ἂν ὅσοι βαπτίστηκαν ἀπὸ ὀρθόδοξους λαϊκούς, πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται, πόσο μᾶλλον, οἱ βαπτισθέντες ὑπὸ οἰκουμενιστῶν καὶ ΓΟΧ, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀπόσχισή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔχασαν τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ γιὰ αὐτὸ οἱ ψευδοϊερεῖς τους, δὲν μποροῦν νὰ λογίζονται οὔτε κάν ὡς ὀρθόδοξοι λαϊκοί. Ἔτσι, «ὁμοίως πρέπει νὰ βαπτίζονται καὶ ἐκεῖνοι ὁπού ἤθελαν βαπτισθῆ ἀπὸ ἀνίερον μέν, σχηματισθέντα δὲ ψευδῶς, ὅτι εἶναι ἱερεύς». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΖ’ ὑποσημ.1  σελ. 58, ἀριστ. γραμ. 21-23 ἢ σελ. 59 ἀρ.γρ.28-30*)

Καὶ ἀκόμα ἕνα ἀξιοθαύμαστο! Στὸν καιρὸ τοῦ Πατριάρχου Λουκᾶ, ὑπῆρχε τὸ συνήθειο, ὁρισμένοι Τοῦρκοι νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιά τους μὲ χριστιανικὸ βάπτισμα, γιὰ νὰ μὴν ἀρρωσταίνουν καὶ νὰ μὴν μυρίζει ἄσχημα ἡ σάρκα τους. Ἔτσι, ἀπεφασίσθη συνοδικῶς, «νὰ βαπτίζονται δεύτερον, ἀνίσως ἤθελαν ἔλθη εἰς τὴν ἐδικήν μας πίστιν, ἐπειδὴ εἰς τὸ βάπτισμα αὐτῶν δὲν ἦτο σύμφωνος ἡ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν γονέων πίστις». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΖ’  ὑποσημ.1  σελ. 58, ἀριστ. γραμ. 18-21 ἢ σελ.59 ἀρ.γρ.25-27*) Τότε, ἦταν ὀρθόδοξος ὁ ἱερέας ποὺ τὰ βάπτιζε΄ Στὴν βάπτιση τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν ΓΟΧ ὅμως, δὲν ἦταν ὀρθόδοξος οὔτε ὁ ἱερέας, οὔτε οἱ γονεῖς, οὔτε οἱ νονοί.

Περιληπτικά, ἃς δοῦμε τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ λέγει «Εἰ δὲ καὶ εἶναι ἀπηγορευμένον κοντὰ εἰς ἐσᾶς ὁ ἀναβαπτισμός, διὰ κάποιαν οἰκονομίαν,…., ὅμως ὁ ἰδικὸς μας λόγος, ἃς ἔχει δύναμιν νὰ ἀθετήση δηλ. τὸ βάπτισμα τῶν τοιούτων», (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ.1 σελ 52, δεξ. γραμ. 9-13 ἢ σελ.54 δεξ. γρ. 23-27*) γιὰ τρεῖς λόγους «Α’ διατί τὸ βάπτισμα εἶναι ἕν, καὶ διατί εὑρίσκεται αὐτὸ εἰς μόνην τὴν καθολικὴν (ὀρθόδοξη) Ἐκκλησίαν΄ οἱ δὲ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, ἔξω ὑπάρχοντες τῆς καθολικῆς (ὀρθοδόξου) Ἔκκλησιας, ἀκολούθως οὐδὲ τὸ ἓν βάπτισμα ἔχουσι. Β’ τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος πρέπει πρώτον νὰ καθαρισθῆ καὶ νὰ ἁγιασθῆ διὰ τῶν εὐχῶν τοῦ Ἱερέως, καὶ τῆς τοῦ παναγίου Πνεύματος χάριτος, ἔπειτα νὰ καθαρίση, καὶ νὰ ἁγιάση τὸν ἐν αὐτῶ βαπτιζόμενον΄ ἀλλ’ οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ οὔτε Ἱερεῖς εἶναι, ἀλλὰ μᾶλλον ἱερόσυλοι΄ οὔτε καθαροί, ἀλλ’ ἀκάθαρτοι΄ οὔτε ἅγιοι, ὡς μὴ ἔχοντες Πνεῦμα ἅγιον, λοιπὸν οὔτε βάπτισμα ἔχουσι. Γ’  διὰ τοῦ ἐν καθολικὴ (ὀρθόδοξο) Ἐκκλησία βαπτίσματος, ἄφεσις ἁμαρτιῶν δίδοται. Διὰ δὲ τοῦ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βαπτίσματος, ἔξω ὄντος τῆς καθολικῆς (ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας, πῶς ἠμπορεῖ νὰ δοθῆ ἁμαρτιῶν ἄφεσις;». (Πηδάλιον, Κανών Συνόδου Καρχηδόνος ἑρμην.σελ. 370, γραμ. 3-10 ἢ σελ.301 γρ. 3-10 *)

Τὸ βάπτισμά τους, «φαίνεται μὲν κατὰ προσποίησιν, ὅτι εἶναι βάπτισμα, ἀλλὰ τῆ ἀληθείᾳ δὲν ἔχει καμμίαν βοήθειαν πρὸς τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐσέβειαν. Οὐ γὰρ ὁ λέγων ἁπλῶς Κύριε, ἐκεῖνος δίδει καὶ ὀρθὸν βάπτισμα, ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁπού καὶ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος λέγει, καὶ τὴν πίστιν ἔχει ὀρθήν». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ.1 σελ. 52, δεξ. γραμ. 33-39 ἢ σελ.54 δεξ. στ. τέλος, και σελ.55 άρ.γρ.1-2*) «Πολλαὶ αἱρέσεις, λέγουσι μὲν τὰ ὀνόματα μόνον τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν φρονοῦσι ταῦτα ὀρθῶς, μηδὲ τὴν πίστιν ἔχουσιν ὑγιᾶ, ἀνωφελὲς ἔχουσι καὶ τὸ πάρ’ αὐτῶν διδόμενον βάπτισμα, μὲ τὸ ὑστερῆται τὴν εὐσέβειαν». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΣΤ’ ὑποσημ.1 σελ. 52, δεξ. γραμ. 47-49 καὶ σελ. 53, ἀριστ. γραμ. 1-2 ἢ σελ.55 ἀρ.γρ. 9-13*)

Λοιπόν, αὐτὲς εἶναι οἱ γνῶμες καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἱερῶν Συνόδων καὶ τῶν Θείων Πατέρων περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.

Ἔχουμε τὴν συνείδηση ὅτι τὴν φοβερὰ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος ἐνώπιόν του Κυρίου, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἄλλους, γιὰ τὸ πῶς μεταχειριστήκαμε τὰ τάλαντα τὰ ὁποῖα ὁ Ἴδιος μας ἐμπιστεύθηκε.  Γι’ αὐτό, θέλουμε νὰ πατήσουμε, ὅσο τὸ δυνατὸ σταθερότερα, πάνω στὰ βήματα τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων. Δὲν θὰ δεχθοῦμε ὡς ἔγκυρες τὶς τελετὲς καὶ τὰ μυστήρια τῶν ἀκολουθούντων τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς σχισματικοὺς ΓΟΧ, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ἅγιο Μέγα Βασίλειο «Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι, ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καὶ οὐχὶ Χριστιανοί». (βλπ ἐπιστολὴ Μ. Βασιλείου πρὸς Νικοπολίτας, Πηδάλιον, σελ. 738α’)     δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τοὺς ὀνομάζει ‘‘ἀντιχρίστους’’ (Α’ Ἰωάννου, κεφ. 2, στίχ. 18) καὶ ἀκόμη καὶ ὁ Σολομών, ποὺ προμηνύει γιὰ τὴν βάπτιση, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προστάττει «πίνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (Παροιμ. κεφ. ε’ στίχ. 15) ἐπειδὴ «παντὸς οὗ ἐὰν ἄψηται αὐτοῦ ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτον ἔσται». (Ἀριθμῶν, κεφ. 19, στίχ. 22)

Λοιπόν, «ὁ μὴ ὧν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει».  (Ματθ. κεφ. 12, στίχ. 30). Πολλοὶ ἀνησυχοῦν καὶ ρωτοῦν «πὼς θὰ παντρευτοῦν οἱ υἱοὶ καὶ οἱ κόρες μας;»  Σὲ αὐτοὺς ἀπαντοῦμε ὅτι θὰ παντρευτοῦν, βαπτίζοντας τοὺς γαμπροὺς καὶ τὶς νύφες σας, διότι ὅλα τα παιδιὰ στὴν ἡλικία τῶν παιδιῶν σας εἶναι βαπτισμένα μὲ ράντισμα.

Καὶ στὸ κάτω-κάτω, ὁ κυριότερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο, δὲν εἶναι οὔτε ὁ γάμος, οὔτε ἡ περιουσία, οὔτε τὸ σῶμα. Εἶναι ἡ ψυχή. Ἂν φροντίζουμε ἀληθινὰ τὴν ψυχή, ὁ Θεὸς θὰ οἰκονομήσει καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν σωτηρία, ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργήσουμε οἰκογένειες, ἱκανὲς νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ἐκκλησία ἕνα βῆμα παραπέρα, ἀντιμετωπίζοντας μὲ γενναιότητα τὰ μαῦρα κύματα ποὺ θὰ ἐπιτίθενται στὸν χριστιανισμό.

Ἀλλὰ τὸ μυστικὸ εἶναι ἄλλο. Ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ἀγκαλιάσουν τὴν ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, χρειάζονται κατήχηση. Δὲν θὰ βαπτισθοῦν ξανὰ ὅποιοι ἔγιναν δεκτοὶ μὲ μύρωμα ἀπὸ τοὺς μακαρία τὴ λήξη Πατέρες μας, [σ.σ. ἑννοεῖται τούς πρό τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου κληρικούς, κατά τον Πανόσιο Θεόδωρο Στουδίτη (Ἐπιστολή ΛΘ 39η Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ Ρ.G. 99, 1048D)], ἐπειδὴ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅ,τι ἔγινε δεκτὸ λόγῳ οἰκονομίας, «ἔστω δεκτόν». (Πηδάλιον, σελ. 587 γραμ. 40 ἢ σελ.475*) 

Ἂν ὅμως στὴν ψυχὴ κάποιου ἀπὸ αὐτούς, ἀκούγοντας καὶ βλέποντας τὸ φῶς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δημιουργηθεῖ ἡ ἀμφιβολία ὅτι δὲν θὰ μπορέσει νὰ κερδίσει τὴν σωτηρία μὲ παπικὸ βάπτισμα, τότε ἐμεῖς, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ δώσουμε σὲ ἐκεῖνο ἀληθινὸ βάπτισμα,ἀκόμη καὶ ἂν ἦταν μυρωμένος ἢ κοινωνοῦσε μέχρι τώρα.

Στήριγμά μας, εἶναι ὁ ΠΔ’  Κανόνας τῆς ΣΤ’ Οἴκ. Συνόδου, καὶ ὁ Π’ τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, οἱ ὁποῖοι διορίζουν ὅτι «ὄσαις φοραῖς δὲν εὑρίσκονται μάρτυρες βέβαιοι νὰ μαρτυροῦν, ὅτι εἶναι βαπτισμένα τὰ νήπια (…) ἀλλ’ οὐδὲ τὰ ἴδια εἶναι ἱκανὰ νὰ πληροφορήσουν ὅτι ἐβαπτίσθησαν, διὰ τὴν κείραν, ἤτοι διὰ τὴν ἡλικίαν τὴν νηπιώδη αὐτῶν, καθ’ ἣν ἐβαπτίσθησαν. Τὰ τοιαῦτα, λέγω, πρέπει χωρὶς κανένα ἐμπόδιον νὰ βαπτίζονται, μήπως ἡ ἀμφιβολία αὕτη, ἂν ἐβαπτίσθησαν, ἢ ὄχι, ἀποστερήση αὐτὰ τῆς διὰ τοῦ λουτροῦ καθάρσεως».(Πηδάλιον, σελ. 294, ἑρμηνεία ΠΔ’ Κανόνος ἢ σελ. 241*)

Αὐτοὶ οἱ δύο κανόνες μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν καὶ στὴν περίπτωσή μας. Καὶ γιὰ τὸ μύρο μὲ τὸ ὁποῖο μυρώθηκαν, λέγουμε ὅτι «ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια, μόνο δύο δὲν διπλασιάζονται, τὸ βάπτισμα καὶ ἡ τῆς ἱεροσύνης χειροτονία (ἀσφαλῶς, τὰ ἔγκυρα)». (Πηδάλιον, Ἀποστολ. Κανών ΞΗ’ ἑρμην.ὑποσημ. 1 σελ. 90, ἀριστ. γραμ 1-3 ἢ σελ.83 ἀριστ.γρ. 1-2*).

Ἐπειδὴ ἂν κάποιος χριστιανὸς πέσει σὲ αἵρεση, ἐπιστρέφοντας, καθαρίζεται ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς αἱρέσεως μέ: α) ἀναθεματισμὸν τῆς αἱρέσεώς του, β) μὲ μετάνοια ἀξιόλογη, κατόπιν γ) τοῦ ἀναγινώσκονται οἱ Ἰλαστικὲς Εὐχὲς τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου καὶ δ) «τελευταῖον, μὲ τὴν σφραγίδα τοῦ ἁγίου Μύρου». (Πηδάλιον, Ἀποστολ.Κανών ΜΖ’  σελ. 58, ὑποσημ.1 ἀριστ. γραμ. 8-9 ἢ σελ.59 ἀρ.γρ.13-17*)  Μετὰ ποὺ θὰ τηρήσει τὸν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ καθαρίζεται καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου.

Ὅπως βλέπουμε, δὲν ὑπάρχει πρόβλημα νὰ διπλασιαστεῖ τὸ μύρωμα, ἐπειδή, ὅπως ἂν ἕνα παιδὶ ἀβάπτιστο κατὰ λάθος κοινωνήσει, μετά, πρέπει νὰ βαπτιστεῖ (σύμφωνα μὲ  τὸν Α’ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, βλπ Πηδάλιον, σελ. 666 ἢ σελ.537*),   ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσή μας, δὲν ἔχει σχέση ἂν ἔχει ἤδη χριστεῖ μὲ Ἅγιο Μύρο ἀφοῦ καὶ ἐκεῖνο τὸ παιδί, πῆρε μυστήριο προτοῦ βαπτιστεῖ. Ὡστόσο, γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, ὑποστηρίζουμε ὅτι ὅλα ὅσα δέχθηκαν οἱ Πατέρες μας, «ἔστω δεκτά».

Οἱ περισσότεροι, δὲν εἶναι σύμφωνοι μὲ τὴν ἀπόφαση, νὰ βαπτίζονται ὀρθοδόξως αὐτοὶ ποὺ ἔχουν βαπτιστεῖ ἀπὸ τοὺς κακόδοξους οἰκουμενιστές καὶ ΓΟΧ, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι λάθος, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ διόρθωση εἰσήχθη ἀπὸ κάποιον «ἀλλογενῆ», (Λουκ. Κέφ. 17, στίχ. 18) διότι, λέγουν αὐτοί, θέλει νὰ χαλάσει τὰ συνήθειά μας, τὰ ὁποῖα παραδοσιακὰ ἔχουμε. Ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, τὸ  ἔθνος δὲν ἔχει σημασία. «Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ἅδου καὶ ἀνάγει. Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινεῖ καὶ ἀνυψεῖ». (Α’ Βασιλειῶν, κεφ. 2, στίχ.)

Ὅλοι πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι, οἱ παραδόσεις-συνήθεια τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία δὲν εἶναι μέρος τῆς Ἁγίας Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός, καταδικάζει αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν ξένα συνήθεια, λέγοντάς τους «καλῶς προεφύτευσεν Ἠσαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται΄ οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾶ ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Μάτην δὲ σέβονται μὲ διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. Ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, κρατεῖτε τὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων…» (Λουκ. Κέφ. 7, στίχ. 6-8)

Αὐτό σημαίνει, ὃτι δέν εἲμαστε ὑποχρεωμένοι νά συνεχίσουμε νά τηροῦμε “συνήθεια”, τά ὁποία ἀποδεδειγμένα, εἶναι λανθασμένα. Ἀπεναντίας, ὃπως μᾶς παραδίδει καί ὁ μέγας διδάσκαλος, Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πρέπει νά τά πολεμήσουμε καί νά τά ἀγνοήσουμε ὣστε νά καταφέρουμε λίγο-λίγο νά τά καταργήσουμε. Τά ἀνθρώπινα ‘‘συνήθεια’’ ἀνανεώνονται χρόνο μέ τό χρόνο, ἀλλά ὁ Νόμος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι παντοτινός καἰ κοινός, γιά ὃλους τούς λαούς. Ὃλοι ὃσοι νομοθέτησαν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἦταν  Ἃγιοι Πνευματοφόροι.

Ἂς ὑπακούομε τουλάχιστον σέ αὐτούς. Ἀλλά τοῦ παραδόξου θαύματος! Ὃλοι μιλοῦν σύμφωνα μέ τό τί ἂκουσαν, ὂχι μέ τό τί διάβασαν. Γι’ αὐτό, ὂχι δέν μποροῦν, ἀλλά δέν θέλουν νά διορθωθοῦν.

Αὐτή εἶναι ἡ ὀμολογία μας καί αὐτή εἶναι πού μᾶς ξεχωρίζει τόσο ἀπό τούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές, ὃσο καί ἀπό τίς παλαιοημερολογιτικές σχισματικές παρατάξεις ΓΟΧ. Ἂν ὀμολογοῦμε ὃτι τά μυστήρια τῶν οἰκουμενιστῶν καί τῶν ΓΟΧ εἶναι ἒγκυρα, τότε σημαίνει ὃτι ἒχουμε τήν ἲδια ὀμολογία μέ αυτούς….

Ὠστόσο, αὐτή, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Πατερική διδασκαλία περί τοῦ βαπτίσματος, «περὶ τούτου καθὼς καὶ διὰ τὰ ἄλλα πάντα, ἡ φροντὶς καὶ τὸ χρέος, ἐπίκειται εἰς τοὺς ποιμένας τῶν ψυχῶν (δηλ. στούς ἀρχιερείς και στούς ἱερείς). Ἡμεῖς ὠς τόσον κάμνομεν τοῦ σκοποῦ τὸ ἔργον, καὶ φωνάζομεν, δίδοντες τὴν εἴδησιν, αὐτοί δὲ τὰ ἑαυτῶν σκοπείτωσαν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες». (Πηδάλιον,Ἀποστολ.Κανών Ν’  ὑποσημ.1 σελ. 65, ἀριστ. γραμ. 45 καί δεξ. γραμ. 1-4 ἢ σελ.65  ἀριστ. γρ. 8-12*)  «Ὑμεῖς δὲ, εἴ τινα ἔχετε μεθ’ ὑμῶν μερίδα, τὰ αὐτά ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι΄ εἰ δὲ ἀφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἐστίν ἕκαστος κύριος΄ ἡμεῖς ἀθῶοι ἀπό τοῦ αἵματος τούτου». (ἐπιστολή Μ. Βασιλείου πρός Νικοπολίτας, Πηδάλιον, σελ.  738α’).  

Ἀποτείχιση ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας. 

 

Παραπομπή :  * (Ἱερόν Πηδάλιον ἒκδοσις 1886                                                  Ὑπάρχει και στο διαδίκτυο σε μορφή pdf)

 

Πηγή: Ἰστολόγιο “ieraapotihisis.blogspot.com

 

Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666-7) καί ἀναίρεση συκοφαντιῶν τοῦ π. Εὐφροσύνου Σαββαϊτου. (Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθου)

      Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666-7) καί ἀναίρεση συκοφαντιῶν τοῦ π. Εὐφροσύνου Σαββαϊτου. Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθο...