Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Η Α Ι Ρ Ε Σ Η Μαθητεία στο ἐκκλησιαστικό παρελθόν

Μαθητεία στο ἐκκλησιαστικό παρελθόν 

Μια μελέτη τῆς “Ἱερᾶς Μονῆς” Παντοκράτωρος

Η   Α Ι Ρ Ε Σ Η


 Σχόλιο στολογίου μας maxomaiyperpistews.blogspot.com:

«Πολ καλ κκλησιολογικ κείμενο, πο ποδεικνύει κα ατ (πως κα πολλ λλα κτιθέμενα στ στολόγιό μας), τι ο αρετικο δν μπορε ν εναι κκλησία το Χριστο. φο λοιπν δν εναι κκλησία κα ατο (πως κα μες ο ρθόδοξοι), γιατί μία εναι κκλησία το Χριστο, δν μπορον ν τελον γκυρα μυστήρια, γιατί ατ τελονται μόνο μέσα στν ρθόδοξη κκλησία το Χριστο, τν μίαν, γίαν, Καθολικν κα ποστολικήν. Πς μως ο τς Μονς Παντοκράτωρος, ν κφράζουν σε ατό το κείμενο, μ πολ σαφήνεια τ ρθόδοξο δόγμα, παραμένουν μέσα στν παναίρεση το οκουμενισμο, κα δν διακόπτουν τν Κοινωνία μ τος παναιρετικος πισκόπους, εναι διανόητο κα μόνο ν τ σκεφθ, ρθόδοξη διάνοια. δ θ ταίριαζε τ λαϊκ ρητ «δάσκαλε πο δίδασκες κα λόγον δν κράτεις». Θες ν τος λεήσει, ν τος φωτίσει κα ν τος δώσει μετάνοια, πως κα σ λους τους πρώην ρθοδόξους κληρικούς, μοναχος κα λαϊκούς, στε ν πιστρέψουν στν ληθιν ρθόδοξη κκλησία (τν πρ τς ψευδοσυνόδου το Κολυμπαρίου) π’ που κα ξέπεσαν.. μν γένοιτο».

  maxomaiyperpistews.blogspot.com


ΑΣΙΖΗ  ΤΗΣ  ΙΤΑΛΙΑΣ  ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ  ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ  (ΓΙΝΕΤΑΙ  ΚΑΘΕ  4  ΧΡΟΝΙΑ). ΣΤΟ  ΚΕΝΤΡΟ   Ο  ΠΑΠΑΣ  ΚΑΙ  ΓΥΡΩ  ΟΛΟΙ   ΟΙ  ΑΡΧΗΓΟΙ  ΤΩΝ  ΣΑΤΑΝΙΚΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ  ΚΑΙ  ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΤΟΥ Π.Σ.Ε. ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.

  

    Η   Α Ι Ρ Ε Σ Η

  γία ρθόδοξος κκλησία μας πάντοτε τίμησε τν γώνα γίων μορφν, μολογητν τς ρθοδοξίας κατ τς ποικίλης αρέσεως. γώνας ατς καταλαμβάνει τ πλεστον μέρος τς κκλησιαστικς στορίας κα  οσιαστικς πρξε κυριώτερος,  μλλον μόνος, παράγων διαμορφώσεως κα ξελίξεως τς λεκτικς διατυπώσεως τν κκλησιαστικν δογμάτων. μως, τί σημαίνει «αρεση»; Γιατί κκλησία πολεμε τς αρέσεις (κα χι βεβαίως τος αρετικούς); ως ποίου σημείου εναι νεκτ αρεση; Σώζονται σοι κολουθον τς αρέσεις;

       Θ προσπαθήσουμε ν δώσουμε μερικς φορμς φελίμου προβληματισμο πάνω στ θέματα ατά.

Εσαγωγ

1.Τί εναι αρεση

2. Δαιμονικ προέλευση τς αρέσεως

3. Ο αρετικο κατηγορον κόμη κα τος γίους

4. Αρεση σως ν εναι κα λλαγ νς «ἰῶτα» τν κκλησιαστικν δογμάτων

(- στορικ παραδείγματα, - διδασκαλία τν γίων Πατέρων)

5. Σωτηριολογικς πιπτώσεις τς αρέσεως

    Α. Τ μυστήρια τν αρετικν, κθ΄ τι κυρα εναι χαρίτωτα

- Ο αρετικο δν χουν «ποστολικ διαδοχή».

- Τ βάπτισμα τν αρετικν εναι «καθ’ αυτ» κυρο κα χωρς καμμία «διαδοχ»

- αρεση (κα χι νταρετικς γώνας) δημιουργε σχίσμα κα ξάγει π τν κοινωνία μ τ Σμα Χριστο.

    Β. Ο αρέσεις λλοιώνουν τ ρθν σέβας στ ζω τν πιστν  (ρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Εκονομαχία, λατινικς ντιησυχασμς)

6. Ο αρέσεις ποτ δν θ κλείψουν ως τς Β΄ Παρουσίας

- Σύνοψη  - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

Εσαγωγή:  Στη σημεριν ποχή, λέξη «αρεση» χει ξοβελισθε π τ λεξιλόγιο τν θρώπων, κόμη κα τν περισσοτέρων πιστν, κα χει περιορισθε, χρωματισμένη μάλιστα κα μ κάποια ερωνεία, στ χαρακτηρισμ φιλοσοφικν κα δεολογικν ρευμάτων πο παρεκκλίνουν π κάποια γνωστ «κύρια»  (mainstream) κατεύθυνση.

π τν πίδραση τς προπαγάνδας τς Νέας ποχς το ντιχρίστου, ποία διδάσκει ν γαπμε χι τόσο τν διο τν πλησίον μας, σο τς ποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις κα δέες του, χαρακτηρισμς τς «αρέσεως» κούεται στ τα πολλν, ς δθεν φορτισμένος πέρμετρα μ δικους ρνητικος συνειρμος κα παραπέμπει δθεν στ σκοτειν μεσαίωνα κα τν «ερ ξέταση».

μως τ πράγματα δν χουν τσι κα στν ρθόδοξη κκλησία, που «αρεση» εναι κίνδυνος πο πτεται καίρια της δίας της αωνίου σωτηρίας μας κα χι κάποια πλς φιλοσοφικ πόκλιση π μι «γραμμ» μις ξουσίας.

Τ θέμα τς αρέσεως εναι πέραντο, τόσο στν Πατερικ Γραμματεία, σο κα στ σύγχρονη καδημαϊκ θεολογία. Θ ρκεσθομε σ μερικ σημεα, πιφυλασσόμενοι γι περισσότερες διευκρινίσεις στ μέλλον.

1. Τί εναι αρεση  Σύμφωνα μ να σύγχρονο ρισμό, ς αρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία ποία παρεκκλίνει π τ γνήσια χριστιανικ πίστη, ταυτόχρονα δ κα κάθε διαίτερη χριστιανικ κοινότητα ποία διαφωνε πρς τ δογματικ διδασκαλία τς ληθος κκλησίας κα χει ποκοπε π τν κοινωνία κα νότητα μ ατν» 1. 

Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ν προκειμένω «Ο παλαιο νόμασαν αρέσεις μν τος παντελς ποσπασμένους κα κατ τν δια τν Πίστη ποξενωμένους· σχίσματα δ ατος πο διαφοροποιήθηκαν γι κάποιες κκλησιαστικς ατίες κα μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.       

ξιοσημείωτη εναι κα ξς διάκριση: «Γι ν στοιχειοθετηθε [κατ τος . Κανόνες] τ δίκημα τς αρέσεως, παιτεται ρνηση  διαστροφ τν κανόνων,  τοι 1)ν κδηλωθε ξωτερικς, ετε γγράφως (δι συγγράμματος κ.λπ.), ετε προφορικς (δι κηρύγματος κ.λπ.), ετε μπράκτως (δι παραλείψεως  προσθήκης φράσεων  συμβολικν κινήσεων στ τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) ν γίνει π σκοπο κα κ προθέσεως, διότι κ παραδρομής  κ συγγνωστς πλάνης δν διαπράττεται αρεση κα 3) ν πιμείνει στν πλάνη το δράστης, διότι δν θεωρεται αρετικς κενος ποος πρεσβεύει μν πεπλανημένως, λλ ταν νουθετεται νακαλε κα παρνεται τς κακοδοξίες του. Κθ΄ σον τ πλανάσθαι εναι νθρώπινο, λλ τ μμένειν στν πλάνη κα τ μ πορρίπτειν ατν μετ π πόδειξη πο γίνεται, εναι φάμαρτο κα δαιμονικό, πειδ μφαίνει περοψία κα βρη κατ το γίου Πνεύματος» 3.

Πάντως, αρεση δν κρίνεται βάσει κάποιας πλς ποκλίσεως στ φρασεολογία  κα τν ρολογία,  λλ  π τν παρερμηνεία τν ληθειν, τν ποίαν παρερμηνεία  ξυπηρετε    συγκεκριμένη  πόκλιση  στν ρολογία·  λέγει  λόγου χάριν  Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας τν το αρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση τν ποστάσεων το Πατρς κα το Υο, μέσω τς πάλειψης το συνδέσμου «κα» π μερικ χωρία τς γίας Γραφς «... τώρα μως λόγος π ατος δν γίνεται περ συλλαβν, οτε γι τ πς χε, τσι  λλις, κφραση, λλ γι πράγματα τ ποα χουν μέγιστη διαφορ σ δύναμη κα λήθεια. Λόγω τν ποίων, ν χρήση τν συλλαβν εναι διάφορη, ατο [ο αρετικο] προσπαθον λλες μν ν εσαγάγουν κα λλες ν ποδιώξουν π τν κκλησία. γ δέ, ν κα π τ πρτο κουσμα εναι φανερ χρησιμότητα, στόσο θ παράσχω κα τν ατία γι τν ποίαν ο Πατέρες μας, δν συμπαρέλαβαν χωρς λόγο τν χρήση τς προθέσεως ατς» 4.

αρεση εναι π τς μεγαλύτερες μαρτίες. Καθς λέγει Μέγας θανάσιος περ κείνων πο ρχίζουν μίαν αρεση· «χθροί του Θεο εναι κατ πρτο κα κύριο λόγο ο κάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετ π κείνους σοι πρεσβεύουν τν εδωλολατρία κα ο ρχηγο τν αρέσεων»5.

Τοτο φαίνεται κα π τ ανιγμα πο κλήθηκε ν πιλύσει γιος ωάννης τς Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου θεσε να δυσχερστατο πρόβλημα.”Ποια μαρτία, μο επε, εναι βαρύτερη π’ λες, ξαιρέσει το φόνου κα τς ρνήσεως; Κα ταν γ το πάντησά “το ν πέση κανες σ αρεσι”, κενος μ ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6

Πλν τούτων, μία κα μόνη αρεση μπορε ν δημιουργήσει πολλαπλς λλες, ο ποες θ νατρέψουν ριζηδν τν περ Θεο διδασκαλία τς κκλησίας, τν κατανόηση το κόσμου κα το νθρώπου, κα θ δηγήσουν μετ τατα κα σ σφαλμένη πράξη.

γιος Γρηγόριος Παλαμς, ντικρούοντας τν ντιησυχαστ αρεσιάρχη Γρηγόριο κίνδυνο φανέρωσε κα νέπτυξε, τι σοι ρνονται τ «θεοπρεπ διάκριση» οσίας κα νεργείας στ Θεό, περιπίπτουν κατ συνέπεια κα σ λλες πενήντα μέγιστες αρέσεις7.

αρεση πάντως, εναι εσαγωγ μις νέας διδασκαλίας κα πρακτικς, νός  περισσοτέρων νεωτερισμν· πως χει παρατηρηθε π τν Καθηγητ Ν. Ματσούκα, «Πολ νωρς κκλησία πρε τν νομασία “καθολικ πο ργότερα γινε συνώνυμη μ τν κατοπιν ρο ρθοδοξία. Παράλληλα αρεση δν ταν τίποτα λλο παρ διάβρωση τς λήθειας, ς ζως κα διδασκαλίας, κα συνάμα κπτωση π τν κοινότητα. [...] χι μόνον ο αρετικοί της ποχς κείνης, μ κα ο πολέμιοι κόμη εχαν ντιληφθε πόσο παραίτητο εναι τ κριτήριο τς ρχέγονης ταυτότητας.

τσι νεωτερισμς δν μπορε ν χει σχέση πρς τν ρθοδοξία.

Καθετ τ νέο εναι ξένο πρς τν λήθεια πο μόνο ς ρχέγονη νοεται. [...] πρώτη [ ρθοδοξία] διεκδικε ταλάντευτα τν ρχαιότητα, ν δεύτερη [ αρεση] εναι νεωτεροποιΐα. τσι δογματικ διδασκαλία τς κκλησίας, παρ’ λο τι τν ποχ κείνη φομοίωνε κατ τν πι ρωμαλέο τρόπο προσαρμογς πο γνώρισε ποτ στορία, τ φιλοσοφικ ρολογία το περιβάλλοντος, στ συνείδηση τς κκλησίας γενικ κα τν διων των θεολόγων παρέμενε παλιά, ρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη ναδρομ πρς τ παρελθν π τ να μέρος δν ταν διόλου πισθοδρόμηση, κα π τ λλο γινόταν μοναδικ σωστ μέθοδος γι ν λέγχεται τ περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] ρθόδοξη ποψη εναι σαφς κα νυποχώρητη. μμένει στν ρχαιότητα τς διδασκαλίας. Ατ κα μόνο εναι τ κριτήριο τς γνησιότητας κα αθεντικότητας» 8.

Πρέπει ν νθυμούμαστε κα δύο κόμη σημαντικς παραμέτρους:

(α) αρεση ρχίζει συνήθως μ μορφ χονδροειδ κα προϊόντος του χρόνου πολεπτύνεται. Ο μεταγενέστερες μορφς κάθε αρέσεως ερίσκονται συνήθως πλησιέστερα πρς τν ρθοδοξία, λλ γι τ λόγο ατ εναι κα πλέον πικίνδυνες, φ’ σον δν διακρίνονται εκολα π΄ατήν.

Χαρακτηριστικ παραδείγματα π τούτου εναι (1) μιαρειανισμς τν «μοιουσινν» (παδν το δόγματος το «μοιουσίου»), πο φαίνεται ν πλησιάζει τ «μοούσιον» τν ρθοδόξων, λλ΄ μως  συνιστ αρεση (βλ. παρακάτω) κα  (2) μετριοπαθς μονοφυσιτισμς το Σεβήρου ντιοχείας, ποος λόγω πολ λεπτς διαφορς στς χριστολογικς διατυπώσεις εναι περισσότερο δυσδιάκριτος π τν πρώιμο μονοφυσιτισμ τοῦἈρχιμανδρίτου Ετυχος 9.

 (β) Εναι σύνηθες στν πατερικ ντιαιρετικ γραμματεία ν ναζητονται και ν στηλιτεύονται ο προεκτάσεις τν αρετικν δογματικῶν  διατυπώσεων 10.

Σημειωτέον δέ, τι κανονικς ο αρετικοί, κόμη κα ο Παπικο  ο Προτεστάντες, δν καλονται Χριστιανοί, κατ τν Παράδοση τς κκλησίας· χαρακτηριστικς λέγει μεταξ λλων ρχαίων θεολόγων Τερτυλλιανός, «σοι εναι αρετικοί, Χριστιανο δν δύνανται ν εναι» 11.

αρεση, πως θ δομε κα παρακάτω, ποξενώνοντας τος παδούς της π τ Μυστικ μπελο, τν Χριστό, κα τν πρς Ατν Κοινωνία δι τν Μυστηρίων, πως κα π τν ρθ διδασκαλία, καθιστ τν νθρωπο ξένο πρς τν γία Τριάδα. Σύμφωνα μ τν γιο ωάννη τν Δαμασκηνό, αρεση, πως κα διάπραξη τν ργων τς μαρτίας καθιστ  ποδεικνύει τν νθρωπο οσιαστικς πιστο:  «ποιος δν πιστεύει, πως πιστεύει Παράδοσις τς Καθολικς  [ρθοδόξου]  κκλησίας    κοινωνε μ τν διάβολο δι μέσου των παρανόμων ργων, εναι πιστος». 12.

Περ τς αρέσεως ς διαβρώσεως τς ζως κα διδασκαλίας κα ς κπτώσεως (ποκοπς) π τν κκλησιαστικ κοινότητα, γράφουμε παρακάτω.

2. Δαιμονικ προέλευση τς αρέσεως  Εναι βασικ διδασκαλία τς κκλησίας, περ το τι φαλος βίος γενν φαλα δόγματα· γιος Χρυσόστομος, ρμηνεύοντας τ ποστολικ λόγιο: «Ψυχικς δ νθρωπος ο δέχεται τ το Πνεύματος· μωρία γρ ατ στι» [΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Κα σ πολλ λλα σημεα λέγει, τι ατία γι τ μ ποδοχ τν τελειοτέρων δογμάτων εναι διαφθορ το βίου»13. ντίληψη ατ τς κκλησίας διασώζεται κα στν παλαι λληνικ παροιμία « πίπτων θικς, πίπτει κα κατ τς δέας».

Περ τς δημιουργίας τν αρέσεων ς π’ εθείας ργου τν δαιμόνων, μς βεβαιώνουν ο γιοι Πατέρες· γιος ωάννης τς Κλίμακος λέγει · «πάρχουν μερικο κάθαρτοι δαίμονες πο μόλις ρχίση κάποιος τν μελέτη τς γίας Γραφς το ποκαλύπτουν τν ρμηνεία της. Τοτο διαίτερα γαπον ν τ κάνουν σ καρδις κενοδόξων νθρώπων κα μάλιστα μορφωμένων μ τν κατ κόσμον παιδεία. Κα ποσκοπον ν τος ρίξουν σ αρέσεις κα βλάσφημες δέες πατώντας τους σιγ-σιγά. Θ ντιληφθομε δ καλς τν δαιμονικ ατ θεολογία  καλύτερα βαττολογία π τν ταραχ κα τν κατάστατη κα τακτη εχαρίστησι πο δημιουργεται στν ψυχ τν ρα τς ξηγήσεως»14.

 3. Ο αρετικο κατηγορον κόμη κα τος γίους

π τν μπειρία τν ρχαίων γίων Πατέρων, γνωρίζουμε τι πτώση στν πλάνη πολλν πνευματικν γωνιστν, διλθε διαδοχικς μέσα π τν περιφρόνηση πρς τος Πνευματικος Πατέρες κατ’ ρχήν, πειτα δ πολλάκις φθασε κα στ περιφρόνηση το Θεο.

Τ Λαυσαϊκόν, ρχαία συλλογ διηγήσεων περ τν Μοναχν, μς διηγεται περ το σκητο ρωνος, ποος πεσε σ περηφάνεια κα καταφρονοσε λους τους Πατέρες, κόμη κα τν γιο Μακάριο τν Πρεσβύτερο, καθς κα τν Θεία Κοινωνία, κατέληξε δ ν σχυρίζεται τι δν χρειάζεται λλο διδάσκαλο παρ μόνο τν Χριστό15.

       Ο  αρετικο ντιχαλκηδόνιοι μονοφυσίται παδο το Σεβήρου, βλέποντας καθαρς, τι θεολογία τν γίων Πατέρων πο ζησαν πρ τς  Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου τς Χαλκηδόνος δν ενοοσε τ δική τους πολεμικ  ναντίον τς  Χαλκηδόνειας θεολογίας, ρριψαν τν εθύνη στος γίους Πατέρες, κατηγορώντας τους γι ποχώρηση σ πιέσεις· γιος φραίμιος Πατριάρχης ντιοχείας, σύμφωνα μ σχετικ μαρτυρία το Μεγάλου Φωτίου, πήντησε ς ξς στος αρετικος ντ-χαλκηδονίους· «ποτε ο παδο το Σεβήρου λέγχονται π τ λόγια τν θεοφόρων Πατέρων μς ο ποοι διέλαμψαν πρ τς Συνόδου τς Χαλκηδόνος κα κήρυξαν δύο φύσεις [το Χριστο] στν νωση κατ τν πόσταση το Λόγου, μέσως στρέφονται σ κατηγορία ναντίον τος [τν Πατέρων], βάζοντας επρόσωπο -πως νομίζουν- κάλυμμα στ διαβολή, λλ διακωμωδώντας τους  τσι, χειρότερα π κείνους πο θ τος ξύβριζαν ς πρόσωπους. Λέγουν, δηλαδή, τι μίλησαν περ δύο φύσεων χι μ τ γνώμη τους, οτε κουσίως, οτε μολογώντας τν

Πίστη, λλ΄ ντιτιθέμενοι στν ψευδώνυμη γνώση κα κατ’ οκονομίαν κα πρόσκαιρα κα κάτω π τ βία κάποιας πιέσεως π τος αρετικούς. Κα τί λλο εναι ατ π τ ν χαρακτηρίσει κανες τος διδασκάλους ς ποκριτς κα προδότες τς ληθείας, ο ποοι προτιμον τ ξένο κα αρετικ δόγμα π τν πατροπαράδοτη εσέβεια κα ο ποοι πι πολ λκύσθηκαν πρς τ βάραθρο κείνων [τν αρετικν], παρ νείλκυσαν κάποιους π κε; Πς εναι δυνατν τέτοιοι νθρωποι ν πον μαζ μ τν Παλο λόγος μας πρς σς δν γινε να κα χι, λλ γινε να ν Χριστ [Πρβλ. Β΄ Κορ. 1, 18.19], φ’ σον λλάζουν μυριάδες κατευθύνσεις στ ζω κα μιμονται τς μεταβολς το Ερίπου; λλ τί λέγει πάλι αρεση; ς συγχωρήσουμε τος Πατέρες, διότι κβιασμς πεκράτησε π τς γνώμης τους· σν ν χη λάβει [ αρεση] ξουσία ν περιγελ κα ν κατακρίνη ταν θέλη κα πάλι ν συγχωρ τ μάρτημα· κα μόνον πο δν λέγει “Τ χείλη μς εναι στ διάθεσή μας· κα ποις εναι Κύριός μας;” [Ψάλμ.11,5]. Παρ τατα, ν ο Πατέρες πειδ μάχοντο ναντίον τν αρέσεων, κόμη κι ν ξέπιπταν π τν εσέβεια, εναι γι τ λόγο τοτο ξιοι συγγνώμης, πς δν πήλαυσαν τς διας συμπάθειας κ μέρους σς ο Πατέρες τς Χαλκηδόνος, κόμη κι ν φάνηκε τι παραχάραξαν κάτι; Διότι κα ατο δογμάτισαν, καθς μάχοντο ναντίον δύο αρέσεων, το Νεστορίου κ’ το Ετυχος.  λλτόσο τυφλ κα κωφ [πράγμα] εναι σέβεια σ κάθε περίπτωση κα δν μπορε ν βλέπη κα ν κούη οτε κενα πο δια προβάλλει»16.

       δια πρξε κα ντιμετώπιση γίων Πατέρων τς κκλησίας π δυτικος σχολαστικος θεολόγους, ταν κατέστη φανερό, τι Πατερικ Θεολογία δν ενοοσε τν αγουστίνεια κα θωμιστικ-σχολαστικ κδοχ περ θέας το Θεο, ς θέας τς οσίας το Θεο, διότι γι τος γίους Πατέρες εναι διανόητη κάθε σχέση κτιστο ντος μ τν οσία το Θεο· ησουΐτης Γαβριλ Βάσκουεθ (1551-1604) πέδωσε ν προκειμένω τν κατηγορία τς πλάνης περ το θέματος τούτου, ν δηλαδ εναι κατάληπτη οσία το Θεο, χι μόνον στος ρμενίους κα τος λληνες, λλ κα στν γιο ωάννην τν Χρυσόστομον κα λλους γίους Πατέρας, τν Μέγαν Βασίλειον, τν Γρηγόριον Νύσσης, τν Κύριλλον λεξανδρείας, ωάννην Δαμασκηνόν,  τν  Θεοδώρητον,  κα τος δυτικος μβρόσιον, ερώνυμον, Πριμάσιον κα σίδωρον τς Σεβίλλης. Περαιτέρω Βάσκουεθ γραψε δικαιώνοντας τν αρεσιάρχη Ενόμιο, τν ποον κατεδίκασε Β΄ Οκουμενικ Σύνοδος, μ τν πρόθεση ν μεταφέρει τν ρθολογιστικ γνωσιολογία το Ενομίου στ μυστικιστικ πίπεδο· « Ενόμιος δν ταν τόσον νόητος, ταν πεστήριζεν τι γνσις του περ το Θεο το ση μ τν γνσιν το Θεο περ το αυτο του» 17.

 Εναι σαφές, τι ο αρετικοί, φ’ σον παρερμηνεύουν τν δια τν γία Γραφή, βάσει τς ποίας λέγχονται ο πλάνες τους, πολ περισσότερο δν θ φεισθον οτε κα τν γίων Πατέρων.

 4. Αρεση σως ν εναι κα λλαγ νς «ἰῶτα» τν κκλησιαστικν δογμάτων  αρεση, μολονότι πιφέρει συνολικς σφαλμένη κα πικίνδυνη Τριαδολογία  Χριστολογία  Πνευματολογία   κκλησιολογία κ.λπ., κα συνεπς κα σωτηριολογία (πς δηλαδ σώζεται νθρωπος), ν τούτοις εναι νδεχόμενο ν περιλαμβάνεται κα συνοψίζεται σ στω κα μία μόνον λέξη.

 

·        Μερικ παραδείγματα κ τς στορίας:

 Ἡ διαφορ μεταξύ των ρων «μοούσιος» κα «μοιούσιος» γκειται φαινομενικς μόνο σ να ἰῶτα· κα μως, σημασιολογικ εναι πειρη. π τ πίθετα ατά, πο φορον στν Υἱὸν κα Λόγον το Θεο, χρησιμοποιήθηκαν τ μν πρτο, «μοούσιος», π τος ρθοδόξους στ Σύμβολο Πίστεως τν Α’ κα Β΄ Οκουμενικν Συνόδων, γι ν τονίσουν, τι Υἱὸς κα Λόγος το Θεο εναι «κ τς οσίας το Πατρός», δηλαδ μέτεχει στν δια μ τν Θε Πατέρα θεία οσία, συνεπς εναι τέλειος Θεός, μότιμος, μοδύναμος, μόδοξος κ.λπ. μ τν Πατέρα.

ρος «μοιούσιος», τν ποον παρουσίασε αρετικν φρονημάτων Εσέβιος Νικομηδείας κατ τν Α΄ Οκουμενικ Σύνοδο κα τν ποον πεστήριξαν ο μετριοπαθες αρετικο μι-ρειανο πο λαβαν κα τν νομασία «μοιουσιανοί», χαρακτηρίζει τν Υἱὸν κα Λόγον το Θεο, ς «μοίας οσίας» μ τν Θεν Πατέρα (χι τς δίας οσίας)18, πράγμα πο μπορε ν σημαίνει - ν δν συμπληρωθ μ τος πιρρηματικος προσδιορισμος «παραλλάκτως, κατ πάντα» του Μεγάλου Βασιλείου - τι Υἱὸς εναι λλης οσίας («τερούσιος») π’ ,τι Θες Πατήρ, ρα εναι κτίσμα κα χι Θεός, πράγμα πο συνιστ τν αρεση το ρειανισμο (περ τν πιπτώσεων τς ποίας βλ. κατωτέρω).

Παρομοίας σημασίας εναι κα διαφορ τν περ το Υο κα Λόγου το Θεο θεολογικν ρων «γεννητς» κα «γενητός», π τος ποίους μν πρτος προέρχεται π τ ρμα «γενν» κα δεύτερος π τ ρμα «γίγνομαι» (δημιουργομαι, κατασκευάζομαι). Ο ρθόδοξοι πο ντιμετώπισαν τν ρειανικ αρεση σαφς διέκριναν μεταξύ των δύο. Μέγας θανάσιος διετύπωσε χαρακτηριστικά: «Σχετικς μ τ γεννητν δν διαφέρει κα ν λέγη κανες τι “γέγονεν”   “πεποίηται”· μως, τ γενητ εναι δύνατον, φο εναι δημιουργήματα, ν λέγονται “γεννητά”, κτς βέβαια, ἐὰν μετ τατα, πειδ μετέσχον στν γεννητν Υόν, λέγεται τι κα ατ γεννήθησαν”· χι βέβαια, χάρις στ φύση τους, λλ χάρις στν κ μέρους τος μετουσία το Υο ν τ Πνεύματι» 19.

Ο ρθόδοξοι γνώριζαν, τι Θες Υἱὸς κα Λόγος εναι «γένητος», καθς κα Θες Πατρ κα τ γιον Πνεμα (δηλαδ δν «γένετο», δν «κτίσθη», δν δημιουργήθηκε), δν εναι μως κα «γέννητος», διότι γεννται π τν Πατέρα, τ ποο χαρακτηρίζει τν τρόπο πάρξεως τς ποστάσεώς Του, κατ τ «ποστατικ Το δίωμα», μ Γεννήτορά Του τν Θεν Πατέρα. π’ ατν τν ννοια, μόνος Θες Πατρ εναι, χι μόνον γένητος (δημιούργητος), λλ κα γέννητος (δηλ. δν πάρχει «γεννητς», μ γέννηση π κάποιο λλο Πρόσωπο). ντιθέτως, ο ρειανο ταύτιζαν, τν γεννησία κα τν γενησία μ τν οσία μόνον το Θεο Πατρός, κα συνεπέραναν τι, φ’ σον Υἱὸς εναι γεννητς κ το Πατρός, τότε εναι τερούσιος, διαφορετικς («τέρας») οσίας π τν Πατέρα, κα συνεπς κα γενητός, δηλαδ κτίσμα, δημιούργημα 20, πο λθε στν παρξη σ κάποια στιγμή. Κα δ διαφοροποίηση τς ρθοδοξίας π τν αρεση, διλθε μόνον μέσω... νς «ν»! διευκρίνηση στ Σύμβολο τς Πίστεως, πο κα σήμερα παγγέλλουμε, «γεννηθέντα, ο ποιηθέντα» χει κριβς τ σημασία ατς τς διακρίσεως τν δύο μοήχων λέξεων· εναι τ διο σν ν λέγει «γεννηθέντα, ο γενηθέντα».

να λλο στορικ παράδειγμα φορ στν ρο «Χριστοτόκος» περ τς περαγίας Θεοτόκου· σ ατ τν περίπτωση, χουμε να δογματικ ρο, τν ρο «Χριστοτόκος» περ τς Θεοτόκου, ποος νοηματικς κθ΄ αυτν δν εναι σφαλμένος21· λλωστε κα ρθόδοξος ερ μνογραφία ναφερόμενη στ περαγία Θεοτόκο λέγει: «Χριστν τν Θεν μν τεκες»22. στόσον, πειδ ρος χρησιμοποιήθηκε π τν αρεσιάρχη Νεστόριο μ πονηρ σκοπό, γι ν ξοβελίσει τν ρο «Θεοτόκος» - πειδ Νεστόριος δν ταύτιζε τ πρόσωπο το Χριστο μ τ πρόσωπο το Υο κα Λόγου, πως ο ρθόδοξοι γ΄ ατ κκλησία παγόρευσε τν χρήση το ρου «Χριστοτόκος» περ τς Παναγίας, ς μ παρκος ρου, κα καθιέρωσε τν ρο «Θεοτόκος»23, περ τς γίας Παρθένου, ς ρου παρκέστατα σαφος χριστολογικς,  φ’ σον κατ τν γιο Κύριλλο λεξανδρείας,  λος    τότε  χριστολογικς  γώνας  τν  ρθοδόξων συνοψίζεται στν χαρακτηρισμ τς Παρθένου Μαρίας ς Θεοτόκου: «Σχεδν λόκληρος γώνας περ τς Πίστεως χει συγκροτηθ πό μας, ν διαβεβαιώνουμε, τι εναι Θεοτόκος γία Παρθένος»24.

 

·        Τ διαπίστωση ατή, περ τς σημασίας τν φαινομενικς μικρν διαφορν δογματικς ρολογίας γι τ διατήρηση   λλοίωση τς Πίστεως, κφράζουν κα γενικς ο γιοι Πατέρες στ συγγράμματά τους.

Μέγας Βασίλειος στ ργο το Περ το γίου Πνεύματος, πισημαίνει: «Τ να κα τ χι εναι δύο συλλαβές· λλ’ μως τ καλύτερο π τ γαθά, λήθεια, κα τ σχατο ριο τς πονηρίας, τ ψεδος, πολλς φορς μπεριέχονται σ’ ατς τς μικρς λέξεις. Κα τί λέγω ατά; δη, κα μόνον ν κινήση κανες καταφατικά το κεφάλι γι τ μαρτύρια χάριν το Χριστο, κρίθηκε κπληρωτς λόκληρης τς εσέβειας. Κα ἐὰν ατ εναι τσι, ποις π τς θεολογικς κφράσεις εναι τόσο μικρή, στε ετε καλ εναι ετε κακή, ν μ παρέχει μεγάλη ροπ γι να π τ δύο; Ἐὰν λοιπν π τν Νόμο ἰῶτα ν κα μία κεραία δν θ παρέλθη” [Ματθ.5,18], πς θ ταν δυνατν σ μς ν παραβανουμε κα τ πι μικρά;»25.

  γιος ωάννης Χρυσόστομος, ρμηνεύοντας τ το ποστόλου Παύλου «Τς δ βεβήλους καινοφωνίας περιΐστασο» [Β’Τιμ. 2, 16] γράφει· «Διότι δν θ σταματήσουν μέχρι δ. Διότι ταν κάτι καινούργιο εσαχθ, πάντοτε τίκτει καινοτομίες· κα εναι πέραντη πλάνη ατο πο χει ξέλθει π τ εδιο λιμάνι κα δν θ σταματήση πουθενά. Διότι λέγει π πλεον προκόψουσιν σεβείας κα λόγος ατν ς γάγγραινα νομν ξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Εναι σταμάτητο κακό, πο πι δν μπορε ν περιορισθ π κάποια γιατρειά, λλ καταστρέφει τ πν. Δείχνει τι καινοφωνία [καινούργια διδασκαλία] εναι ρρώστια,   μλλον χειρότερη π ρρώστια» 26.

 Γράφει πίσης κα γιος Θεόδωρος Στουδίτης γι τ πς μία λέξη, χαρακτηρισμς «οκονομία» γι τν μαρτία, μπορε ν γίνει πολλαπλς λέθριος: « μοιχοσύνοδος ναμφιβόλως λοκλήρωσε μίαν αρεση, ρχίζοντας π τ μοιχεία, μολονότι στ μισ «καταλάγιασε» μόνο ... στ  ν νομάση   μλλον ν κηρύξη τι μοιχοζευξία [δηλ. γάμος μοιχευομένων προσώπων] ποτελε οκονομία στν κκλησία το Θεο. Κα μ θαυμάσης ν μι λέξη τίκτη αρεση, κούοντας τν Κύριο ν λέγη Ἰῶτα ν   μία κεραία ο μ παρέλθη π το νόμου ως ν πάντα γένηται” [Ματθ. 5, 18]. Μήτε ν σο φαν καλ ν λέγης· “Πο εναι νάγκη ν πολυπραγμονομε, κα μ μι λέξη ν νάγουμε στν ρχ τος τς γνωστικς θεωρίες κα ν συμπεραίνουμε κενο κα  τ λλο;. Γι ν μ πέσης στ λεγομένη αρεση τν Γνωσιμάχων [τν χθρν της γνώσεως]».Κα πάλι λέγει σ λλο σημεο: «Ατοί, μως, πο ντίθετα π ατ κήρυξαν τν μοιχοζευξία ς σωτήρια οκονομία, τί διαφορετικ  καναν  π  τ  ν  ποφανθον  τι  ο ντολς το Θεοεναι τρεπτς [...] Δν συμπεραίνεται λοιπον π ατά, παρ μόνον τ τι, Θες εναι τρεπτς κα λλοιωτός, καθς ξομοιώνεται ατς πο μιλε μ ατ πο λέγει, κα τ Εαγγέλιον εναι όριστο ς πρς τν σωτηρία κα τν πώλεια. ρα, κα γι λους τους νθρώπους κα γι κάθε παράβαση ντολς, πάρχει ... “οικονομία” !» 27.

γιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, π τν μερν το ποίου πιτεύχθηκε πρώτη ναστήλωση τν γίων Εκόνων (787 μ.Χ.), πευθυνόμενος στν Ζ’ Οκουμενικ Σύνοδο, λέγει τ ξς: «Τ ν μαρτάνη κανες στ δόγματα ετε εναι μικρά, ετε εναι μεγάλα, εναι τ διο. Διότι κα π τ δύο θετεται νόμος το Θεο» 28.

Παρομοίως κα γιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σ πιστολή του πρς τν Πάπα Νικόλαο, γράφοντας γι τ ποι θέσμια τς κκλησίας εναι ποχρεωτικ γι λους κα ποι χι, πισημαίνει:  «Κα πράγματι, πάρχουν τ κοινά, τ ποα εναι νάγκη ν τ φυλάττουν λοι, κα βεβαίως πρν π τ λλα, τ περ Πίστεως, που ν παρεκκλίνη λίγον κανείς, μαρτάνει μαρτίαν πρς θάνατον». 29.

γιος Γρηγόριος Παλαμς, καταφερόμενος κατ τς λατινικς αρέσεως το Filioque, παρατηρε στ ργο το Λόγος ποδεικτικς περ τς κπορεύσεως το γίου Πνεύματος τ ξς: « φις λοιπν νοητς κα δι τοτο κα περισσότερον κατηραμένος, τ πρτο κα μέσο κα τελευταο κακό, πονηρός, πο τρέφεται πάντοτε π τν χαμερπ κα γήινη πονηρία, κούραστος παρατηρητς τς πτέρνας, δηλαδ τς πάτης, ατς πο εναι κάθε θεομίσητης δοξασίας φευρετικώτατος σοφιστς κα πίθανα εμήχανος, χωρς καθόλου ν λησμον τ δική του κακοτεχνία, εσάγει καινούργιες ρολογίες περ Θεο, μέσω τν Λατίνων, πο εναι πειθήνιοι σ ατόν, κα ο ποες φαίνονται ν χουν μικρ παραλλαγή, λλ εναι φορμς μεγάλων κακν κα φέρουν πολλ κα δειν κφυλα κα τοπά της εσεβείας, κα ο ποες δεικνύουν σ λους φανερς, τι σ ,τι φορ στ Θεό, δν εναι μικρό το στω κα λάχιστα μικρό. Διότι ἐὰν στ κάθε τί π τ δικά μας [τ νθρώπινα] ἐὰν ξεκινήση να τοπο στν ρχή, μετ τατα γίνονται πολλά τα τοπα, πς σ τι φορ στν κοιν ρχ τν πάντων κα στις  σχετικς μ ατν τρόπον τιν ναπόδεικτες ρχές, ἐὰν προηγηθ κάτι ηθες μ σέβεια, δν θ γίνουν πολλά τα τοπήματα κτς τούτου; Στ ποα θ εχε φανερς περιπέσει τ γένος τν Λατίνων, ν δν εχε φαιρεθ τ περισσότερο π τν κακοδοξία, πειδ μες ντιλέγαμε στν καινοφωνία το δόγματος. Κα μερικς φορς συστέλλονται τόσο πολύ, στε λόγω λλείψεως πιχειρημάτων, ν λέγουν τι χουμε τ διο φρόνημα, λλ διαφωνομε στς κφράσεις· κα βέβαια ψεύδονται πέρογκα στν διο τν αυτ τος» 30.       Συνεπς,  κα  κατ  τν  γιο  Γρηγόριο  τν  Παλαμά, «ο μικρν ν τος περ Θεο τ παραμικρόν».

      Τ φρόνημα ατ τς κκλησίας μας, τι παραμικρ πόκλιση  π’ τν Πίστη,  συνιστ  αρεση,   τεκμηριώνεται  παρκς  π  τς  παραπάνω  λίγες παραπομπς στος γίους Πατέρες, μολονότι εναι δυνατν ν ερεθον κα πολλς κόμη. Μάλιστα, συνείδηση ατ πέρασε κα στος περ Πίστεως πολιτικος νόμους· πως μς πληροφορε «Νομοκάνων» - ποος εναι συλλογ ερν Κανόνων τς κκλησίας κα Νόμων τς Πολιτείας- σ διάταξη το πολιτικο Κώδικος΄ βιβλίον, ε΄ διάταξις, β΄ τίτλος) πάρχει ξς χαρακτηρισμς το νόμου τς Πολιτείας: «εναι αρετικς κα πόκειται στος νόμους κατ τν αρετικν ατς πο παρεκκλίνει κα λίγο π τν ρθόδοξη Πίστη»31. πίσης σ λλη, παλαιότερη νομικ διάταξη πάρχει κα διατύπωση ατή: «αρετικς εναι καθένας πο φάνηκε κα μ μικρ νδειξη τι παρετράπη π τ δόγμα   τν εθεία της Καθολικς κκλησίας» 32.

 Δυστυχς, στ πλαίσια τς αρέσεως το οκουμενισμο, ποος τείνει, ση δύναμις, ν λλοιώσει τν ρθόδοξη θεολογία, εναι δυνατν ν δε κανες τν παράδεκτη, νεδαφικ κα ντι-παραδοσιακ διαίρεση τν δογματικν διαφορν σ κενες πο συνιστον αρεση κα σ λλες πο δν συνιστον αρεση 33.

πωσδήποτε, μως, ατ τ ποο φαίνεται στ διαχρονικ συνείδηση τς κκλησίας μς εναι τ ντίθετο κα εναι πολ πλ κα σωτήριο: ποιος (νομαζόμενος «χριστιανς») πιστεύει μν στν γία Τριάδα κα στν Χριστ ς Θεό, λλ’ νσυνειδήτως διαφέρει τς ρθοδοξίας στω κα κατ’ λάχιστον, ατς εναι αρετικς κα κτς κκλησίας.

5. Σωτηριολογικς πιπτώσεις τς αρέσεως

Α. Τ μυστήρια τν αρετικν, κθ΄ τι κυρα, εναι χαρίτωτα        κκλησία εναι, πρς λύπην Της, ποχρεωμένη ν ποκόψει τ μετανόητα αρετικ μέλη της γι ν μ λλάξει σταδιακ κκλησιαστικ Πίστη κα Παράδοση· ποκοπ ατ τν αρετικν, τ γνωστν «νάθεμα»   «φορισμς» τν ερν Συνόδων, οσιαστικς στερε κα πισήμως τος αρετικος π τν μπελο, π τ Σμα κα Αμα το Χριστο, μολονότι ο αρετικο εχαν   δη διακόψει κάθε προσωπικ ν γίω Πνεύματι σχέση μ τν Χριστόν, ποδεχόμενοι να «ντίχριστο» φρόνημα.

ποδεικνύεται παρκς, βάσει τς διδασκαλίας τς κκλησίας μας κα πλήθους στορικν περιστατικν, πο φορον στν ρειο (4ος α.), στν ντισυχαστ κίνδυνο (14ος α.), κ.α. τι ο αρεσιάρχες, σοι κκινον μι καινουργ αρεση, κόμη κα ταν εναι τυπικς (ξωτερικς) ντς κκλησίας, οσιαστικς εναι ποκομμένοι π τν Κεφαλ τς κκλησίας, τν Χριστό 34.

κκλησία,  παρ  τατα,  πειδ  εναι ξ ρισμο «Μία», καθς μολογομε κα στ Σύμβολο τς Πίστεως, δν διαιρεται, λλ χαρακτηρίζεται π ταυτότητα Πίστεως, κοιν μετοχ στ Λατρεία κα τ Μυστήρια κα κοιν διοίκηση 35· στε δν μπορομε ν χουμε δύο μότιμες κκλησίες μ διαφορετικ Πίστη, λατρεία, διοίκηση, καθς σφαλμένως δογματίζεται λ.χ. περ δθεν «δύο πνευμόνων» τς κκλησίας,   νατολικο   κα   δυτικο,    περ  τν  τερόδοξων  «κκλησιν»  ς κλάδων το νς δένδρου τς οράτου κκλησίας («θεωρία τν κλάδων») 36· πλ λήθεια εναι, τι κκλησία ς Σμα Χριστο παραμένει πάντοτε διαίρετη.

Γράφει π τούτου κα μολογητς γιος Θεόδωρος Στουδίτης: «πειδ π τος ποστόλους κα πειτα, μ πολλος τρόπους πολλς αρέσεις προσέκρουσαν πάνω της κα θεσμοι ρύποι ντίθετοι στος Κανόνες, πως κα τώρα, λλ δια [ κκλησία] μ τν τρόπο πο επαμε χει παραμείνει σχιστη κα διαίρετη, κα θ διαμένη τσι στν αώνα, καθς θ φαιρονται π ατν κα θ ποδιώκονται ατο πο φρόνησαν κα πραξαν κακά, πως πομακρύνονται π τν σειστη παράλια πέτρα, τ κύματα πο καταπίπτουν  πάνω της» 37.

Περ το κύρους τν μυστηρίων κα τς διδαχς τν αρετικν γιος Κύριλλος λεξανδρείας, ρμηνεύοντας βαθύτερα τν πίπληξη το Προφήτου Μαλαχίου γι τν γκατάλειψη τς «γυναικς τς νεότητος» (Μαλ. 2, 14.15), γράφει τ ξς: «Κα ατ μν σον φορ στν μφαν κα πρόχειρη κατανόηση· λλ πρέπει ν προσέχουν σοι χουν κληθ πρς γιασμ μέσω τς Πίστεως, μήπως μ κάποιον τρόπο ποτραβηχθον πρς τς βέβηλες αρέσεις, σν πρς κάποιες γυνακες λλογενες, τς ποες Θες πεχθάνεται. Διότι τος ρκε γι πνευματικ καρποφορία καθαρ κα μωμη παιδαγωγία τν διδασκάλων τς κκλησίας, κα - τρόπος το λέγειν - τος καθιστ πατέρες τέκνων εγενν, ο ποοι τίκτουν νοητς π γαθ καρδία τ καυχήματά της πρς Θεν γάπης» 38.

Σ λλο ργο του γιος Κύριλλος γράφει· «... ατο πο συνάπτονται μ τος νοσίους αρετικος κα μετέχουν στ θυσιαστήρια κείνων, κα γι τος ποίους τ γαπημένα τ Θυσιαστήρια γιναν ξένα. Διότι πλήθυναν ναντίον το αυτο των τς μαρτίες, θυσιάζοντας τν μνόν, ξω της ερς κα θείας αλς, δηλαδ τς κκλησίας» 39.

Παρομοίως περ τς πουσίας κκλησιαστικο χαρακτρος στς κτς κκλησίας κοινότητες ποφαίνεται κα γία Ζ’ Οκουμενικ Σύνοδος, πως φαίνεται στ Πρακτικά της: «ωάννης θεοφιλέστατος τοποτηρητς το ποστολικο θρόνου τς νατολς επε· αρεση χωρίζει κάθε νθρωπο π τν κκλησία· γία Σύνοδος επε· τοτο εναι λοφάνερο» 40.

        Λόγω τς λλείψεως τς χάριτος το Θεο στος κόλπους τν αρετικν εναι σαφς στος Πατέρες τς κκλησίας, τι δν μπορε ν πάρξη ληθς ρετ σ΄ατούς· σημειώνουμε ντιπροσωπευτικς μόνον τν γιον ωάννην τς Κλίμακος· «Εναι δύνατον π τ χιόνι ν προέρχεται φλόγα· περισσότερον, μως, δύνατον εναι ν πάρχη ταπείνωσις ες τος τεροδόξους· τοτο, λοιπόν, εναι κατόρθωμα τν πιστν κα εσεβν, κα μάλιστα σων χουν καθαρθ» 41.

·        Ο αρετικο δν χουν «ποστολικ διαδοχή».

Πολλο σύγχρονοι οκουμενιστές, περασπιστς το κύρους τν αρετικν μυστηρίων,  πικαλονται  τν  τν  αρετικν  «ποστολικ διαδοχή»,  δηλαδ  τν διάσπαστη σειρ χειροτονιν ποία κατέρχεται π τν ποστολικ ποχ μέχρι τν χειροτονία τν συγχρόνων μας αρετικν πισκόπων στος τόπους τν δικαιοδοσιν τν αρετικν· μως ο γιοι Πατέρες εναι σαφες γι τν λλειψη χάριτος σ σους δν ερίσκονται σ ζωνταν κοινωνία (κα χι πλς στορικ-παρελθοντικ) μ τ Σμα το Χριστο.

  γιος Γρηγόριος Θεολόγος, μιλώντας περ το Μεγάλου θανασίου κα τς ναδείξεώς του στ Θρόνο τς ποστολικς κκλησίας λεξανδρείας, ς διαδόχου του ποστόλου Μάρκου, διευκρινίζει, τι σημασία γι τν ποστολικ διαδοχ χει διαδοχ κα ξακολούθηση τς ποστολικς Πίστεως κα χι διαδοχ το θρόνου καθ’ αυτόν, νευ τς ρθς Πίστεως. Λέγει π λέξει· «,τι εναι μόγνωμο εναι κα μόθρονο· τι εναι ντιδοξο [δηλ. τς ντιθέτου δόξης, πίστεως] εναι κα ντιθρόνο [το ντιθέτου θρόνου]· κα μν [ διαδοχ στν θρόνο] χει τ νομα τς διαδοχς, λλ δ [ διαδοχ στν εσέβεια] χει τν λήθεια τς διαδοχς. Διότι δν εναι διάδοχος ατς πο χει ντίθετη δόξα [πίστη], λλ’ ατς πο χει τν δια πίστη. ν κάποιος δν παραδέχεται διάδοχο μ ατν τν τρόπο, τότε [εναι]  σν ν λέγη τν νόσο διάδοχό της γείας, κα τ ζάλη τς γαλήνης κα τν τρέλλα τς συνέσεως» 42.

 

·        Τ βάπτισμα τν αρετικν εναι «καθ’ αυτ» κυρο κα χωρς καμμία «διαδοχή».

Μέγας Βασίλειος πίσης ναφέρει τν ρχαία παράδοση, τ βάπτισμα τν αρετικν ν θεωρεται παντελς κυρο, τν δ σχισματικν, πειδ προέρχονται π τν ρθόδοξη κκλησία (που εχαν στν ρχ βαπτισθ) ν γίνεται δεκτό. «κενο τ βάπτισμα κριναν ο παλαιο ν δέχονται, τ ποο καθόλου δν παραβαίνει τν Πίστη. [...] πεφάσισαν λοιπν ο ρχαοι, τ μν βάπτισμα τν αρετικν παντελς ν τ πορρίπτουν, τν δ σχισματικν, πειδ εναι κόμη π τν κκλησία, ν τ ποδέχονται. [...]  Ατο πο δν βαπτίσθηκαν σ ατ πο μς παραδόθηκαν, δν βαπτίσθηκαν»43.

Περαιτέρω πεξηγε, τι μερικο παλαιο Πατέρες τς «αστηρότερης» γραμμς (γιος Κυπριανός, γιος Φιρμιλιανς κ.α.) προτίμησαν κόμη κα τν σχισματικν τα μυστήρια, λόγω τς ξόδου τν σχισματικν π τν κκλησία, ν θεωρονται κυρα, διότι ο μν πρτοι των σχισματικν εχαν λάβει τν χάρη, λλ τν χασαν πομακρυνόμενοι τς κκλησίας· «Ατο πο πέστησαν π τν κκλησία, δν εχαν πι τν χάρη το γίου Πνεύματος πάνω τους· διότι λειψε μετάδοση [το γίου Πνεύματος] πειδ διεκόπη κολουθία. Ατο πο πρτοι πεχώρησαν [π τν κκλησία] εχαν τς χειροτονίες π τος Πατέρες, κα μ τν τοποθέτηση τν χειρν ατν, λαβαν τ χάρισμα τ πνευματικόν· κενοι μως πο πεκόπησαν [ο σχισματικοί], πειδ  γιναν  λαϊκοί, δν  εχαν ξουσία  οτε ν Βαπτίζουν,  οτε ν  χειροτονον, οτε μποροσαν ν παρέχουν σ λλους τν χάρη το γίου Πνεύματος, π τν ποίαν λλωστε ατο ξέπεσαν. Δι τοτο προσέταξαν, πειδ ο δικοί τους βαπτίζονται π λαϊκούς, ταν ρχονται στν κκλησία, ν νακαθαίρονται μ τ ληθιν Βάπτισμα τς κκλησίας» 44.

ν λοιπν τίθεται, πως δ, σοβαρότατο θέμα γκυρότητος τν μυστηρίων τν σχισματικν, πόσο μλλον εναι μετ βεβαιότητος κυρα τα μυστήρια τν αρετικν;

Γι τ λόγο τοτο κα ερς Κανν τς ν Καρχηδόνι γίας Τοπικς Συνόδου (258 μ.Χ.) εχε νωρίτερα διαπιστώσει : «... ατ κα τώρα ρίζουμε, τ ποο πάντοτε σχυρς κα σφαλς κρατομε, τι κανες δν μπορε ν βαπτισθ ξω τς Καθολικς κκλησίας, πειδ εναι να το Βάπτισμα κα πάρχει μόνο μέσα στν Καθολικ [δηλ. ρθοδόξη] κκλησία [...] στν Καθολικ κκλησία μπορε ν δοθ [φεση μαρτιν], λλ πλησίον των αρετικν, που δν πάρχει κκλησία, εναι δύνατον ν λάβη κανες φεση μαρτιν [...] αρετικς δν μπορε ν γιάση τ λαιον, πειδ δν χει οτε θυσιαστήριο, οτε κκλησία. Κα δν μπορε λωσδιόλου ν πάρχη χρίσμα στος αρετικος [...] Κα γι’ ατ μες πο εμαστε μ τν Κύριο κα κρατομε τν νότητα το Κυρίου, κατ τν ξία πο μς χορηγεται, κα λειτουργώντας τν ερατεα Του στν κκλησία, σα κάνουν ο ναντίον Το ντικείμενοι, δηλαδ χθρο κα ντίχριστοι,φείλουμε ν τ ποδοκιμάσουμε κα ποποιηθομε κα πορρίψουμε κα ν τ χουμε ς βέβηλα» 45.

Σύγχρονες μελέτες, μ σως πι πλήρη κα γκυρη ατν το π. Γεωργίου Μεταλληνο «μολογ ν Βάπτισμα», ποδεικνύουν, βάσει τν ερν Κανόνων (π.χ. 7ου τς Β’ Οκουμενικς Συνόδου κα 95ου τς Πενθέκτης)  τι πάντοτε κκλησία θεωροσε ς καθ’ αυτ κυρα τα βαπτίσματα τν αρετικν κοινοτήτων, σχέτως ν γι πολλος λόγους γίνονταν νίοτε κατ’ οκονομίαν δεκτά, λλ μ τν προϋπόθεση, τι ο αρετικο πιστρέφουν στν κκλησία.

Δηλαδή, ν δν πιστρέφουν στν ρθόδοξη κκλησία, τ μυστήρια τν αρετικν λαμβάνονται ς παντελς κυρα «καθ’ αυτά».

πίσης, δια μελέτη ποδεικνύει, τι προϋπόθεση γι τν (κατ’ οκονομίαν κα χι κατ’ κρίβειαν) ποδοχ το βαπτίσματος νς αρετικο, ποτελε το ν εναι τρόπος το βαπτίσματος τς ν λόγ αρέσεως, ταυτόσημος μ τν ρθόδοξο, δηλαδ τριπλ κατάδυση στ νερό, ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος46. Ατν τν τύπο το Βαπτίσματος χουν παντελς γκαταλείψει ο μεγαλύτεροί των συγχρόνων αρετικν «χριστιανν», Παπικο κα Προτεστάντες, φαρμόζοντας ο μν ράντισμα (aspersion), κα χι βάπτισμα, ο δ ρκούμενοι στν μολογία τς «πίστεως στν ησο», νευ ληθος καταδύσεως στ νερό.

π τούτου προσμαρτυρε κα στορικός, Καθηγητς Βλάσιος Φειδς, τι ταν    ποκλίνουσα  κκλησιολογία  μόνον το  ερο Αγουστίνου ποία  καί σε ατ τ σημεο λλοίωσε τν μέχρι τότε παραδοσιακ κκλησιολογία κα ναγνώρισε κύρος στ μυστήρια ξω-κκλησιαστικν κοινοτήτων, θέτοντας τς βάσεις γι τ μεταγενέστερη δυτικ «λαστικ» κκλησιολογία τν Παπικν κα Προτεσταντν. κύρια ρχαία κκλησιαστικ «γραμμ» ν προκειμένω εναι ατ ποία κφράζεται π τν Ἃγιο Κυπριαν Καρχηδόνος: «κτς κκλησίας οδεμία σωτηρία» (Extra Ecclesiam nulla salus), πως κα π τ νάλογο χωρίο λλου ργου του,  τι «δν μπορε ν χει κάποιος πατέρα τν Θεό, ν δν χη μητέρα  τν κκλησία» 47.

Πι συγκεκριμένα Καθηγητς Φειδς: «Γι ν θεμελιώση μως τν καθολικότητα κα τ καταγώνιστό της θείας χάριτος πρεπε ν ντιμετωπίση [ . Αγούστινος]: α) τν προγενέστερη σχετικ κκλησιαστικ παράδοση, σύμφωνα μ τν ποία θεία χάρη παρέχεται μόνο μ τ μυστήρια κα μόνο μέσα στος κόλπους τς μις, γίας, καθολικς κα ποστολικς κκλησίας [...] ποσύνδεση ατ τς παροχς τς θείας χάριτος τόσο π τν τελοντα, σο κα π τ κανονικ ρια τς κκλησίας φερε τν . Αγουστίνο σ ντίθεση πρς τν κκλησιολογία το . Κυπριανο, ποος, κφράζοντας τ γενικότερη κκλησιαστικ συνείδηση, εχε ποστηρίξει ad hoc τι ο βαπτιζόμενοι π αρετικούςηκαι σχισματικος δν λαμβάνουν τ θεία χάρη, γιατί extra Ecclesiam nulla salus [] ... κα ο αρετικο [κατ τ διδασκαλία το . Αγουστίνου] θ μποροσαν ν θεωρηθον κατ κάποιο τρόπο μέλη τς κκλησίας, γιατί “πολλο πο φαίνονται τι εναι ξω, στν πραγματικότητα εναι μέσα” στν κκλησία (De baptismo, 5, 28) [] Ο κκλησιολογικς μως συνέπειες [τς διδασκαλίας το Αγουστίνου] τονίσθηκαν διαίτερα π τ μεταγενέστερη σχολαστικ θεολογία κα π τν προτεσταντικ μεταρρύθμιση, πηρέασαν δ μ καθοριστικ τρόπο τν λη κκλησιολογία το δυτικο Χριστιανισμο. Τοτο φαίνεται χι μόνο π τν προτεσταντικ διδασκαλία περ οράτου κκλησίας”, λλ κα π τ ρωμαιοκαθολικ κκλησιολογία το πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) τς Β’ Βατικανς Συνόδου» 48.

·        αρεση (κα χι ντι-αιρετικς γώνας) δημιουργε σχίσμα κα ξάγει π τν κοινωνία μ τ Σμα Χριστο

πρώτη κα μεση βλάβη τς σωτηρίας τν Χριστιανν π τν αρεση προέρχεται π τ σχίσμα πο δημιουργε αρεση στ κκλησιαστικ Σμα, τ Σμα το Χριστο.

Τ τι εσαγωγ κα διδασκαλία αρέσεως ποτελε ρχ σχίσματος, εναι φανερν εκρινέστατα π τν 15ον ερν Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ποος παινε σους Χριστιανος ποστον (πομακρυνθον) π τν κοινωνία μ αρετικ πίσκοπο, κόμη κα πρ μιας  ποφάσεως Συνόδου κατ το πισκόπου τούτου. ερς ατς Κανν διευκρινίζει τι δν εναι σχισματικο σοι ρθόδοξοι διακόπτουν τν (μυστηριακ κα γενικώτερη) κοινωνία μ τν πίσκοπο, ν ατς κηρύττει φανερς αρεση, λλ εναι σχισματικς ψευδεπίσκοπος κενος πο εσάγει τν αρεση, ο δ ντιδρντες ναντίον του, παινονται διότι πολεμον  τ αρετικ σχίσμα  «[....] Διότι  κατηγόρησαν  χι πισκόπους, λλ ψευδεπισκόπους κα ψευδοδιδασκάλους, κα δν κατακομμάτιασαν τν νωση τς κκλησίας μ σχίσμα, λλ μερίμνησαν ν λευθερώσουν τν κκλησίαν π σχίσματα κα διαμερισμος» 49.

        Κα γιος Θεόδωρος Στουδίτης πισημαίνει : «Δν εμαστε ποσχιστές, θαυμαστέ, τς κκλησίας το Θεο (ποτ ν μ τ πάθουμε ατό!) μολονότι μ λλους τρόπους εμαστε μέσα σ πολλς μαρτίες· λλ εμαστε μόσωμοι μ Ατ κα τρόφιμοί Της, μαζ μ τ θεία δόγματα, κα πιθυμομε σφόδρα ν φυλάττονται ο Κανόνες κα ο διατυπώσεις Ατς.  Τ ν ταράζη κα ν ποσχίζεται κανες π Ατν [τν κκλησία] ποία ληθς δν χει καμμία κηλίδα  ρυτίδα σον φορ στν Πίστη κα τος ρισμος τν Κανόνων π’ ρχς το αἰῶνος κα μέχρι τώρα,  νήκει σ κείνους, πο πίστη τος χει μέσα κάτι διαστρόφο κα ζω τος εναι σ ντίθεση μ τος Κανόνες κα τος θεσμος [...]  Γι’ ατ γνώριζε τι δν εναι σχίσμα τς κκλησίας [ ζλος μς] λλ πικράτηση τς ληθείας κα περάσπιση τν θείων νόμων· τ ντίθετο, πως δη επε κα τιμιότητά σου, εναι διάσπαση τς ληθείας κα παράλυση τν Κανόνων [...]. Τ ν μ χη [ κκλησία] σπίλον  ρυτίδα [φεσ. 5, 27], γι ν τ ξαναπομε, νοεται τσι, τ τι δν ποδέχεται τ σεβ δόγματα κα τ ναντίον τν Κανόνων γχειρήματα» 50.

Β. Οἱ αἱρέσεις ἀλλοιώνουν τὸ ὀρθὸν σέβας στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν

αρεση, λοιπόν, πλν το τι ς σχίσμα πίστεως, ποκόπτει σθεν μέλη τς κκλησίας π τν κοινωνία μ τν ρθόδοξο πίσκοπο κα τ χάρη τν ρθοδόξων Μυστηρίων, θέτοντας τ σωτηρία τους σ σχεδν βέβαιη πώλεια, παραχαράσσει πίσης κα τ σωτηριολογία τς αρετικς κοινότητας, δηλ. τ διδασκαλία περ το πς μετέχει νθρωπος στ σωτηρία, στε ν καθίσταται δύνατη τουλάχιστον διατήρηση μις κάποιας ρθοπραξίας, μις ρθς κατ πράξιν «θεραπευτικς γωγς» στν αρετικ κοινότητα.

λλειψη ρθς σωτηριολογίας σ συνδυασμ μ τ κυρα (νευ χάριτος) αρετικ μυστήρια, εναι λέθρια γι τος αρετικούς. Λέγει χαρακτηριστικς γιος ωάννης Χρυσόστομος: «Δν πάρχει κανένα φελος π τν καθαρ βίο, ν τ δόγματα εναι διεφθαρμένα· πως πάλι κα τ ντίθετο, [δν πάρχει φελος] π γι δόγματα, ἐὰν βίος εναι διεφθαρμένος»51.

Σημειώσαμε βέβαια παραπάνω, τι πολλς φορς κα φαλος βίος «γενν» διαφθαρμένες διδασκαλίες. Πάντως κα ντιστρόφως, τ φαλα δόγματα γεννον φαλο βίο. Τ δεύτερο τοτο, τ συνέπεια τν φαύλων δογμάτων στ ζωή μας, ς τρόπο προσεγγίσεως το Θεο, ξετάζουμε περισσότερο στν παράγραφο ατή.

        πεξηγε σχετικς - κα ς πάντοτε εστόχως - Πρωτοπρεσβύτερος κα Καθηγητς π. ωάννης Ρωμανίδης: «Στν Μεσαίωνα ταν πάρα πολ γνωστό,  στος  κυβερνντες,  ποι   εναι      διαφορ  μεταξ  ρθοδοξίας  κα αρέσεως. Ποι εναι διαφορά; διαφορ εναι πλουστάτη. τι στν αρεση δν πάρχει θεραπεία το νο το νθρώπου. Στν ρθοδοξία μως θεραπεύεται νος το νθρώπου. Στν ρθοδοξία πάρχει θεραπεία τς νθρωπίνης προσωπικότητος κα πόδειξις εναι ο γιοι. Ο αρετικο ταν κάτι ντίστοιχο μ τος κομπογιαννίτες κα πέσχοντο κάποια ζω μετ θάνατον. Σ’ ατν μως δ τ ζω δν διναν θεραπεία στος πιστούς τους οτε προσέφεραν τίποτε παραπάνω π μία π πλέον δεισιδαιμονία. Ο αρέσεις ταν κα εναι θρησκεες γι μετ τν θάνατο. Αρετικς ταν κενος το ποίου τ δόγματα δν ταν ρθόδοξα· τσι δν το πέτρεπαν ν φθάση στν κάθαρσι κα στν φωτισμό. ρθοδοξία μως προσφέρει ατν τν θεραπεία κα δηγε τν νθρωπο στν κάθαρσι κα στν φωτισμ [...] ρθοδοξία ξεχωρίζει π να μοναδικ φαινόμενο, πο δν πάρχει στς λλες θρησκεες. Ατ εναι νθρωπολογικ κα θεραπευτικό. Σ’ ατ διαφέρει. ρθοδοξία εναι μία θεραπευτικ γωγ πο θεραπεύει τν νθρώπινη προσωπικότητα [...] Δν τς καναν [ο Πατέρες τς διακρίσεις τς δογματικς ρολογίας] γι ν κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, λλ τς καναν γι ν πολεμήσουν ναντίον τν αρετικν, ο ποοι καναν σφαλμένες ρμηνεες πάνω στ θέματα ατά. Τ ργο ατ τν Πατέρων, τ ν χρησιμοποιον δηλαδ τέτοια εδικ ρολογία, δν γινε γι τν κατανόησι κανενς δόγματος, διότι σκοπς το δόγματος δν εναι κατανόησίς του, λλ κατάργησίς του, ποία συμβαίνει ταν νθρωπος νωθ μ τ διο το Μυστήριο πο κφράζει τ δόγμα. Τότε καταργεται τ δόγμα, τ ποο οτως  λλως δν γινε ποτ κατανοητ ξ πόψεως νοησιαρχικς. Καταργεται τ δόγμα, φ’ σον πάρχη πι νωσις μ τ διο το Μυστήριο»52.

Εναι σαφς κα δ, πως προείπαμε, περ πάσης δογματικς διαμάχης, τι διαμάχη δν φορ στν ρολογία καθ’ αυτήν, λλ στ δια τ πράγματα τ ποα ρολογία σημαίνει, στε ν διατηρηθ σφαλς δρόμος τς νώσεως μ τν Θεό, ποος κινδυνεύει π τς αρέσεις. ταν φθάσει κανες στ θέωσι, πως ο γιοι, διαπιστώνει, τι Θες εναι περάνω πάσης ρολογίας (δόγματος) πως εναι πέκεινα κα πάσης περιγραφς.

Δειγματοληπτικς, ναφέρουμε τς πρακτικές, κατ τ βίο, συνέπειες  μερικν σημαντικν αρέσεων.

ρειανισμός  Το ποις θ ταν ο συνέπειες τς ποδοχς τς αρετικς θεολογίας το ρείου, μς ναφέρει συνοπτικς στν στορία Δογμάτων του, μακαριστς καθηγητς ωάννης Καλογήρου, βασιζόμενος στ Μ.θανάσιο: «... Μέγας θανάσιος καταρρίπτει τ διδασκαλία το ρείου, κριβς γι τς ντιθρησκευτικς συνέπειες στς ποες ατ δηγε. Κατ τν ρειο Λόγος  ταν  τρόπον  τιν  κατ  τ μισυ Θεός, πο προλθε ν χρόνω, συνεπς δν εναι προαιώνιος. λλ τσι τίθεται π μφισβήτηση κ’ θεότητα το Πατρός· δν πρξε προαιωνίως Πατήρ, δν φερε μέσα Του προαιωνίως Λόγον, Φς κα Σοφίαν· πλθε κα σ Ατν μεταβολ κα λλοίωση, ταν γινε Πατρ το Λόγου, πο  δν  ταν  προαιώνιος. Μ  λλες λέξεις  γία Τρις παρουσιάζεται ν ξαρτται π τν χρόνο, ταν πορρίπτεται, πως π τν ρειο, τ ναρχόν του δευτέρου προσώπου της μ τ [δόγμα] κείνου: πρξε κάποτε στιγμή, ταν δν πρχε [ Λόγος]. Μαζ μ ατ διέφθειρε ρειος, σύμφωνα μ τν κριτικ πο σκησε Μέγας θανάσιος στ διδασκαλία του, τ χριστιανικ λήθεια περ σωτηρίας, κατ τν ποία πλήρης κα πραγματικ θεότης το ησο Χριστο ποκαλύπτεται κριβς στς σωτηριώδεις νέργειές Του. Χριστιανισμς μ κανένα τρόπο δν νέχεται τν δέα περ «δευτέρου Θεο», περ κάποιου δευτερεύοντος Θεο. -σύμφωνα μ τν ρειο - μεταγενέστερος κενος Λόγος δν εναι σ θέση ν μς δώσει οτε τν ρθ περ Θεο γνώση, οτε φεση μαρτιν κα θανασία. Τ βάπτισμα πο γίνεται στ νομά του δν χει καμμία ξία, φο γίνεται στ νομα κτίσματος. Εναι δ κα δύνατη  νάρμοστη πίκλησή του δι τς προσευχς κα πόδοση λατρείας σ΄ ατόν, σ να, στω κα τ πρτο, π τ κτίσματα, διότι τοτο εναι εδωλολατρία. λλ κα ς συνδετικς κρίκος μεταξ Θεο κα κόσμου εναι χρηστος - σύμφωνα μ τν ρειο κτιστς Λόγος. Τν κόσμο μποροσε ν δημιουργήσει Θες ναλαμβάνοντας τ ργο Το π’ εθείας. λλις, κα διος κτισθες Λόγος θ εχε νάγκη νς ντος γι ν μεσολαβήσει γι τ δημιουργία του»53.

δού, σ ποις θεολογικς ντιφάσεις κα συνέπειες π τς ληθος σχέσεώς μας μ τν Θεό, μπορε ν δηγήσει μι αρεση.

Νεστοριανισμός  π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σημαίνων Θεολόγος το 20ού αἰῶνος, παρουσιάζοντας τς προεκτάσεις στ σύγχρονη ποχ το Δογματικο ρου τς Χαλκηδόνος περ το Χριστο ς «τελείου Θεο» κα «τελείου νθρώπου», σχολιάζοντας παραλλήλως κα τν Νέο Μονοφυσιτισμό, πο κφράζεται ς παθητικότητα το νθρώπου, σχολιάζει κα τν Νέο Νεστοριανισμό, ς ξς: «ποτελε αταπάτην, τι α χριστολογικα διενέξεις το παρελθόντος εναι σχετοι πρς τν σύγχρονον κατάστασιν. Ες τν πραγματικότητα συνεχίζονται κα παναλαμβάνονται ες τς συζητήσεις τν μερν μας. σύγχρονος νθρωπος σκοπίμως  ποσυνειδήτως δελεάζεται π τ Νεστοριανικν κρον, δηλαδ δν δέχεται τν νανθρώπησιν ς ποφασιστικν γεγονός. Δν τολμ ν πιστεύση τι Χριστς εναι πρόσωπον θεον. Ζητε νθρώπινον λυτρωτήν, πλς βοηθούμενον π τν Θεόν. νδιαφέρεται περισσότερον δι τν νθρωπίνην ψυχολογίαν το Λυτρωτο, παρ δι τ μυστήριον τς θείας γάπης, διότι ες τελευταίαν νάλυσιν, πιστεύει μ ασιοδοξίαν ες τν ξιοπρέπειαν το νθρώπου» 54.

Τοτο εναι μι χαρακτηριστικ περιγραφ τν συνεπειν τς νεστοριανικς αρέσεως, ποία δογμάτιζε περ το νθρώπου ησο ς διαιτέρου προσώπου, στ ποο, χάρις στ δθεν πέρμετρη νθρώπινη ρετή του, λθε κα νοίκησε τερο,  διαφορετικό,  πρόσωπο,  τ  Πρόσωπο  το  Θεο  Λόγου.   Εναι  μφανς  πόδοση βάρους το Νεστοριανισμο στν ξία τς νθρώπινης θικς κα ρετς καθ’ αυτήν, κα ντίληψη περ σωτηρίας το νθρώπου ς πιβράβευσης το νθρωπίνου θους π τ Θε  κα  χι ς πρόσληψης  τς νθρωπίνης φύσεως  κα θεώσεώς της στν ποστατικ (στ Πρόσωπο το Υο κα Λόγου) νωση μ τν Θεό. « δια χριστολογικ αρεση πο ποκρούσθηκε θετε σ κίνδυνο κα τ σωτηριολογικ λήθεια. Καθόσον προφανς συνέπεια τς διδασκαλίας το Νεστορίου ταν το τι σωτηρία δν φειλόταν στον  Θεάνθρωπον ησον Χριστόν, λλ στν μέσα σ ατν [τν Χριστν] - νθρωπο, πο νισχύθηκε π τν Λόγο το Θεο, ποος ταν δυνατν ν χρησιμεύση τσι κα ς πρότυπο γι τν ατοσωτηρία τν νθρώπων, πο κα ατοί, πλς νισχύονται π τν Θε (Πελαγιανισμς)» 55.

νθρωπος ησος Χριστς το Νεστοριανισμο διαφέρει π τος γίους Προφτες, μόνο στ τι σ κείνους νοίκησε τ γιον Πνεμα κ’ εναι πνευματοφόροι, ν στν Χριστ νοίκησε Υἱὸς κα Λόγος 56· τ πρόσωπο το Χριστο τν νεστοριανν δν εναι « νανθρωπήσας Θεός».

Μονοφυσιτισμς λλ κα Μονοφυσιτισμός, πρεσβεύοντας τι νθρώπινη φύση το Χριστο δθεν δν εναι  μοούσια μ τ δική μας, οτε δ κα θέληση κα νέργειά Του φυσικς νθρώπινες, «μεταφράζεται» στ νθρώπινο πίπεδο ς ποτίμηση τς νθρώπινης συνεισφορς καθενς νθρώπου στ ργο τς προσωπικς του σωτηρίας, κα ς παθητικότητα. μακαριστς καθηγητς ωάννης Καλογήρου σημειώνει σχετικς: «ς κύριος μως λόγος τς ξαπλώσεως το Μονοφυσιτισμο στ προμνημονευθέντα μέρη πρέπει ν θεωρηθ το τι ατ καθ’ αυτν κεντρικ μονοφυσιτικ διδασκαλία ερισκε εκολότερα νταπόκριση στ πίπεδο μορφώσεως κα θρησκευτικότητας τν λαν τν μερν κείνων. Μονοφυσιτισμς παρουσιαζόταν πράγματι ς πλησιέστερος, κα μάλιστα π ρισμένες πλευρς κα συγγενέστερος, μ προγενέστερες κε εδωλολατρικς ντιλήψεις, φ’ σον μάλιστα περιέκλειε, τουλάχιστον στ βάση του, κα ρισμένα πανθεϊστικ στοιχεα. Λυτρωτς παρουσιάζεται ν κδηλώνεται σν σ μι πλ θεοφάνεια, σύμφωνα μ συναφες εδωλολατρικς παραστάσεις. κύριος κα τελικς σκοπς τς λυτρώσεως, δηλαδ γιασμς κα τελείωση το νθρώπου ς νθρώπου, πομακρύνεται π τ πτικ πεδίο το πιστο, φ’ σον καθαρή, τέλεια κα κλαμπρυσμένη νθρώπινη φύση στν Λυτρωτ δν διακρίνεται πι κατ τν νανθρώπησή Του, λλ πορροφται στ θεία φύση Του κα ξουδετερώνεται τσι παντελς τ νθρώπινο στοιχεο σ’ Ατόν, μεταβαλλόμενο σ στοιχεο τς θείας φύσεως. λλ μ τ διαδικασία ατ δν μπορε τ νθρώπινο στοιχεο το Λυτρωτο (το Θεανθρώπου) ν προβληθ κα ν χρησιμεύση ς πρότυπο κα δεδες γι τν νακαινιζόμενο νθρωπο. π τν ποψη ατ Μονοφυσιτισμς μπορε ν θεωρηθ τι διευκολύνη κα τν τάση πρς θικ χαλάρωση, σ ντίθεση κριβς μ τν ρθόδοξη χριστολογικ λήθεια κα διδασκαλία. Ατ τελευταία πιβάλλει μ πολ περισσότερη συνέπεια κα νταση θικς πιταγς κα γείρει θικς ξιώσεις, διότι διαβλέπει μν κα ατ στ λύτρωση κα τ σωτηρία κατ πρτο κα κύριο λόγο βεβαίως να ργο θεϊκό, πο μως προσφέρεται στν νθρωπο μ τέτοιο τρόπο, στε τοτο  ν φορ στν γιασμ κ’ τν τελείωση,  στν δια τ θέωση, τς  κοινς σ λους νθρωπίνης φύσεως, σν τέτοιας»57, δηλαδ σν νθρωπίνης φύσεως μ λλοιωμένης.

Εκονομαχία φοβερ αρεση τς Εκονομαχίας πωσδήποτε παιτε εδικ παρουσίαση· μως, στ πλαίσιο τς συνοπτικς δ παρουσίασης, καταθέτουμε σα γράφει περ τν συνεπειν τς νίκης τς ρθοδοξίας π τς εκονομαχικς αρέσεως Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης· «Τ βάρος πάντως τς διδασκαλίας τν Πατέρων τς Ζ΄ Οκουμενικς Συνόδου πέφτει στν κατοχύρωση το μυστηρίου τς νανθρωπήσεως το Θεο κα στς γιαστικς κα σωτηριώδεις πενέργειές του στ σμα κα στν λη. ντιμανιχαϊσμς τς Συνόδου προφύλαξε τν κκλησία π τ μονομέρεια τν πνευματοκρατικν συστημάτων, πο ρνονται στν λη τ δυνατότητα ν δεχθε τν γιασμ κα τ Χάρη. λος κόσμος, λικς κα πνευματικός, κα λος νθρωπος, ψυχ κα σμα, μένουν κάτω π τ φροντίδα κα πρόνοια το Θεο κα τ ζωοποι κα γιοποι Χάρη το γίου Πνεύματος. Χριστς προσέλαβε λοκληρωμένη νθρώπινη φύση, δρασε ς στορικ πρόσωπο, δν ταν φανταστικ παρξη. πεικόνισή του πομένως ποδεικνύει τν πραγματικότητα τς νανθρωπήσεως [...] λη δν εναι κακή, θ διακηρύξει γιος ωάννης Δαμασκηνός, τ διδασκαλία το ποίου ξιοποίησε Ζ΄ Οκουμενικ Σύνοδος [...] Ο εκόνες μάλιστα τν γίων δν εναι πλς ναμνηστικς παραστάσεις, πως ο φωτογραφίες συγγενν κα φίλων, λλ μετέχουν κα ατς στ δόξα κα στν γιασμό, λόγω τς μυστικς τους σχέσεως πρς τ πρωτότυπα [...] Σύνοδος δν παρέλειψε ν ναφερθε κα στ μεγάλη διδακτικ κα παιδαγωγικ σπουδαιότητα τν εκόνων, στηριγμένη κα πάλι σ μαρτυρίες πατέρων κα διδασκάλων τς κκλησίας [...] ρθοδοξία πιστ στν παράδοση, πέφυγε ν μεταβληθε σ τελετουργία το λόγου μ τν κυριαρχία το κηρύγματος, πως γινε στ Δύση, διαίτερα στν Προτεσταντισμό. Χωρς ν παραμελήσει τν λόγο, τ κήρυγμα, διεμόρφωσε τν πλοτο κα τν ποικιλία τς θείας λατρείας, που συνεργάζονται ρμονικ λες ο τέχνες, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, ρχιτεκτονική, γι ν μετέχει νθρωπος λόκληρος μ λες τς ασθήσεις του [...] Πρέπει γ΄ ατ ν τονισθε τι θρίαμβος ναντίον τν εκονομάχων ποτελε χι μόνον νίκη ναντίον τς μις αρέσεως, λλ κα ερύτερα νίκη το πολιτισμο π τς βαρβαρότητος, πως σημείωσε δη Gregoire λέγοντας τι Βυζαντιν κκλησία διατηρε θικτη τ συνδιαλλαγ το τετάρτου αἰῶνος, κατ τν ποίαν συμβιβάσθηκαν τέχνη μ τν πίστη ... πολιτισμς κερδίζει μία νίκη σ βάρος τς βαρβάρου σκαιότητος τν σαύρων”58. πάρχουν πράγματι θαυμάσιες θέσεις στ πρακτικά της συνόδου, μ τς ποες ο Πατέρες δείχνουν τν νομιμότητα κα ναγκαιότητα τς τέχνης μέσα στν κκλησία, πέναντι στς κατηγορίες τν εκονομάχων, πο σαν πηρεασμένοι π τς νεικονικς τάσεις το ουδαϊσμο κα το σλαμισμο, κα πο στν πραγματικότητα πεδίωκαν φελληνισμ κα ξανατολισμ το Χριστιανισμο» 59.

Εναι μφανές, πόσου γιασμο κα χάριτος θ στερετο κκλησία δι τς νδεχομένης καθιερώσεως τν εκονομαχικν πόψεων. Πέραν τούτου, θ τίθετο σ μφιβολία κα ναθρώπηση το Θεο Λόγου, φ’ σον ρνηση τς πεικονίσεώς του σημαίνει δύο τινά: (α) τι νθρώπινη φύση Του δν εναι σν τν δική μας, στε ν μπορε ν πεικονισθε, πο συνιστ μονοφυσιτισμ  κα δοκητισμ (τι Χριστς ταν μόνο πνεμα κα νθρώπινη μφάνισή του δόκηση=φαντασία), (β)  τι πόσταση (τ πρόσωπο) τς νθρωπίνης φύσεως το Χριστο ποία πεικονίζεται στς . Εκόνες, δν εναι πόσταση το Θεο Λόγου, ποία εναι προσκυνητή, τ ποο συνιστ νεστοριανισμό. Προφανς γι τ λόγο τοτο εκονομαχία εχε μφανισθε νωρς σ περιοχς μ χριστολογικς αρέσεις60.

Λατινικς ντι-ησυχασμς Πολ ργότερα, κατασυκοφάντηση τς συχαστικς μεθόδου προσευχς τν ρθοδόξων Μοναχν κα ρνηση τς ράσεως το κτίστου φωτς π τος γίους, ς κα συναφς ρνηση τς ναγνωρίσεως κτίστων νεργειν στν Θεό, κ μέρους τν αρετικν ντ-συχαστν κάτω π τν διαδοχικ γεσία τν Βαρλαμ το Καλαβρο,Γρηγορίου κινδύνου κ’  Νικηφρου το Γρηγορ, θεσε σ κίνδυνο λη τ σωτηριολογία τς ρθοδοξίας.      

       Σημειώνει εγλώττως μακαριστς Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης γι τν λατινικ ρνηση τς πάρξεως κτίστου νεργείας στν γία Τριάδα, νεργείας πο γίνεται ρατ ς φς στος γίους: «Δύναται κανες ν ποτολμήση μίαν εκονικν σύγκρισιν. Θες τν ρθοδόξων, μοιάζει μ πάμφωτον λιον, ες το ποίου τ φς κα τς κτίνας ναπαύονται ν μακαριότητι ο ποικίλης δεκτικότητος πιστοί. δ Θες τν λατίνων κα τν φιλοσόφων, μοιάζει μ τν διαφαινόμενον δίσκον το μέσα π τ νέφη, στις πειδ εναι, κατ’ ατούς, οσία, ερίσκεται ξω της κτίσεως κα πομένως φήνεται φώτιστος κτίσις. Κα κριβς ατ εναι μία ληθς τραγωδία, ποία φόβιζε τν θεον Παλαμν [...] δο συνέπεια τς πουσίας το Θεο π τν ζων τν πιστν. Δ ατ μέσα στ πένθιμον κλίμα τς ρφανίας, μέσα ες τν παγετν τς πουσίας τς θείας γάπης, μέσα ες τν ασθησιν, τι Θες ερίσκεται ξω π τν ζωήν, Δύσις χρειάσθη κάποιον «παράκλητον», δι ν καλύψη τ κενόν. Μήπως καθιέρωσις το πάπα, - ξ ο πορρέει πάσα χάρις- δύναται ν ρμηνευθ κ τν νωτέρω προϋποθέσεων; Κα μήπως ρθόδοξος νατολ οδέποτε χρειάσθη να νθρώπινον ν ς μεσάζοντα, πειδ ερίσκεται ες διάλειπτον κα μεσον σχέσιν μετ το Θεο δι τν κτίστων κτίνων του;» 61.

        Πέραν τούτου, περβολικ μπιστοσύνη το Βαρλαμ πρς τν κοσμικ σοφία κα πιστήμη, ποία, κατ τν Βαρλαμ φέρνει τν νθρωπο δι τς διανοητικς ργασίας στν Θεό, καταργοσε τς παροτρύνσεις το Εαγγελίου γι λιτ κα πλ βίο, προσευχ κα σκηση, κα συμπόρευση μ τν Χριστ στ σταυρικ δ το πολέμου κατ τς μαρτίας· παρουσιάζοντας μ τν «ες τοπον παγωγν» τν πιχειρηματολογία το γίου Παλαμ, γράφει Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητς π. Θεόδωρος Ζήσης:  «ν    θύραθεν  παιδεία συμβάλλει ντως στν τελειότητα, τότε ο λληνες σοφο θ πρεπε ν εναι θεοπτικώτεροι κα τελειότεροι τν προφητν, ο ποοι κλήθησαν π τ Θε στ ξίωμα ατ ξ γροικικο βίου”, π τος γρούς των. κορυφαος των προφητν, ωάννης Πρόδρομος, ξ παλν νύχων ζοσε στν ρημο, που δν πάρχουν βέβαια σχολεα κα πανεπιστήμια. σφαλς, ν ταν παραίτητο στοιχεο τς τελειότητος νθρώπινη σοφία, Χριστς δν θ λεγε “ε θέλεις τέλειος εναι, τ πάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχος, τν σταυρν ρον, κολουθεν μο προθυμήθητι”, λλ θ λεγε “τς ξω σοφίας πιλαβο [νάλαβε τν ξω σοφία], σπεσον πρς τν τν μαθημάτων νάληψιν [σπεσε  ν ρχίσης τ μαθήματα], περιποίησαι σεαυτ τν πιστήμην τν ντων [πόκτησε τν πιστήμη πο φορ στ ντα]. Θ δίδασκε γεωμετρία κα στρονομία κα τς λλες πιστμες, γι ν διώξει τ σκοτάδι τς γνοίας. Δν θ διάλεγε γραμμάτους ψαράδες ς μαθητς, λλ σοφούς, οτε θ δίδασκε δι το ποστόλου Παύλου, τι νθρώπινη σοφία εναι μωρία» 62.

Κα μως, διαστροφ ατ το εαγγελικο κηρύγματος π τν αρεση το Βαρλααμισμο κα π τ δυτική της «κδοση» (version), τν σχολαστικισμό, πικράτησε τελικς στ Δύση, που λληνικ φιλοσοφία κα δίως το ριστοτέλους, « λληνικ μήτρα τς αρέσεως» θ λέγαμε63, γινε κριτήριο γι τν ποτίμηση παντς πράγματος, δ διος Βαρλαμ Καλαβρός, ντάχθηκε φανερς στν Παπισμ κα νταμείφθηκε γι τν γώνα το κατ τς ρθοδοξίας, γινόμενος πίσκοπος έρακος. Βαρλαμ δι τς γάπης του στν κλασσικ ρχαιοελληνικ παιδεία κα κυρίως τν πλατωνισμό, συνετέλεσε μαζ μ τος μαθητές του, Πετράρχη κα Βοκκάκιο, στν νίσχυση το ρεύματος πο δήγησε στ δυτικ ναγέννηση64. Τ Πανεπιστήμια τς Δύσεως δη πρ τς συχαστικς ριδος στν νατολ ταν Μοναστήρια πο πηρετοσαν τ διδασκαλία τς κοσμικς σοφίας, κολουθοσαν πρόγραμμα βασισμένο σχεδν ποκλειστικς στς νθρώπινες σπουδές, κα που ο φοιτητές, ο μέλλοντες κληρικοί, στελέχη τς δυτικς «κκλησίας», π τς πέντε το πρω πιδίδονταν στ μελέτη τς κοσμικς σοφίας, μ προαιρετικ τν πρωϊν προσευχή, λλ μ μφαση - πλν τς γραφς κα ναγνώσεως- , στν ριθμητική, τ γεωμετρία, τν στρονομία, τ ρητορική, τν στορία κα τ λατινικ φιλολογία, ργότερα δ τ κα γραμματικ κα τ λογική. «π τν πίδραση τς νανεωμένης σπουδς τν κλασσικν ργων, πο σαν ποτελεσματικώτερη κατ τν δωδέκατο αώνα, λογικ ρχισε ν φαρμόζεται ναντικώτερα στ ρθρα τς χριστιανικς πίστεως [...] λογικ χρησιμοποιετο γι ν δείξη λογικς τν γκυρότητα ατν τν δη παραδεδεγμένων ληθειν [...]»65.

 ργότερα, μ τν μφάνιση τν ριστοτελικν συγγραμμάτων στ Δύση «ο δυτικο λόγιοι κυριολεκτικς μειναν κθαμβοι π ατ τν χαν συλλογή, διότι ριστοτέλης εχε γράψει σχεδν γι τ καθετί». Στς προσπάθειες συνθέσεως τς κκλησιαστικς διδασκαλίας μ τν ριστοτελισμό, πικράτησε θέση τν λβέρτου το Μεγάλου κα το Θωμ κινάτου πο «προσπαθοσε, που ταν δυνατό,  ν  συμφιλιώση  τς  θεωρίες το  [το ριστοτέλους]  μ  τς  λήθειές  της χριστιανικς πίστεως» 66.  Δομινικανς μοναχς  Θωμς κινάτος, φιλοσοφία το ποίου ταν τ πόβαθρο τς σκέψεως τν αρετικν ντισυχαστν, πέτυχε πληρέστερα κα ποτελεσματικώτερα τ «συστηματικ λοκληρωτικ σύνθεση τς καθολικς θεολογίας κα τς ριστοτελικς φιλοσοφίας» κα παρ τς πρτες ντιδράσεις, θεολογία το χρησιμοποιήθηκε κα καθιερώθηκε πολ ργότερα π τν παπικ Σύνοδο το Τριδέντου (1563 μ.Χ.), πρς πόκρουση τς προτεσταντικς θεολογίας. Μ ρισμένες λλαγς θεολογία το Θωμισμο, το Νεοθωμισμο πως ποκαλεται σήμερα, χει παραμείνει ς τ κλασσικ σύστημα γι τν παπισμ 67.

βαρλααμικ πολεμική των λατίνων κατ το συχασμο κα τς νοερς προσευχς πέρασε κα στν εσέβεια τν πλν λατίνων λαϊκν, πως μαρτυρεται π σχετικ περιστατικ στ θαυμασία διήγηση «Ο περιπέτειες νς προσκυνητο» 68.

δού, να κόμη πρόχειρο παράδειγμα, γι τ πς μι αρετικ ντίθεση πρς τ εαγγελικ κήρυγμα, λλοιώνει τ θεολογία, τν μοναχισμ κα τ λαϊκ εσέβεια.

Γι τος λόγους τούτους τονίζεται στν πατερικ Γραμματεία σ πολλ σημεα, τι πρέπει Χριστιανς ν συνδυάζει τν ρθ Πίστη (ρθοδοξία) μ τν νάρετη ζωή. Λέγει γιος Θεόδωρος Στουδίτης: « πάλι γνοε τιμιότητά σου, τι πειδ Χριστιανισμς συνίσταται σ δύο πράγματα, ννο τν Πίστη κα τ ργα, ἐὰν να π τ δύο λείπη, τ λλο π ατ τ δύο, δν φελε ατν πο τ χει; ς χει ζλο, λοιπόν, τιμιότης σου γι τ θεία, κα πρτα μέν, φ’ σον εναι τέκνον το κοινο Πατρς [Θεο], ς συνανυψώνεται πρς τ δέοντα· δεύτερον δέ, πειδ μαθήτευσε πλησίον του μακαριστο Σάβα, ς σπάζεται τν κρίβεια χι μόνο στν Πίστη, λλ κα στος Κανόνες· κα τρίτον, ς χει τ διο φρόνημα μ μς, φο εναι δελφός μας» 69.

6. Ο αρέσεις ποτ δν θ κλείψουν ως τς Β΄ Παρουσίας

Εναι σαφς στ κείμενα τς Καινς Διαθήκης, τι στορικ εθεία πο θ μς δηγήσει στ τέλος τς στορίας, θ διέρχεται συνεχ σχεδν πνευματικ πιδείνωση μ κατάληξη τν λικ σχεδν πνευματικ ποτελμάτωση κατ τν καιρ το ντιχρίστου, στε ν διερωτται (κατ τ φαινόμενον) Κύριος, ἐὰν ταν λθει θ ερει κόμη τν πίστη π τς γς 70. Σ λλη παραβολή, ατ τν ζιζανίων το γρο, τ ποα σύμφωνα λες τς πατερικς ρμηνεες ρμηνεύονται ς ο αρέσεις πο αξάνονται μαζ μ τος πιστούς, γίνεται σαφς λόγος, γι τ τι Κύριος πιτρέπει οκονομικς τν παρξη κα δράση τος μέχρι τν «καιρ το θερισμο»71· παρ τατα, δν θ σχοληθομε δ μ ατς τς γιογραφικς πισημάνσεις, λλ μόνο μ μερικς ναφορς τν γίων Πατέρων μ φορμ ατές.

γιος ωάννης Χρυσόστομος, ρμηνεύοντας τς περ ποστασίας κα καταστροφν προρρήσεις το ποστόλου Παύλου σχετικς μ τ τέλος τν χρόνων, «ν σχάταις μέραις νστήσονται καιρο χαλεπο»72, «ν στέροις  καιρος  ποστήσονται  τινς  τς  Πίστεως» 73   καί  το Κυρίου περ τν κακν τν σχάτων χρόνων 74, λέγει «τσι κα Παλος, σν ποιμν ριστος, καθήμενος πάνω στ ψηλ μέρος το ξιώματος τς προφητείας, κα βλέποντας π πάνω μ προφητικος φθαλμος ν πιτίθενται τ θηρία κα κατ τ διάρκεια το καιρο τς συντελείας μ ρμ κα κατεύθυνση ναντίον τς ποίμνης, προλέγει κα διακηρύσσει κ τν προτέρων [...] Κα τόσο σχυρ κα ρρηκτο κατασκεύασε τν περίβολο ατ κα μ κάθε σφάλεια τν περιέφερε γύρω π λη τν οκουμένη, στε κα τος τότε κα τος μετ π κείνους κα τος τωρινος κα πάλι τος μεταγενεστέρους μέχρι τν παρουσία το Χριστο ν τος παλλάξη π κάθε πολιορκία τν χθρν [...] πειδ πρόκειται γνώμη τν νθρώπων ν διαφθείρεται· διότι λα ατ εναι τιμωρίες τν μαρτιν κα φάρμακα τν νθρωπίνων νοσημάτων. Διότι τότε τ νθρώπινα νοσήματα θ πιταθον. Κα γιατί τότε θ πιταθον; Λέγει. Μο φαίνεται, τι πειδ καθυστερε τ δικαστήριον, κα φίενται στ μέλλον ο εθύνες κα δν λθε κόμη κριτής, γίνονται ραθυμότεροι ατο πο πρόκειται ν δώσουν λόγο» 75.

γιος Κύριλλος λεξανδρείας ρμηνεύοντας τυπολογικς τ διήγηση τς Γενέσεως σχετικς μ τν Νε κα τν κιβωτό του, ς προτύπωση τς κκλησίας, φο ναφέρει κα τ ποστολικ «ν στέροις καιρος ποστήσονται τινς τς Πίστεως»76, ναφέρει τν τρίτη περιστερ το Νε, ς τύπον τν πιστν πο θ παραπλανηθον π τος πλάνους νθρώπους τν σχάτων καιρν· «Φιλόθεοι εναι λοιπν ο κεκαθαρμένοι δι τς Πίστεως κα πειδ χουν τν πραότητα τς εαγγελικς πολιτείας εναι κλεκτο γι τν Θεό. μως, τι κα π ατος κάποιοι στος σχάτους καιρος θ ποστατήσουν, πως επα πρν λίγο, τ φανερώνει τύπος. Διότι στέλνεται τρίτη κα τελευταία περιστερ κα δν σκέπτεται τν πιστροφή, διότι ναπέμεινε [μακράν της Κιβωτο]»77.

Σ διήγηση το Γεροντικο πο φορ στν γιο ββ Μωϋσ τν Αθίοπα μαρτυρεται σαφς πλήθυνση τν αρέσεων κατ τος σχάτους χρόνους· «Μετ τατα εδεν δολος το Θεο Μωϋσς τι νέφος κα λαίλαψ, μίχλη σκοτειν πειρασμν φοβερωτάτων πεσεν ες τος Μοναχος π τ μέρος τς ρκτου [δηλ. το βορρ], κα τι διώκοντο ο Μοναχο κα τ Μοναχικν σχμα π λεθρον αρέσεων» 78.

Σύνοψη   Στ παρν κείμενο, εδαμε, μ τ βοήθεια το Θεο, τί εναι αρεση κα τ δαιμονικ προέλευσή της· πίσης, τι συνίσταται κα στν παραμικρ λλοίωση το γράμματος τς ρθοδόξου Πίστεως (τς «παξ παραδοθείσης»). κόμη, τι ποτελε τ μεγαλύτερη μαρτία- ς τ κατ’ξοχν σχίσμα, κα τι ποχωρίζει τος παδος τς ρχικ π τ φρόνημα τς κκλησίας, στερα δ κα π τ Σμα τς κκλησίας, πότε τ μυστήρια τν αρετικν κοινοτήτων καθίστανται κυρα κα μ σωτηριώδη δι τοτο κα ο αρετικο δν σώζονται.

Τ Βάπτισμα τν αρετικν, λόγω ξαιρέτων δυσκολιν πο μποδίζουν τ Βάπτισμα, γίνεται κάποτε ποδεκτ κατ’ οκονομίαν (κατ συγκατάβαση) - πότε κα δν βαπτίζονται, λλ φίστανται γιον Χρίσμα - μόνον π τς προϋποθέσεις, τι () ο αρετικο πιστρέφουν πρς νταξη στν ρθοδοξία κα (β) τι χουν ποστ - στ αρετικ βάπτισμα - τριπλ κατάδυση στ δωρ, στ νομα τς γίας Τριάδος. κατ’ κρίβειαν τρόπος πιστροφς τν αρετικν στν ρθόδοξη κκλησία, εναι βαπτισμς τους (κακς λεγόμενος «ναβαπτισμός»). Μόνον πεπλανημένη κκλησιολογία το ερο Αγουστίνου, τν Παπικν, τν Προτεσταντν κα τν συγχρόνων αρετιζόντων οκουμενιστν ποδέχεται τ κύρος τν αρετικν μυστηρίων «καθ’ αυτ» (ν διαρκε παραμον τν αρετικν στν αρεση). αρεση λλοιώνοντας τν περ γίας Τριάδος, Χριστο  θείας Χάριτος κα γενικς σωτηριολογίας διδασκαλία της  κλησίας, συνεπάγεται ριζικς λλαγς κα στ ζω τν παδν της, διαμορφώνοντας λλοιωμένη κα στρεβλ σωτηριολογία κα πνευματικότητα, λόγος δι τν ποον ο παδοί της δν μπορον ν σωθον. Ο αρέσεις θ πολεμον πάντοτε τν κκλησία, μ μεγαλύτερη νταση κατ τ τέλος τν χρόνων.

        Πάντοτε πρέπει ν νθυμούμαστε τν προαναφερθέντα ρισμ το γίου ωάννου το Δαμασκηνο «ποιος δν πιστεύει, πως πιστεύει Παράδοσις τς Καθολικς [ρθοδόξου] κκλησίας  κοινωνε μ τν διάβολο δι μέσου των παρανόμων ργων, εναι πιστος»79.

      ς προσέξουμε, τι δν χαρακτηρίζει τν πόκλιση π τν πίστη κα τ παράνομα ργα πλς ς «αρεση», λλ’ ς πιστία, πράγμα πο σημαίνει γι τν αρεση κα νάλογες μ τν πιστία πιπτώσεις στ σωτηρία.

μως, περ τς σωτερικς πάλης τν αρετικν κα τς σωτηρίας τους, θ κθέσουμε τ δέοντα, σν Θε, σ λλο κεφάλαιο στ μέλλον.

 

 

* ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Σημείωση: ς μς συγχωρήσουν μερικο γαπητο ναγνστες γι τ χρήση μεταγλωττίσεως τν κειμένων χι μόνον στ κείμενα τν γίων Πατέρων στν ρχαία γλώσσα, λλ κυρίως στ νεώτερα συγγράμματα τς καθαρευούσης. μεταγλώττιση γινε φ’ νς χάριν () τν νεωτέρων, πλεστοι των ποίων γνοον πάρα πολλς λεπτς διακρίσεις στ σύνταξη τς καθαρευούσης, λλ κα χάριν (β) τς μεταφράσεως τν κειμένων σ ξένες γλσσες, ποία, βασισμένη στν καθαρεύουσα μπορε ν λλάξη λόγω λεπτο λάθους, τ νόημα το κειμένου παντελς. Παραδείγματος χάριν, δν εναι πλέον πακριβς γνωστ διαφορ τς συντάξεως τς δίας προθέσεως μ διαφορετικς πτώσεις («κατ το χθρο», «κατ Θεσσαλίαν»), πως κα φράσεις λέξεις ς « ατς» (= διος), «π τινς» (=π κάποιον, ποιητ. ατιο κ.λπ.) «λοι» (=λόκληροι), «κανς» (=παρκς) κ.α.                         

1.    ΙΩ. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ, «Αρεσις» ν Θρησκευτικήκ’θ.γκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1087 (μεταγλ.)

2.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, πιστολ 188 (Κανονικ ΄) μφιλοχίω περ Κανόνων, 1, (΄ Κανν) PG 32,  665Α. Τ διο κείμενο ν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, κδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2003, σέλ. 587ε. (μεταγλώττιση).

3.    ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αρεσις (Κανονικν κα κκλησιαστικν Δίκαιον)» ν Θρησκευτικ κα θικ γκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1089 (μεταγλώττιση).

4.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περ το γίου Πνεύματος 25, 59 PG 32, 177A (μεταγλώττιση).

5.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ρμηνεία ες τν ρλ΄ Ψαλμόν, PG 27, 536Α (μεταγλώττιση).  

6.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, Περ γνείας 44, κδ. Ι. Μ. το --  Παρακλήτου, ρωπς ττικς 19946, σέλ. 203.    

7.    ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Πρς ωάννην Γαβρν 30, πιμελεία. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, κδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19942, τόμ. Β΄, σέλ. 359. 

8.    Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, ρθοδοξία κα αρεση, Φιλοσοφικ κα Θεολογικ Βιβλιοθήκη 23, κδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 19922, σέλ. 34.99.102.103. παραπομπ στ ργα το μακαριστο κα βαθύνου Καθηγητο Ν. Ματσούκα, δν συνάγει ποδοχ συνόλης της διδασκαλίας του, ποία «χωλαίνει» σ πολλ σημεα. Βεβαίως, τοτο ννοεται σ μικρότερο, μως, βαθμ- κα σχετικ μ τ ργα κα τν λοιπν καδημαϊκν θεολόγων (πειδ δν εναι γκριτοι γιοι Πατέρες).

9.    Διόσκορος κα Σεβρος, ο ντιχαλκηδόνιοι αρεσιάρχαι. Κριτικ δύο διδακτορικν διατριβν, κδ. Ι.Μ. σίου Γρηγορίου, γιον ρος 2003, σέλ. 219ε.   

10.    Ατόθι, σέλ. 215. 

11.    De Praescriptionibus Haereticorum c. 37: «Si enim haeretici sunt, Christiani esse non possunt». 

12.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, κδοσις κριβής της ρθοδόξου Πίστεως, 4, 10, PG 94, 1128A.

13.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ες τ κατ Ματθαον 23, 3 PG 57, 311.

14.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄,  Περ διακρίσεως Β΄, 36, νθ’ νωτ., σέλ. 316.

15.    Λαυσαϊκόν, κδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσαλονίκη, σέλ. 96.

16.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ, Μυριόβιβλον  Βιβλιοθήκη 229, PG 103, 1005A-D. (μεταγλώττιση).

17.    ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΛΟΣΚΙ, θέα το Θεο, μετάφρασις ρχιμ. Μελετίου Καλαμαρά, κδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σέλ. 27-29.

18.    ΣΟΦΟΚΛΗ ΛΩΛΗ, «μοιούσιος», Θρησκευτικ κα θικ γκυκλοπαιδεία 9 (1966) 913ε. 

19.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατ ρειανν λόγος ΄, 56 PG 26, 129A.B. (μεταγλώττιση).

20.    ΔΕΣΠΩ ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, ρμηνεία τν Δογματικν κα Συμβολικν Κειμένων τς ρθοδόξου κκλησίας, τόμ. Ά΄, κδ. φν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σέλ. 48ε. · «... ο ρειανο δν ρνονταν τν γέννηση το Υο π τν Πατέρα λλ ταύτιζαν γέννηση κα δημιουργία, καθς ταύτιζαν τος ρους «γέννημα» κα «ποίημα». Φαίνεται πίσης τι δν διέκριναν τος ρους «γένητος» κα «γέννητος» κα μ τν δια λογική τους ρους «γενητς» κα «γεννητός». ταυτισμς τν ρων «γέννητος» κα «γένητος» π τος ρειανος κα στ συνέχεια π τος ενομιανος τος δήγησε στν νδιάμεση πόθεση τι, ἐὰν Θες εναι «γέννητος» δν εναι δυνατν Υἱὸς ν γεννται «κ τς οσίας», γιατί ατ θ συνεπήγετο μερισμ τς οσίας το Θεο, σ γέννητη δηλ. κα γεννητή. Κατ συνέπεια τ «γέννημα» θεωρετο π τος ρειανος κτίσμα».  

21.    Βλ. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Κατ τν μ βουλομένων μολογεν Θεοτόκον τν γίαν Παρθένον  9,  PG 76, 265· «ε δ μετ τν νωσιν κέχρισται, τν δ νωσιν ο βούλονται λέγειν πρν κ τς Παρθένου τεχθναι, οδ Χριστοτόκος οκέτι πρς ατν Παρθένος μολογηθήσεται· ε γρ Χριστοτόκος, πάντως τι κα Θεοτόκος· ε δ ο Θεοτόκος, οδ Χριστοτόκος».Βλ. κα τ μεθεπόμενη ποσημείωση.

22.    Λ.χ. στν ρθρο τς Μεγάλης Παρασκευς (γίων Παθν), ντίφωνον Θ΄, Θεοτοκίον. χος γ΄.

23.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατ Νεστοριανν 43, PG 95, 224B.C.: «Χριστοτόκον δ ατν σμεν· Χριστν γρ γέννησεν. λλ’ πειδ π’ ναιρέσει τς Θεοτόκου φωνς, θεήλατος Νεστόριος ταύτη κατεχρήσατο, ο Χριστοτόκον, λλ’ κ το κρείττονος ατν Θεοτόκον κατονομάζομεν. Χριστοτόκοι γρ κα λλαι τν προφητν κα βασιλέων μητέρες, μόνη δ Θεοτόκος, γία Θεοτόκος Μαριάμ».

24.    ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, πιστολ (39) πρς ωάννην ντιοχείας, PG 77,177C. (μεταγλ.)

25.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περ το γίου Πνεύματος  1, 2 PG 32, 69C. (μεταγλώττιση)

26.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ες τν Β’ Πρς Τιμόθεον 5, 2, PG 62, 626. (μεταγλώττιση)                                        

27.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, πιστολ (48) θανασίω τέκνω,  PG 99, 1080 C.D. κα PG 99, 1077C.D. (μεταγλώττιση)

28.    Πράξις Α’. Mansi 12, 1031-1034· «Τ γρ π δόγμασιν ετε μικρος ετε μεγάλοις μαρτάνειν, ταυτν στιν· ξ μφοτέρων γρ νόμος το Θεο θετεται».

29.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ, πιστολ Β΄, Φωτίου πρς Πάπαν Νικόλαον,  PG 102, 604 C.D. (μεταγλώτ.)

30.    ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Λόγος ποδεικτικς ΄ περ τς κπορεύσεως το γίου Πνε-ματος, πρόλογος, πιμελεία. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, κδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19882, τόμ. Ά΄, σέλ. 24. (μεταγλώττιση).

31.    Γ. ΡΑΛΛΗ - Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τν Θείων κα ερν Κανόνων,  θήνησιν 1852, τόμ. Ά΄, σέλ. 261. Βλ. κα ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, νθ’ νωτ., σέλ. 588, ποσημ. (3)· «αρετικός στι κα τος κατ τν αρετικν πόκειται νόμοις, μικρν γον κκλίνων τς ρθοδόξου Πίστεως».

32.    Βλ. τν ν Cod. Just. I, 5,2, Βασιλ. ΄ 1, 22 νόμον τν Ατοκρατόρων Γρατιανο, Οαλεντινιανο Α΄ κα Θεοδοσίου, το τους 370 μ.Χ.· «αρετικς πς ς κα μικρ ποδείγματι παρ τ τς Καθολικς κκλησίας δόγμα τς εθείας φάνη τραπες». Παρ ΘΗΕ 1 (1962), 1090. 

33.    Βλ. ατ τν παράδεκτη διάκριση ς ποδεκτ στ ρθρο τς Θρησκευτικς κα θικς γκυκλοπαιδείας, ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αρεσις (Κανονικν κα κκλησιαστικν Δίκαιονν ΘΗΕ 1 (1962) 1090 · «ν τούτοις, παρ τς ρθοδόξου κκλησίας παλαιόθεν τηρουμένη πράξις δέχεται τ ντίθετον. Δ δν χαρακτηρίζει τος παδος τς Ρωμαιοκαθολικς κκλησίας ς αρετικούς, λλς σχισματικούς, καίτοι φίστανται παρατ κα δογματικα τινς διαφορα πρς τν ρθόδοξον κκλησίαν, πως τ filioque, τ καθαρτήριον κ.λπ.». 

34.    ΜΕΛΕΝΙΚΙΩΤΟΥ (;), «Ο Οκουμενιστα θέτουν ντως αυτος κτς κκλησίας», ρθόδοξος Τύπος 1799 [25-09-2009] σέλ. 5. 

35.    Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, κδ. « Σωτήρ», θναι 2003, σέλ. 349-354.    

36.    Πρβλ. Ατόθι, σέλ. 353ε. 

37.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, πιστολ (28) Βασιλείω Μονάζοντι,  PG 99, 1001D-1004A. (μεταγλώττιση)

38.    ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ξήγησις πομνηματικ ες τν Προφήτην Μαλαχίαν 1, 30 PG 72, 325C.D (μεταγλώττιση).

39.    ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, ξήγησις πομνηματικ ες τν ση  8, 92, PG 71, 209B (μεταγλώττιση).

40.    Mansi 12, 1022· «ωάννης θεοφιλέστατος τοποτηρητς το ποστολικο θρόνου τς νατολς επεν· αρεσις χωρίζει π τς κκλησίας πάντα νθρωπον. γία σύνοδος επε· τοτο εδηλόν στι».

41.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, Περ ταπεινοφροσύνης 31, νθ’ νωτ., σέλ. 273 · «μήχανον κ χιόνος προϊέναι φλόγα· μηχανώτερον δ ν τεροδόξοις ταπεινοφροσύνην πάρχειν · πιστν κα εσεβν το κατόρθωμα λοιπόν, κα τούτων κεκαθαρμένων».

42.    ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΚΑ΄, Ες τν μέγαν θανάσιον πίσκοπον λεξανδρείας 8, PG 35, 1089Β. (μεταγλώττιση)

43.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, πιστολ 188 (Κανονικ ΄) μφιλοχίω περ Κανόνων, 1, (΄ Κανν) PG 32,  664C-669A. Τ διο κείμενο ν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, νθ’ νωτ., σέλ. 587εε. (μεταγλώτ.)

44.    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, νθ’ νωτ., σέλ. 587.589 (μεταγλώττιση). 

45.    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ατόθι, σέλ. 368Ε. (μεταγλώττιση).

46.    κ τς γγλικς μεταφράσεως, λλείψει το λληνικο πρωτοτύπου παρ’ μίν, π τν πίλογο το βιβλίου. FR. GEORGE D. METALLINOS, I confess One Baptism, translated by Priestmonk Seraphim, St. Paul’s Monastery, Holy Mountain 1994, σλ 109ε. 114· «Remaining faithful to Sts. Cyprian and Basil the Great, they side in favor of applying acrivia [= precision or rigorism] in receiving the various heretics; in other words, their (re)baptism. Of course, they do not deny the possible use of economia  [=concession or dispensation]. But, in the spirit of the Second (and Penthekte) Ecumenical Council, this is done “when it does not vitally harm” the Church, according to Oikonomos; in other words, when the irrevocable stipulation set  by these Ecumenical Councils is fulfilled: namely, that the sacrament of baptism has been administered in accordance with the Apostolic form […] They, too, apply the same Canon [7th of the Second Ecumenical Council] to the same heretics, only to arrive at the opposite conclusion, namely the rejection of economia in the case of the Latins. For in no way can their “aspersion” be considered baptism. And thus, faltering as regards the manner of the sacrament, they are classified under the proscriptive stipulation:  “with only one immersion”. […] Of course, such an acceptance of Latin baptism by economia would in no way signify the validity of it “in itself”, but only by virtue of the conversion of the Roman Catholic to Orthodoxy. Needless to say, the Papists’ obdurate (as shown above) persistence in their innovations makes the exercise of any economia in the future questionable».      

47.    De catholicae ecclesiae unitate m. 4, 519 «Habere non potest Deum patrem qui Ecclesiam non habet matrem».

48.    ΒΛ. ΙΩ. ΦΕΙΔΑ, κκλησιαστικ στορία, τόμ. Ά΄, θναι 19942, σέλ.  567ε.569.570.  

49.    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, νθ’ νωτ., σέλ. 358. (μεταγλώττιση)

50.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, πιστολ (28) Βασιλείω Μονάζοντι,PG 99, 997C.D κα 1001C.D. (μεταγλώττιση)

51.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ες τ κατ ωάννην 66, 3, PG 59, 369. (μεταγλώττιση)

52.    ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ, Πατερικ Θεολογία, κδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σέλ. 127.30. 168.

53.    ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, στορία τν Δογμάτων, τόμ. Ά΄, κδ. Πάν. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 216ε. (μεταγλώττιση).

54.    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, γία Γραφή, κκλησία, Παράδοσις, ργα 1, μετάφρασις Δ. Τσάμη, κδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 20032, σέλ.46.

55.    ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, στορία Δογμάτων, τόμ. Β΄, κδ. Πάν. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 198 (μεταγλώττιση).

56.    Ατόθι.

57.    ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, νθ’ νωτ., σέλ. 363ε.  (μεταγλώττιση).

58.    H. BAYNES – H ST. L.B. MOSS, Βυζάντιο. Εσαγωγ στ βυζαντιν πολιτισμό, θήνα 1983, σέλ. 175.

59.    ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ο Εκόνες στν ρθόδοξη κκλησία, κδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σέλ. 27ε. 30ε.

60.    Πρβλ. ατόθι, σέλ. 69. 71.

61.    ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, γιος Γρηγόριος Παλαμς, βίος κα θεολογία το 1296-1359, κδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη 20013 , σέλ. μζ΄. (εσαγωγή). 

62.    ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι τς Θεσσαλονίκης, Πατερικ 4, κδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σέλ. 136. ντός των γκυλν [...], μεταγλώττιση δική μας. 

63.    Τν ρο χρησιμοποιε προκειμένου γενικς περ τς λληνικς φιλοσοφίας Καθηγητς Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, νθ’ νωτ., σέλ.133. Εναι, μως, κοιν διαπίστωση τν περισσοτέρων ρευνητν τς κκλησιαστκς στορίας κα τς στορίας τν Δογμάτων, τι ο κυριότερες αρέσεις (ρειανισμός, νεστοριανισμός, μονοφυσιτισμς-ετυχιανικς κα σεβηριανικός, ντ-συχασμς κ.α.) προλθαν π τν εσαγωγ ριστοτελικν κατηγοριν σκέψεως κα ρμηνείας στν πλ εαγγελικ κα πατερικ θεολογία.

64.    Πρβλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, νθ’ νωτ., σέλ. 185.

65.    ΚΩΝ. Ι. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μεσαιωνικς δυτικς πολιτισμς κα ο κόσμοι το Βυζαντίου κα το σλάμ, μτφρ. Πάν. Κ. Χρήστου, κδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 405.408.409. 411.

66.    Ατόθι, σέλ. 416. 417.

67.    Ατόθι, σέλ. 418.421.

68.    Ο περιπέτειες νς προσκυνητού, μετάφρασις Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, κδ. «στήρ», θναι 19868, σέλ. 75· « πιστάτης, πο ταν Πολωνός, νδιαφέρθηκε κα λθε ν μο ρίξη μι ματιά. Μ βρκε ν διαβάζω τ “Φιλοκαλία” κα ρχισε ν μ ρωτ τί ταν ατ πο διάβαζα. Α! επε “ατ εναι “Φιλοκαλία”, τ χω ξαναδ ατ τ βιβλίο ες τ σπίτι τν φημερίων μας ταν μουν ες τν Βίλνα. Πάντως μου επαν τι γράφει παράξενα πράγματα, σχήματα κα σοφίσματα, σχετικ μ τν προσευχή, γραμμένα π λληνας μοναχούς. Εναι σν ατ πο γράφουν ο φανατικο ες τς νδίας κα ες τν Μποχάρα, πο κάθονται κάτω κα κάνουν κπνο κατ να διότυπο τρόπο, προσπαθώντας ν δημιουργήσουν κάτι σν γαργάλισμα ες τν καρδιά τους κα μ λιθιότητα πιστεύουν τι ατ τ σωματικ ασθημα εναι προσευχή, τ θεωρον δ δρο το Θεού”».                

69.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, πιστολ (28) Βασιλείω μονάζοντι, PG 99, 1000D-1001A. 

70.    Λουκ. 18,8

71.    Ματθ. 13, 24-30. 36-43.

72.    Β΄Τιμ. 3, 1

73.    ΄Τιμ. 4, 1

74.    Ματθ. 24, 6 κα ξς. Μάρκ. 13, 5 κα ξς.

75.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ες τ ποστολικν ρητόν το λέγον· «Τοτο δ γινώσκετε, τι ν σχάταις μέραις σονται καιρο χαλεπο» 3. 6, PG 56, 274.278. (μεταγλώττιση).

76.     ΄Τιμ. 4, 1

77.    ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Γλαφυρ ες τν Γένεσιν 2, 8 PG 69, 72B.C. (μεταγλώττιση). 

78.    κ το νθολογίου Περ συντελείας, ντιχρίστου κα Β΄ Παρουσίας το Χριστο, πιμελεία Στυλ.Ν. Κεμεντζετζίδη, κδ. «ρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1991, σέλ. 132. 

79.     ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, κδοσις κριβής της ρθοδόξου Πίστεως, 4, 10, PG 94, 1128A.

πηγή:  impantokratoros.gr

Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666-7) καί ἀναίρεση συκοφαντιῶν τοῦ π. Εὐφροσύνου Σαββαϊτου. (Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθου)

      Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666-7) καί ἀναίρεση συκοφαντιῶν τοῦ π. Εὐφροσύνου Σαββαϊτου. Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθο...