Μαθητεία στο ἐκκλησιαστικό παρελθόν
Μια μελέτη τῆς “Ἱερᾶς Μονῆς” Παντοκράτωρος
Η Α Ι Ρ Ε Σ Η
Σχόλιο ἰστολογίου μας maxomaiyperpistews.blogspot.com:
«Πολὺ καλὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο, ποὺ ἀποδεικνύει καὶ αὐτὸ (ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ἐκτιθέμενα στὸ ἰστολόγιό μας), ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν εἶναι ἐκκλησία καὶ αὐτοὶ (ὅπως καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι), γιατί μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δὲν μποροῦν νὰ τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια, γιατί αὐτὰ τελοῦνται μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικήν. Πῶς ὅμως οἱ τῆς Μονῆς Παντοκράτωρος, ἐνῶ ἐκφράζουν σε αὐτό το κείμενο, μὲ πολὺ σαφήνεια τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, παραμένουν μέσα στὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καὶ δὲν διακόπτουν τὴν Κοινωνία μὲ τοὺς παναιρετικοὺς ἐπισκόπους, εἶναι ἀδιανόητο καὶ μόνο νὰ τὸ σκεφθῆ, ὀρθόδοξη διάνοια. Ἐδῶ θὰ ταίριαζε τὸ λαϊκὸ ρητὸ «δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ λόγον δὲν ἐκράτεις». Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἐλεήσει, νὰ τοὺς φωτίσει καὶ νὰ τοὺς δώσει μετάνοια, ὅπως καὶ σὲ ὅλους τους πρώην ὀρθοδόξους κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (τὴν πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου) ἀπ’ ὅπου καὶ ἐξέπεσαν.. Ἀμὴν γένοιτο».
maxomaiyperpistews.blogspot.com
ΑΣΙΖΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ (ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΘΕ 4 ΧΡΟΝΙΑ). ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ ΤΩΝ ΣΑΤΑΝΙΚΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΤΟΥ Π.Σ.Ε. ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.
Η Α Ι Ρ Ε Σ Η
Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας πάντοτε ἐτίμησε τὸν ἀγώνα ἁγίων μορφῶν, Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς ποικίλης αἱρέσεως. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς καταλαμβάνει τὸ πλεῖστον μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ οὐσιαστικῶς ὑπῆρξε ὁ κυριώτερος, ἢ μᾶλλον ὁ μόνος, παράγων διαμορφώσεως καὶ ἐξελίξεως τῆς λεκτικῆς διατυπώσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Ὅμως, τί σημαίνει «αἵρεση»; Γιατί ἡ Ἐκκλησία πολεμεῖ τὶς αἱρέσεις (καὶ ὄχι βεβαίως τοὺς αἱρετικούς); Ἕως ποίου σημείου εἶναι ἀνεκτὴ ἡ αἵρεση; Σώζονται ὅσοι ἀκολουθοῦν τὶς αἱρέσεις;
Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μερικὲς ἀφορμὲς ὠφελίμου προβληματισμοῦ πάνω στὰ θέματα αὐτά.
Εἰσαγωγὴ
1.Τί εἶναι αἵρεση
2. Δαιμονικὴ προέλευση τῆς αἱρέσεως
3. Οἱ αἱρετικοὶ κατηγοροῦν ἀκόμη καὶ τοὺς Ἁγίους
4. Αἵρεση ἴσως νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀλλαγὴ ἑνὸς «ἰῶτα» τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων
(- ἱστορικὰ παραδείγματα, - διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων)
5. Σωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις τῆς αἱρέσεως
Α. Τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, κὰθ΄ ὅτι ἄκυρα εἶναι ἀχαρίτωτα
- Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν «ἀποστολικὴ διαδοχή».
- Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι «καθ’ ἑαυτὸ» ἄκυρο καὶ χωρὶς καμμία «διαδοχὴ»
-Ἡ αἵρεση (καὶ ὄχι ὁ ἀντὶαἱρετικὸς ἀγώνας) δημιουργεῖ σχίσμα καὶ ἐξάγει ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα Χριστοῦ.
Β. Οἱ αἱρέσεις ἀλλοιώνουν τὸ ὀρθὸν σέβας στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν (Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Εἰκονομαχία, λατινικὸς ἀντιησυχασμὸς)
6. Οἱ αἱρέσεις ποτὲ δὲν θὰ ἐκλείψουν ἕως τῆς Β΄ Παρουσίας
- Σύνοψη - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Εἰσαγωγή: Στη σημερινὴ ἐποχή, ἡ λέξη «αἵρεση» ἔχει ἐξοβελισθεῖ ἀπὸ τὸ λεξιλόγιο τῶν ἀθρώπων, ἀκόμη καὶ τῶν περισσοτέρων πιστῶν, καὶ ἔχει περιορισθεῖ, χρωματισμένη μάλιστα καὶ μὲ κάποια εἰρωνεία, στὸ χαρακτηρισμὸ φιλοσοφικῶν καὶ ἰδεολογικῶν ρευμάτων ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ κάποια γνωστὴ «κύρια» (‘mainstream”) κατεύθυνση.
Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς προπαγάνδας τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου, ἡ ὁποία διδάσκει νὰ ἀγαπᾶμε ὄχι τόσο τὸν ἴδιο τὸν πλησίον μας, ὅσο τὶς ὁποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις καὶ ἰδέες του, ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς «αἱρέσεως» ἀκούεται στὰ ὦτα πολλῶν, ὡς δῆθεν φορτισμένος ὑπέρμετρα μὲ ἄδικους ἀρνητικοὺς συνειρμοὺς καὶ παραπέμπει δῆθεν στὸ σκοτεινὸ μεσαίωνα καὶ τὴν «ἱερὰ ἐξέταση».
Ὅμως τὰ πράγματα δὲν ἔχουν ἔτσι καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπου ἡ «αἵρεση» εἶναι κίνδυνος ποὺ ἅπτεται καίρια της ἰδίας της αἰωνίου σωτηρίας μας καὶ ὄχι κάποια ἁπλῶς φιλοσοφικὴ ἀπόκλιση ἀπὸ μιὰ «γραμμὴ» μιᾶς ἐξουσίας.
Τὸ θέμα τῆς αἱρέσεως εἶναι ἀπέραντο, τόσο στὴν Πατερικὴ Γραμματεία, ὅσο καὶ στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία. Θὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ μερικὰ σημεῖα, ἐπιφυλασσόμενοι γιὰ περισσότερες διευκρινίσεις στὸ μέλλον.
1. Τί εἶναι αἵρεση Σύμφωνα μὲ ἕνα σύγχρονο ὁρισμό, ὡς αἵρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία ἡ ὁποία παρεκκλίνει ἀπὸ τὴ γνήσια χριστιανικὴ πίστη, ταυτόχρονα δὲ καὶ κάθε ἰδιαίτερη χριστιανικὴ κοινότητα ἡ ὁποία διαφωνεῖ πρὸς τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ αὐτὴν» 1.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ἐν προκειμένω «Οἱ παλαιοὶ ὀνόμασαν αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀποσπασμένους καὶ κατὰ τὴν ἴδια τὴν Πίστη ἀποξενωμένους· σχίσματα δὲ αὐτοὺς ποὺ διαφοροποιήθηκαν γιὰ κάποιες ἐκκλησιαστικὲς αἰτίες καὶ μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς διάκριση: «Γιὰ νὰ στοιχειοθετηθεῖ [κατὰ τοὺς ἰ. Κανόνες] τὸ ἀδίκημα τῆς αἱρέσεως, ἀπαιτεῖται ἡ ἄρνηση ἢ διαστροφὴ τῶν κανόνων, ἤτοι 1)νὰ ἐκδηλωθεῖ ἐξωτερικῶς, εἴτε ἐγγράφως (διὰ συγγράμματος κ.λπ.), εἴτε προφορικῶς (διὰ κηρύγματος κ.λπ.), εἴτε ἐμπράκτως (διὰ παραλείψεως ἢ προσθήκης φράσεων ἢ συμβολικῶν κινήσεων στὸ τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) νὰ γίνει ἀπὸ σκοποῦ καὶ ἐκ προθέσεως, διότι ἐκ παραδρομής ἢ ἐκ συγγνωστῆς πλάνης δὲν διαπράττεται αἵρεση καὶ 3) νὰ ἐπιμείνει στὴν πλάνη τοῦ ὁ δράστης, διότι δὲν θεωρεῖται αἱρετικὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρεσβεύει μὲν πεπλανημένως, ἀλλὰ ὅταν νουθετεῖται ἀνακαλεῖ καὶ ἀπαρνεῖται τὶς κακοδοξίες του. Κὰθ΄ ὅσον τὸ πλανάσθαι εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὸ ἐμμένειν στὴν πλάνη καὶ τὸ μὴ ἀπορρίπτειν αὐτὴν μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη ποὺ γίνεται, εἶναι ἐφάμαρτο καὶ δαιμονικό, ἐπειδὴ ἐμφαίνει ὑπεροψία καὶ ὕβρη κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» 3.
Πάντως,ἡ αἵρεση δὲν κρίνεται βάσει κάποιας ἁπλῆς ἀποκλίσεως στὴ φρασεολογία καὶ τὴν ὁρολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρερμηνεία τῶν ἀληθειῶν, τὴν ὁποίαν παρερμηνεία ἐξυπηρετεῖ ἡ συγκεκριμένη ἀπόκλιση στὴν ὁρολογία· λέγει λόγου χάριν ὁ Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας τὴν τοῦ αἱρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση τῶν ὑποστάσεων τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, μέσω τῆς ἀπάλειψης τοῦ συνδέσμου «καὶ» ἀπὸ μερικὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς «... τώρα ὅμως λόγος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γίνεται περὶ συλλαβῶν, οὔτε γιὰ τὸ πὼς ἠχεῖ, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, ἡ ἔκφραση, ἀλλὰ γιὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν μέγιστη διαφορὰ σὲ δύναμη καὶ ἀλήθεια. Λόγω τῶν ὁποίων, ἐνῶ ἡ χρήση τῶν συλλαβῶν εἶναι ἀδιάφορη, αὐτοὶ [οἱ αἱρετικοὶ] προσπαθοῦν ἄλλες μὲν νὰ εἰσαγάγουν καὶ ἄλλες νὰ ἀποδιώξουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἄκουσμα εἶναι φανερὴ ἡ χρησιμότητα, ὡστόσο θὰ παράσχω καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες μας, δὲν συμπαρέλαβαν χωρὶς λόγο τὴν χρήση τῆς προθέσεως αὐτῆς» 4.
Ἡ αἵρεση εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες. Καθὼς λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος περὶ ἐκείνων ποὺ ἀρχίζουν μίαν αἵρεση· «Ἐχθροί του Θεοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετὰ ἀπὸ ἐκείνους ὅσοι πρεσβεύουν τὴν εἰδωλολατρία καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων»5.
Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ αἴνιγμα ποὺ κλήθηκε νὰ ἐπιλύσει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου ἔθεσε ἕνα δυσχερὲστατο πρόβλημα.”Ποια ἁμαρτία, μοῦ εἶπε, εἶναι βαρύτερη ἀπ’ ὅλες, ἑξαιρέσει τοῦ φόνου καὶ τῆς ἀρνήσεως;” Καὶ ὅταν ἐγὼ τοῦ ἀπάντησά “το νὰ πέση κανεὶς σὲ αἵρεσι”, ἐκεῖνος μὲ ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6
Πλὴν τούτων, μία καὶ μόνη αἵρεση μπορεῖ νὰ δημιουργήσει πολλαπλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀνατρέψουν ριζηδὸν τὴν περὶ Θεοῦ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν κατανόηση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θὰ ὁδηγήσουν μετὰ ταῦτα καὶ σὲ ἐσφαλμένη πράξη.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀντικρούοντας τὸν ἀντιησυχαστὴ αἱρεσιάρχη Γρηγόριο Ἀκίνδυνο φανέρωσε καὶ ἀνέπτυξε, ὅτι ὅσοι ἀρνοῦνται τὴ «θεοπρεπῆ διάκριση» οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸ Θεό, περιπίπτουν κατὰ συνέπεια καὶ σὲ ἄλλες πενήντα μέγιστες αἱρέσεις7.
Ἡ αἵρεση πάντως, εἶναι ἢ εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας διδασκαλίας καὶ πρακτικῆς, ἐνός ἢ περισσοτέρων νεωτερισμῶν· ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ Ν. Ματσούκα, «Πολὺ ἐνωρὶς ἡ Ἐκκλησία πῆρε τὴν ὀνομασία “καθολικὴ” ποὺ ἀργότερα ἔγινε συνώνυμη μὲ τὸν κατοπινὸ ὄρο ὀρθοδοξία. Παράλληλα ἡ αἵρεση δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ διάβρωση τῆς ἀλήθειας, ὡς ζωῆς καὶ διδασκαλίας, καὶ συνάμα ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κοινότητα. [...] Ὄχι μόνον οἱ αἱρετικοί της ἐποχῆς ἐκείνης, μὰ καὶ οἱ πολέμιοι ἀκόμη εἶχαν ἀντιληφθεῖ πόσο ἀπαραίτητο εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἀρχέγονης ταυτότητας.
Ἔτσι ὁ νεωτερισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση πρὸς τὴν ὀρθοδοξία.
Καθετὶ τὸ νέο εἶναι ξένο πρὸς τὴν ἀλήθεια ποὺ μόνο ὡς ἀρχέγονη νοεῖται. [...] Ἡ πρώτη [ἡ ὀρθοδοξία] διεκδικεῖ ἀταλάντευτα τὴν ἀρχαιότητα, ἐνῶ ἡ δεύτερη [ἡ αἵρεση] εἶναι νεωτεροποιΐα. Ἔτσι ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, παρ’ ὅλο ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀφομοίωνε κατὰ τὸν πιὸ ρωμαλέο τρόπο προσαρμογῆς ποὺ γνώρισε ποτὲ ἡ ἱστορία, τὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία τοῦ περιβάλλοντος, στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γενικὰ καὶ τῶν ἴδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, ἀρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη ἡ ἀναδρομὴ πρὸς τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος δὲν ἦταν διόλου ὀπισθοδρόμηση, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο γινόταν ἡ μοναδικὴ σωστὴ μέθοδος γιὰ νὰ ἐλέγχεται τὸ περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη εἶναι σαφὴς καὶ ἀνυποχώρητη. Ἐμμένει στὴν ἀρχαιότητα τῆς διδασκαλίας. Αὐτὴ καὶ μόνο εἶναι τὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας καὶ αὐθεντικότητας» 8.
Πρέπει νὰ ἐνθυμούμαστε καὶ δύο ἀκόμη σημαντικὲς παραμέτρους:
(α)Ἡ αἵρεση ἀρχίζει συνήθως μὲ μορφὴ χονδροειδῆ καὶ προϊόντος του χρόνου ἀπολεπτύνεται. Οἱ μεταγενέστερες μορφὲς κάθε αἱρέσεως εὑρίσκονται συνήθως πλησιέστερα πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εἶναι καὶ πλέον ἐπικίνδυνες, ἐφ’ ὅσον δὲν διακρίνονται εὔκολα ἂπ΄αὐτήν.
Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἐπὶ τούτου εἶναι (1) ὁ ἡμιαρειανισμὸς τῶν «ὁμοιουσιἀνῶν» (ὀπαδῶν τοῦ δόγματος τοῦ «ὁμοιουσίου»), ποὺ φαίνεται νὰ πλησιάζει τὸ «ὁμοούσιον» τῶν Ὀρθοδόξων, ἂλλ΄ ὅμως συνιστᾶ αἵρεση (βλ. παρακάτω) καὶ (2) ὁ μετριοπαθὴς μονοφυσιτισμὸς τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος λόγω πολὺ λεπτῆς διαφορᾶς στὶς χριστολογικὲς διατυπώσεις εἶναι περισσότερο δυσδιάκριτος ἀπὸ τὸν πρώιμο μονοφυσιτισμὸ τοῦἈρχιμανδρίτου Εὐτυχοῦς 9.
(β) Εἶναι σύνηθες στὴν πατερικὴ ἀντιαιρετικὴ γραμματεία νὰ ἀναζητοῦνται και νὰ στηλιτεύονται οἱ προεκτάσεις τῶν αἱρετικῶν δογματικῶν διατυπώσεων 10.
Σημειωτέον δέ, ὅτι κανονικῶς οἱ αἱρετικοί, ἀκόμη καὶ οἱ Παπικοὶ ἢ οἱ Προτεστάντες, δὲν καλοῦνται Χριστιανοί, κατὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας· χαρακτηριστικῶς λέγει μεταξὺ ἄλλων ἀρχαίων θεολόγων ὁ Τερτυλλιανός, «Ὅσοι εἶναι αἱρετικοί, Χριστιανοὶ δὲν δύνανται νὰ εἶναι» 11.
Ἡ αἵρεση, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ παρακάτω, ἀποξενώνοντας τοὺς ὀπαδούς της ἀπὸ τὴ Μυστικὴ Ἄμπελο, τὸν Χριστό, καὶ τὴν πρὸς Αὐτὸν Κοινωνία διὰ τῶν Μυστηρίων, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ξένο πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ἡ αἵρεση, ὅπως καὶ ἡ διάπραξη τῶν ἔργων τῆς ἁμαρτίας καθιστὰ ἢ ἀποδεικνύει τὸν ἄνθρωπο οὐσιαστικῶς ἄπιστο: «Ὅποιος δὲν πιστεύει, ὅπως πιστεύει ἢ Παράδοσις τῆς Καθολικῆς [Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας ἢ κοινωνεῖ μὲ τὸν διάβολο διὰ μέσου των παρανόμων ἔργων, εἶναι ἄπιστος». 12.
Περὶ τῆς αἱρέσεως ὡς διαβρώσεως τῆς ζωῆς καὶ διδασκαλίας καὶ ὡς ἐκπτώσεως (ἀποκοπῆς) ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, γράφουμε παρακάτω.
2. Δαιμονικὴ προέλευση τῆς αἱρέσεως Εἶναι βασικὴ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, περὶ τοῦ ὅτι ὁ φαῦλος βίος γεννᾶ φαῦλα δόγματα· ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας τὸ ἀποστολικὸ λόγιο: «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος· μωρία γὰρ αὐτῶ ἐστι» [Ἃ΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα λέγει, ὅτι αἰτία γιὰ τὴ μὴ ἀποδοχὴ τῶν τελειοτέρων δογμάτων εἶναι ἡ διαφθορὰ τοῦ βίου»13. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας διασώζεται καὶ στὴν παλαιὰ ἑλληνικὴ παροιμία «Ὁ πίπτων ἠθικῶς, πίπτει καὶ κατὰ τὰς ἰδέας».
Περὶ τῆς δημιουργίας τῶν αἱρέσεων ὡς ἀπ’ εὐθείας ἔργου τῶν δαιμόνων, μᾶς βεβαιώνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει · «Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀκάθαρτοι δαίμονες ποὺ μόλις ἀρχίση κάποιος τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἀποκαλύπτουν τὴν ἑρμηνεία της. Τοῦτο ἰδιαίτερα ἀγαποῦν νὰ τὸ κάνουν σὲ καρδιὲς κενοδόξων ἀνθρώπων καὶ μάλιστα μορφωμένων μὲ τὴν κατὰ κόσμον παιδεία. Καὶ ἀποσκοποῦν νὰ τοὺς ρίξουν σὲ αἱρέσεις καὶ βλάσφημες ἰδέες ἀπατώντας τους σιγὰ-σιγά. Θὰ ἀντιληφθοῦμε δὲ καλῶς τὴν δαιμονικὴ αὐτὴ θεολογία ἢ καλύτερα βαττολογία ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀκατάστατη καὶ ἄτακτη εὐχαρίστησι ποὺ δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς ἐξηγήσεως»14.
3. Οἱ αἱρετικοὶ κατηγοροῦν ἀκόμη καὶ τοὺς Ἁγίους
Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀρχαίων Ἁγίων Πατέρων, γνωρίζουμε ὅτι ἡ πτώση στὴν πλάνη πολλῶν πνευματικῶν ἀγωνιστῶν, διῆλθε διαδοχικῶς μέσα ἀπὸ τὴν περιφρόνηση πρὸς τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρες κατ’ ἀρχήν, ἔπειτα δὲ πολλάκις ἔφθασε καὶ στὴ περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Λαυσαϊκόν, ἀρχαία συλλογὴ διηγήσεων περὶ τῶν Μοναχῶν, μᾶς διηγεῖται περὶ τοῦ ἀσκητοῦ Ἤρωνος, ὁ ὁποῖος ἔπεσε σὲ ὑπερηφάνεια καὶ καταφρονοῦσε ὅλους τους Πατέρες, ἀκόμη καὶ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Πρεσβύτερο, καθὼς καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, κατέληξε δὲ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν χρειάζεται ἄλλο διδάσκαλο παρὰ μόνο τὸν Χριστό15.
Οἱ αἱρετικοὶ ἀντιχαλκηδόνιοι μονοφυσίται ὀπαδοὶ τοῦ Σεβήρου, βλέποντας καθαρῶς, ὅτι ἡ θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἔζησαν πρὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος δὲν εὐνοοῦσε τὴ δική τους πολεμικὴ ἐναντίον τῆς Χαλκηδόνειας θεολογίας, ἔρριψαν τὴν εὐθύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες, κατηγορώντας τους γιὰ ὑποχώρηση σὲ πιέσεις· ὁ Ἅγιος Ἐφραίμιος Πατριάρχης Ἀντιοχείας, σύμφωνα μὲ σχετικὴ μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἀπήντησε ὡς ἑξῆς στοὺς αἱρετικοὺς ἀντὶ-χαλκηδονίους· «Ὅποτε οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Σεβήρου ἐλέγχονται ἀπὸ τὰ λόγια τῶν θεοφόρων Πατέρων μᾶς οἱ ὁποῖοι διέλαμψαν πρὸ τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος καὶ ἐκήρυξαν δύο φύσεις [τοῦ Χριστοῦ] στὴν ἕνωση κατὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ἀμέσως στρέφονται σὲ κατηγορία ἐναντίον τοὺς [τῶν Πατέρων], βάζοντας εὐπρόσωπο -ὅπως νομίζουν- κάλυμμα στὴ διαβολή, ἀλλὰ διακωμωδώντας τους ἔτσι, χειρότερα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς ἐξύβριζαν ὡς ἀπρόσωπους. Λέγουν, δηλαδή, ὅτι ὁμίλησαν περὶ δύο φύσεων ὄχι μὲ τὴ γνώμη τους, οὔτε ἑκουσίως, οὔτε ὀμολογώντας τὴνΠίστη, ἂλλ΄ ἀντιτιθέμενοι στὴν ψευδώνυμη γνώση καὶ κατ’ οἰκονομίαν καὶ πρόσκαιρα καὶ κάτω ἀπὸ τὴ βία κάποιας πιέσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ τί ἄλλο εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς τοὺς διδασκάλους ὡς ὑποκριτὲς καὶ προδότες τῆς ἀληθείας, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τὸ ξένο καὶ αἱρετικὸ δόγμα ἀπὸ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ οἱ ὁποῖοι πιὸ πολὺ ἑλκύσθηκαν πρὸς τὸ βάραθρο ἐκείνων [τῶν αἱρετικῶν], παρὰ ἀνείλκυσαν κάποιους ἀπὸ ἐκεῖ; Πῶς εἶναι δυνατὸν τέτοιοι ἄνθρωποι νὰ ποῦν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο “Ὁ λόγος μας πρὸς ἐσὰς δὲν ἔγινε ναὶ καὶ ὄχι, ἀλλὰ ἔγινε ναὶ ἐν Χριστὼ” [Πρβλ. Β΄ Κορ. 1, 18.19], ἐφ’ ὅσον ἀλλάζουν μυριάδες κατευθύνσεις στὴ ζωὴ καὶ μιμοῦνται τὶς μεταβολὲς τοῦ Εὐρίπου; Ἀλλὰ τί λέγει πάλι ἡ αἵρεση; Ἃς συγχωρήσουμε τοὺς Πατέρες, διότι ὁ ἐκβιασμὸς ἐπεκράτησε ἐπὶ τῆς γνώμης τους· σὰν νὰ ἔχη λάβει [ἡ αἵρεση] ἐξουσία νὰ περιγελᾶ καὶ νὰ κατακρίνη ὅταν θέλη καὶ πάλι νὰ συγχωρῆ τὸ ἁμάρτημα· καὶ μόνον ποὺ δὲν λέγει “Τὰ χείλη μᾶς εἶναι στὴ διάθεσή μας· καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Κύριός μας;” [Ψάλμ.11,5]. Παρὰ ταῦτα, ἂν οἱ Πατέρες ἐπειδὴ ἐμάχοντο ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀκόμη κι ἂν ἐξέπιπταν ἀπὸ τὴν εὐσέβεια, εἶναι γιὰ τὸ λόγο τοῦτο ἄξιοι συγγνώμης, πῶς δὲν ἀπήλαυσαν τῆς ἴδιας συμπάθειας ἐκ μέρους σᾶς οἱ Πατέρες τῆς Χαλκηδόνος, ἀκόμη κι ἂν φάνηκε ὅτι παραχάραξαν κάτι; Διότι καὶ αὐτοὶ ἐδογμάτισαν, καθὼς ἐμάχοντο ἐναντίον δύο αἱρέσεων, τοῦ Νεστορίου κ’ τοῦ Εὐτυχοῦς. Ἀλλὰ τόσο τυφλὸ καὶ κωφὸ [πράγμα] εἶναι ἡ ἀσέβεια σὲ κάθε περίπτωση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπη καὶ νὰ ἀκούη οὔτε ἐκεῖνα ποὺ ἡ ἴδια προβάλλει»16.
Ἴδια ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀντιμετώπιση Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ δυτικοὺς σχολαστικοὺς θεολόγους, ὅταν κατέστη φανερό, ὅτι ἡ Πατερικὴ Θεολογία δὲν εὐνοοῦσε τὴν αὐγουστίνεια καὶ θωμιστικὴ-σχολαστικὴ ἐκδοχὴ περὶ θέας τοῦ Θεοῦ, ὡς θέας τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, διότι γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες εἶναι ἀδιανόητη κάθε σχέση κτιστοῦ ὄντος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ· ὁ Ἰησουΐτης Γαβριὴλ Βάσκουεθ (1551-1604) ἀπέδωσε ἐν προκειμένω τὴν κατηγορία τῆς πλάνης περὶ τοῦ θέματος τούτου, ἂν δηλαδὴ εἶναι ἀκατάληπτη ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον στοὺς Ἀρμενίους καὶ τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον καὶ ἄλλους Ἁγίους Πατέρας, τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸν Γρηγόριον Νύσσης, τὸν Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, Ἰωάννην Δαμασκηνόν, τὸν Θεοδώρητον, καὶ τοὺς δυτικοὺς Ἀμβρόσιον, Ἱερώνυμον, Πριμάσιον καὶ Ἰσίδωρον τῆς Σεβίλλης. Περαιτέρω ὁ Βάσκουεθ ἔγραψε δικαιώνοντας τὸν αἱρεσιάρχη Εὐνόμιο, τὸν ὁποῖον κατεδίκασε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μὲ τὴν πρόθεση νὰ μεταφέρει τὴν ὀρθολογιστικὴ γνωσιολογία τοῦ Εὐνομίου στὸ μυστικιστικὸ ἐπίπεδο· «Ὁ Εὐνόμιος δὲν ἦταν τόσον ἀνόητος, ὅταν ὑπεστήριζεν ὅτι ἡ γνῶσις του περὶ τοῦ Θεοῦ ἦτο ἴση μὲ τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ ἐαυτοῦ του» 17.
Εἶναι σαφές, ὅτι οἱ αἱρετικοί, ἐφ’ ὅσον παρερμηνεύουν τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφή, βάσει τῆς ὁποίας ἐλέγχονται οἱ πλάνες τους, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ φεισθοῦν οὔτε καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
4. Αἵρεση ἴσως νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀλλαγὴ ἑνὸς «ἰῶτα» τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων Ἡ αἵρεση, μολονότι ἐπιφέρει συνολικῶς ἐσφαλμένη καὶ ἐπικίνδυνη Τριαδολογία ἢ Χριστολογία ἢ Πνευματολογία ἢ Ἐκκλησιολογία κ.λπ., καὶ συνεπῶς καὶ σωτηριολογία (πῶς δηλαδὴ σώζεται ὁ ἄνθρωπος), ἐν τούτοις εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ περιλαμβάνεται καὶ συνοψίζεται σὲ ἔστω καὶ μία μόνον λέξη.
· Μερικὰ παραδείγματα ἐκ τῆς ἱστορίας:
Ἡ διαφορὰ μεταξύ των ὅρων «ὁμοούσιος» καὶ «ὁμοιούσιος» ἔγκειται φαινομενικῶς μόνο σὲ ἕνα ἰῶτα· καὶ ὅμως, σημασιολογικὰ εἶναι ἄπειρη. Ἀπὸ τὰ ἐπίθετα αὐτά, ποὺ ἀφοροῦν στὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιήθηκαν τὸ μὲν πρῶτο, «ὁμοούσιος», ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους στὸ Σύμβολο Πίστεως τῶν Α’ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιὰ νὰ τονίσουν, ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», δηλαδὴ μέτεχει στὴν ἴδια μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα θεία οὐσία, συνεπῶς εἶναι τέλειος Θεός, ὁμότιμος, ὁμοδύναμος, ὁμόδοξος κ.λπ. μὲ τὸν Πατέρα.
Ὁ ὅρος «ὁμοιούσιος», τὸν ὁποῖον παρουσίασε ὁ αἱρετικῶν φρονημάτων Εὐσέβιος Νικομηδείας κατὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὸν ὁποῖον ὑπεστήριξαν οἱ μετριοπαθεῖς αἱρετικοὶ ἠμι-ἀρειανοὶ ποὺ ἔλαβαν καὶ τὴν ὀνομασία «ὁμοιουσιανοί», χαρακτηρίζει τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὡς «ὁμοίας οὐσίας» μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα (ὄχι τῆς ἰδίας οὐσίας)18, πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει - ἂν δὲν συμπληρωθῆ μὲ τοὺς ἐπιρρηματικοὺς προσδιορισμοὺς «ἀπαραλλάκτως, κατὰ πάντα» του Μεγάλου Βασιλείου - ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ἄλλης οὐσίας («ἐτερούσιος») ἀπ’ ὅ,τι ὁ Θεὸς Πατήρ, ἄρα εἶναι κτίσμα καὶ ὄχι Θεός, πράγμα ποὺ συνιστᾶ τὴν αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ (περὶ τῶν ἐπιπτώσεων τῆς ὁποίας βλ. κατωτέρω).
Παρομοίας σημασίας εἶναι καὶ ἡ διαφορὰ τῶν περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ θεολογικῶν ὅρων «γεννητὸς» καὶ «γενητός», ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν πρῶτος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «γεννῶ» καὶ ὁ δεύτερος ἀπὸ τὸ ρῆμα «γίγνομαι» (δημιουργοῦμαι, κατασκευάζομαι). Οἱ Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀντιμετώπισαν τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση σαφῶς διέκριναν μεταξύ των δύο. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διετύπωσε χαρακτηριστικά: «Σχετικῶς μὲ τὸ γεννητὸν δὲν διαφέρει καὶ ἂν λέγη κανεὶς ὅτι “γέγονεν” ἢ “πεποίηται”· ὅμως, τὰ γενητὰ εἶναι ἀδύνατον, ἀφοῦ εἶναι δημιουργήματα, νὰ λέγονται “γεννητά”, ἐκτὸς βέβαια, ἐὰν μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ μετέσχον στὸν γεννητὸν Υἱόν, λέγεται ὅτι καὶ αὐτὰ “ἐγεννήθησαν”· ὄχι βέβαια, χάρις στὴ φύση τους, ἀλλὰ χάρις στὴν ἐκ μέρους τοὺς μετουσία τοῦ Υἱοῦ ἐν τῷ Πνεύματι» 19.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγνώριζαν, ὅτι ὁ Θεὸς Υἱὸς καὶ Λόγος εἶναι «ἀγένητος», καθὼς καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (δηλαδὴ δὲν «ἐγένετο», δὲν «ἐκτίσθη», δὲν δημιουργήθηκε), δὲν εἶναι ὅμως καὶ «ἀγέννητος», διότι γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ὑποστάσεώς Του, κατὰ τὸ «ὑποστατικὸ Τοῦ ἰδίωμα», μὲ Γεννήτορά Του τὸν Θεὸν Πατέρα. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μόνος ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι, ὄχι μόνον ἀγένητος (ἀδημιούργητος), ἀλλὰ καὶ ἀγέννητος (δηλ. δὲν ὑπάρχει «γεννητῶς», μὲ γέννηση ἀπὸ κάποιο ἄλλο Πρόσωπο). Ἀντιθέτως, οἱ ἀρειανοὶ ἐταύτιζαν, τὴν ἀγεννησία καὶ τὴν ἀγενησία μὲ τὴν οὐσία μόνον τοῦ Θεοῦ Πατρός, καὶ συνεπέραναν ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς ἐκ τοῦ Πατρός, τότε εἶναι ἐτερούσιος, διαφορετικῆς («ἑτέρας») οὐσίας ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ συνεπῶς καὶ γενητός, δηλαδὴ κτίσμα, δημιούργημα 20, ποὺ ἦλθε στὴν ὕπαρξη σὲ κάποια στιγμή. Καὶ ἐδῶ ἡ διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν αἵρεση, διῆλθε μόνον μέσω... ἑνὸς «ν»! Ἡ διευκρίνηση στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποὺ καὶ σήμερα ἀπαγγέλλουμε, «γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα» ἔχει ἀκριβῶς τὴ σημασία αὐτῆς τῆς διακρίσεως τῶν δύο ὁμοήχων λέξεων· εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ λέγει «γεννηθέντα, οὐ γενηθέντα».
Ἕνα ἄλλο ἱστορικὸ παράδειγμα ἀφορᾶ στὸν ὄρο «Χριστοτόκος» περὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου· σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἔχουμε ἕνα δογματικὸ ὄρο, τὸν ὄρο «Χριστοτόκος» περὶ τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος νοηματικῶς κὰθ΄ ἐαυτὸν δὲν εἶναι ἐσφαλμένος21· ἄλλωστε καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἱερὰ Ὑμνογραφία ἀναφερόμενη στὴ Ὑπεραγία Θεοτόκο λέγει: «Χριστὸν τὸν Θεὸν ἠμῶν ἔτεκες»22. Ὠστόσον, ἐπειδὴ ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Νεστόριο μὲ πονηρὸ σκοπό, γιὰ νὰ ἐξοβελίσει τὸν ὄρο «Θεοτόκος» - ἐπειδὴ ὁ Νεστόριος δὲν ταύτιζε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου, ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι – γὶ΄ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε τὴν χρήση τοῦ ὄρου «Χριστοτόκος» περὶ τῆς Παναγίας, ὡς μὴ ἐπαρκοῦς ὄρου, καὶ καθιέρωσε τὸν ὄρο «Θεοτόκος»23, περὶ τῆς ἁγίας Παρθένου, ὡς ὄρου ἐπαρκέστατα σαφοῦς χριστολογικῶς, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ὅλος ὁ τότε χριστολογικὸς ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων συνοψίζεται στὸν χαρακτηρισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου: «Σχεδὸν ὁλόκληρος ὁ ἀγώνας περὶ τῆς Πίστεως ἔχει συγκροτηθῆ ἀπό μας, ἂν διαβεβαιώνουμε, ὅτι εἶναι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος»24.
· Τὴ διαπίστωση αὐτή, περὶ τῆς σημασίας τῶν φαινομενικῶς μικρῶν διαφορῶν δογματικῆς ὁρολογίας γιὰ τὴ διατήρηση ἢ ἀλλοίωση τῆς Πίστεως, ἐκφράζουν καὶ γενικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες στὰ συγγράμματά τους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ ἔργο τοῦ Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπισημαίνει: «Τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι εἶναι δύο συλλαβές· ἀλλ’ ὅμως τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ἡ ἀλήθεια, καὶ τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς πονηρίας, τὸ ψεῦδος, πολλὲς φορὲς ἐμπεριέχονται σ’ αὐτὲς τὶς μικρὲς λέξεις. Καὶ τί λέγω αὐτά; Ἤδη, καὶ μόνον νὰ κινήση κανεὶς καταφατικά το κεφάλι γιὰ τὰ μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ, κρίθηκε ἐκπληρωτῆς ὁλόκληρης τῆς εὐσέβειας. Καὶ ἐὰν αὐτὰ εἶναι ἔτσι, ποιὲς ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἐκφράσεις εἶναι τόσο μικρή, ὥστε εἴτε καλὴ εἶναι εἴτε κακή, νὰ μὴ παρέχει μεγάλη ροπὴ γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο; Ἐὰν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Νόμο “ἰῶτα ἐν καὶ μία κεραία δὲν θὰ παρέλθη” [Ματθ.5,18], πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν σὲ μᾶς νὰ παραβαὶνουμε καὶ τὰ πιὸ μικρά;»25.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Τὰς δὲ βεβήλους καινοφωνίας περιΐστασο» [Β’Τιμ. 2, 16] γράφει· «Διότι δὲν θὰ σταματήσουν μέχρι ἐδῶ. Διότι ὅταν κάτι καινούργιο εἰσαχθῆ, πάντοτε τίκτει καινοτομίες· καὶ εἶναι ἀπέραντη ἡ πλάνη αὐτοῦ ποὺ ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ τὸ εὔδιο λιμάνι καὶ δὲν θὰ σταματήση πουθενά. Διότι λέγει “Ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἔξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Εἶναι ἀσταμάτητο κακό, ποὺ πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιορισθῆ ἀπὸ κάποια γιατρειά, ἀλλὰ καταστρέφει τὸ πᾶν. Δείχνει ὅτι ἡ καινοφωνία [καινούργια διδασκαλία] εἶναι ἀρρώστια, ἡ μᾶλλον χειρότερη ἀπὸ ἀρρώστια» 26.
Γράφει ἐπίσης καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιὰ τὸ πῶς μία λέξη, ὁ χαρακτηρισμὸς «οἰκονομία» γιὰ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ νὰ γίνει πολλαπλῶς ὀλέθριος: «Ἡ μοιχοσύνοδος ἀναμφιβόλως ὁλοκλήρωσε μίαν αἵρεση, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ μοιχεία, μολονότι στὰ μισὰ «καταλάγιασε» μόνο ... στὸ νὰ ὀνομάση ἢ μᾶλλον νὰ κηρύξη ὅτι ἡ μοιχοζευξία [δηλ. ὁ γάμος μοιχευομένων προσώπων] ἀποτελεῖ οἰκονομία στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴ θαυμάσης ἂν μιὰ λέξη τίκτη αἵρεση, ἀκούοντας τὸν Κύριο νὰ λέγη “ Ἰῶτα ἐν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθη ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται” [Ματθ. 5, 18]. Μήτε νὰ σοῦ φανῆ καλὸ νὰ λέγης· “Ποῦ εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ πολυπραγμονοῦμε, καὶ μὲ μιὰ λέξη νὰ ἀνάγουμε στὴν ἀρχὴ τοὺς τὶς γνωστικὲς θεωρίες καὶ νὰ συμπεραίνουμε ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο;”. Γιὰ νὰ μὴ πέσης στὴ λεγομένη αἵρεση τῶν Γνωσιμάχων [τῶν ἐχθρῶν της γνώσεως]».Καὶ πάλι λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο: «Αὐτοί, ὅμως, ποὺ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ἐκήρυξαν τὴν μοιχοζευξία ὡς σωτήρια οἰκονομία, τί διαφορετικὸ ἔκαναν ἀπὸ τὸ νὰ ἀποφανθοῦν ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι τρεπτὲς [...] Δὲν συμπεραίνεται λοιπον ἀπὸ αὐτά, παρὰ μόνον τὸ ὅτι, ὁ Θεὸς εἶναι τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτός, καθὼς ἐξομοιώνεται αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι ἀόριστο ὡς πρὸς τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀπώλεια. Ἄρα, καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ γιὰ κάθε παράβαση ἐντολῆς, ὑπάρχει ... “οικονομία” !» 27.
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου ἐπιτεύχθηκε ἡ πρώτη ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (787 μ.Χ.), ἀπευθυνόμενος στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, λέγει τὰ ἑξῆς: «Τὸ νὰ ἁμαρτάνη κανεὶς στὰ δόγματα εἴτε εἶναι μικρά, εἴτε εἶναι μεγάλα, εἶναι τὸ ἴδιο. Διότι καὶ ἀπὸ τὰ δύο ἀθετεῖται ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ» 28.
Παρομοίως καὶ ὁ Ἅγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο, γράφοντας γιὰ τὸ ποιὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑποχρεωτικὰ γιὰ ὅλους καὶ ποιὰ ὄχι, ἐπισημαίνει: «Καὶ πράγματι, ὑπάρχουν τὰ κοινά, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ φυλάττουν ὅλοι, καὶ βεβαίως πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ περὶ Πίστεως, ὅπου ἂν παρεκκλίνη ὀλίγον κανείς, ἁμαρτάνει ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον». 29.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καταφερόμενος κατὰ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, παρατηρεῖ στὸ ἔργο τοῦ Λόγος ἀποδεικτικὸς περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ἑξῆς: «Ὁ ὄφις λοιπὸν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο καὶ περισσότερον κατηραμένος, τὸ πρῶτο καὶ μέσο καὶ τελευταῖο κακό, ὁ πονηρός, ποὺ τρέφεται πάντοτε ἀπὸ τὴν χαμερπῆ καὶ γήινη πονηρία, ὁ ἀκούραστος παρατηρητὴς τῆς πτέρνας, δηλαδὴ τῆς ἀπάτης, αὐτὸς ποὺ εἶναι κάθε θεομίσητης δοξασίας ἐφευρετικώτατος σοφιστὴς καὶ ἀπίθανα εὐμήχανος, χωρὶς καθόλου νὰ λησμονῆ τὴ δική του κακοτεχνία, εἰσάγει καινούργιες ὁρολογίες περὶ Θεοῦ, μέσω τῶν Λατίνων, ποὺ εἶναι πειθήνιοι σὲ αὐτόν, καὶ οἱ ὁποῖες φαίνονται νὰ ἔχουν μικρὴ παραλλαγή, ἀλλὰ εἶναι ἀφορμὲς μεγάλων κακῶν καὶ φέρουν πολλὰ καὶ δεινὰ ἔκφυλα καὶ ἄτοπά της εὐσεβείας, καὶ οἱ ὁποῖες δεικνύουν σὲ ὅλους φανερῶς, ὅτι σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ Θεό, δὲν εἶναι μικρό το ἔστω καὶ ἐλάχιστα μικρό. Διότι ἐὰν στὸ κάθε τί ἀπὸ τὰ δικά μας [τὰ ἀνθρώπινα] ἐὰν ξεκινήση ἕνα ἄτοπο στὴν ἀρχή, μετὰ ταῦτα γίνονται πολλά τα ἄτοπα, πὼς σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴν κοινὴ Ἀρχὴ τῶν πάντων καὶ στις σχετικὲς μὲ αὐτὴν τρόπον τινὰ ἀναπόδεικτες ἀρχές, ἐὰν προηγηθῆ κάτι ἄηθες μὲ ἀσέβεια, δὲν θὰ γίνουν πολλά τα ἀτοπήματα ἐκτὸς τούτου; Στὰ ὁποῖα θὰ εἶχε φανερῶς περιπέσει τὸ γένος τῶν Λατίνων, ἂν δὲν εἶχε ἀφαιρεθῆ τὸ περισσότερο ἀπὸ τὴν κακοδοξία, ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀντιλέγαμε στὴν καινοφωνία τοῦ δόγματος. Καὶ μερικὲς φορὲς συστέλλονται τόσο πολύ, ὥστε λόγω ἐλλείψεως ἐπιχειρημάτων, νὰ λέγουν ὅτι ἔχουμε τὸ ἴδιο φρόνημα, ἀλλὰ διαφωνοῦμε στὶς ἐκφράσεις· καὶ βέβαια ψεύδονται ὑπέρογκα στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ τοὺς» 30. Συνεπῶς, καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, «οὐ μικρὸν ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ τὸ παραμικρόν».
Τὸ φρόνημα αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ παραμικρὴ ἀπόκλιση ἀπ’ τὴν Πίστη, συνιστᾶ αἵρεση, τεκμηριώνεται ἐπαρκῶς ἀπὸ τὶς παραπάνω λίγες παραπομπὲς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, μολονότι εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρεθοῦν καὶ πολλὲς ἀκόμη. Μάλιστα, ἡ συνείδηση αὐτὴ πέρασε καὶ στοὺς περὶ Πίστεως πολιτικοὺς νόμους· ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ «Νομοκάνων» -ὁ ὁποῖος εἶναι συλλογὴ ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Νόμων τῆς Πολιτείας- σὲ διάταξη τοῦ πολιτικοῦ Κώδικος (α΄ βιβλίον, ε΄ διάταξις, β΄ τίτλος) ὑπάρχει ὁ ἑξῆς χαρακτηρισμὸς τοῦ νόμου τῆς Πολιτείας: «εἶναι αἱρετικὸς καὶ ὑπόκειται στοὺς νόμους κατὰ τῶν αἱρετικῶν αὐτὸς ποὺ παρεκκλίνει καὶ λίγο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη»31. Ἐπίσης σὲ ἄλλη, παλαιότερη νομικὴ διάταξη ὑπάρχει καὶ ἡ διατύπωση αὐτή: «αἱρετικὸς εἶναι ὁ καθένας ποὺ φάνηκε καὶ μὲ μικρὴ ἔνδειξη ὅτι παρετράπη ἀπὸ τὸ δόγμα ἢ τὴν εὐθεία της Καθολικῆς Ἐκκλησίας» 32.
Δυστυχῶς, στὰ πλαίσια τῆς αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τείνει, ὅση δύναμις, νὰ ἀλλοιώσει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κανεὶς τὴν ἀπαράδεκτη, ἀνεδαφικὴ καὶ ἀντι-παραδοσιακὴ διαίρεση τῶν δογματικῶν διαφορῶν σὲ ἐκεῖνες ποὺ συνιστοῦν αἵρεση καὶ σὲ ἄλλες ποὺ δὲν συνιστοῦν αἵρεση 33.
Ὁπωσδήποτε, ὅμως, αὐτὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται στὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι τὸ ἀντίθετο καὶ εἶναι πολὺ ἁπλὸ καὶ σωτήριο: ὅποιος (ὀνομαζόμενος «χριστιανὸς») πιστεύει μὲν στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὸν Χριστὸ ὡς Θεό, ἀλλ’ ἐνσυνειδήτως διαφέρει τῆς Ὀρθοδοξίας ἔστω καὶ κατ’ ἐλάχιστον, αὐτὸς εἶναι αἱρετικὸς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
5. Σωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις τῆς αἱρέσεως
Α. Τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, κὰθ΄ ὅτι ἄκυρα, εἶναι ἀχαρίτωτα Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, πρὸς λύπην Της, ὑποχρεωμένη νὰ ἀποκόψει τὰ ἀμετανόητα αἱρετικὰ μέλη της γιὰ νὰ μὴ ἀλλάξει σταδιακὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ Πίστη καὶ Παράδοση· ἡ ἀποκοπὴ αὐτὴ τῶν αἱρετικῶν, τὸ γνωστὸν «ἀνάθεμα» ἢ«ἀφορισμὸς» τῶν ἱερῶν Συνόδων, οὐσιαστικῶς στερεῖ καὶ ἐπισήμως τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μολονότι οἱ αἱρετικοὶ εἴχαν ἤδη διακόψει κάθε προσωπικὴ ἐν Ἁγίω Πνεύματι σχέση μὲ τὸν Χριστόν, ἀποδεχόμενοι ἕνα «ἀντίχριστο» φρόνημα.
Ἀποδεικνύεται ἐπαρκῶς, βάσει τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πλήθους ἱστορικῶν περιστατικῶν, ποὺ ἀφοροῦν στὸν Ἄρειο (4ος αἱ.), στὸν ἀντι-ησυχαστὴ Ἀκίνδυνο (14ος αἱ.), κ.α. ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες, ὅσοι ἐκκινοῦν μιὰ καινουργὴ αἵρεση, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι τυπικῶς (ἐξωτερικῶς) ἐντὸς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικῶς εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό 34.
Ἡ Ἐκκλησία, παρὰ ταῦτα, ἐπειδὴ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ «Μία», καθὼς ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, δὲν διαιρεῖται, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ταυτότητα Πίστεως, κοινὴ μετοχὴ στὴ Λατρεία καὶ τὰ Μυστήρια καὶ κοινὴ διοίκηση 35· ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε δύο ὁμότιμες Ἐκκλησίες μὲ διαφορετικὴ Πίστη, λατρεία, διοίκηση, καθὼς ἐσφαλμένως δογματίζεται λ.χ. περὶ δῆθεν «δύο πνευμόνων» τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ, ἡ περὶ τῶν ἑτερόδοξων «Ἐκκλησιῶν» ὡς κλάδων τοῦ ἑνὸς δένδρου τῆς ἀοράτου Ἐκκλησίας («θεωρία τῶν κλάδων») 36· ἡ ἁπλὴ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ παραμένει πάντοτε ἀδιαίρετη.
Γράφει ἐπὶ τούτου καὶ ὁ Ὁμολογητὴς Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔπειτα, μὲ πολλοὺς τρόπους πολλὲς αἱρέσεις προσέκρουσαν πάνω της καὶ ἄθεσμοι ρύποι ἀντίθετοι στοὺς Κανόνες, ὅπως καὶ τώρα, ἀλλὰ ἡ ἴδια [ἡ Ἐκκλησία] μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμείνει ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένη ἔτσι στὸν αἰώνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά, ὅπως ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἄσειστη παράλια πέτρα, τὰ κύματα ποὺ καταπίπτουν πάνω της» 37.
Περὶ τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων καὶ τῆς διδαχῆς τῶν αἱρετικῶν ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐρμηνεύοντας βαθύτερα τὴν ἐπίπληξη τοῦ Προφήτου Μαλαχίου γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς «γυναικὸς τῆς νεότητος» (Μαλ. 2, 14.15), γράφει τὰ ἑξῆς: «Καὶ αὐτὰ μὲν ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐμφανῆ καὶ πρόχειρη κατανόηση· ἀλλὰ πρέπει νὰ προσέχουν ὅσοι ἔχουν κληθῆ πρὸς ἁγιασμὸ μέσω τῆς Πίστεως, μήπως μὲ κάποιον τρόπο ἀποτραβηχθοῦν πρὸς τὶς βέβηλες αἱρέσεις, σὰν πρὸς κάποιες γυναῖκες ἀλλογενεῖς, τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἀπεχθάνεται. Διότι τοὺς ἀρκεῖ γιὰ πνευματικὴ καρποφορία ἢ καθαρὴ καὶ ἄμωμη παιδαγωγία τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ - τρόπος τοῦ λέγειν - τοὺς καθιστὰ πατέρες τέκνων εὐγενῶν, οἱ ὁποῖοι τίκτουν νοητῶς ἀπὸ ἀγαθὴ καρδία τὰ καυχήματά της πρὸς Θεὸν ἀγάπης» 38.
Σὲ ἄλλο ἔργο του ὁ Ἅγιος Κύριλλος γράφει· «... αὐτοὶ ποὺ συνάπτονται μὲ τοὺς ἀνοσίους αἱρετικοὺς καὶ μετέχουν στὰ θυσιαστήρια ἐκείνων, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ ἀγαπημένα τὰ Θυσιαστήρια ἔγιναν ξένα. Διότι ἐπλήθυναν ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ των τὶς ἁμαρτίες, θυσιάζοντας τὸν Ἀμνόν, ἔξω της ἱερᾶς καὶ θείας αὐλῆς, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας» 39.
Παρομοίως περὶ τῆς ἀπουσίας ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος στὶς ἐκτὸς Ἐκκλησίας κοινότητες ἀποφαίνεται καὶ ἡ Ἁγία Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως φαίνεται στὰ Πρακτικά της: «Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητὴς τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπε· ἡ αἵρεση χωρίζει κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἡ Ἁγία Σύνοδος εἶπε· τοῦτο εἶναι ὁλοφάνερο» 40.
Λόγω τῆς ἐλλείψεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους τῶν αἱρετικῶν εἶναι σαφὲς στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀληθὴς ἀρετὴ σ΄αὐτούς· σημειώνουμε ἀντιπροσωπευτικῶς μόνον τὸν ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος· «Εἶναι ἀδύνατον ἀπὸ τὸ χιόνι νὰ προέρχεται φλόγα· περισσότερον, ὅμως, ἀδύνατον εἶναι νὰ ὑπάρχη ταπείνωσις εἰς τοὺς ἑτεροδόξους· τοῦτο, λοιπόν, εἶναι κατόρθωμα τῶν πιστῶν καὶ εὐσεβῶν, καὶ μάλιστα ὅσων ἔχουν καθαρθῆ» 41.
· Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν «ἀποστολικὴ διαδοχή».
Πολλοὶ σύγχρονοι οἰκουμενιστές, ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων, ἐπικαλοῦνται τὴν τῶν αἱρετικῶν «ἀποστολικὴ διαδοχή», δηλαδὴ τὴν ἀδιάσπαστη σειρὰ χειροτονιῶν ἡ ὁποία κατέρχεται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ μέχρι τὴν χειροτονία τῶν συγχρόνων μας αἱρετικῶν Ἐπισκόπων στοὺς τόπους τῶν δικαιοδοσιῶν τῶν αἱρετικῶν· ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφεῖς γιὰ τὴν ἔλλειψη χάριτος σὲ ὅσους δὲν εὑρίσκονται σὲ ζωντανὴ κοινωνία (καὶ ὄχι ἁπλῶς ἱστορικὴ-παρελθοντικὴ) μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὀμιλώντας περὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τῆς ἀναδείξεώς του στὸ Θρόνο τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, ὡς διαδόχου του Ἀποστόλου Μάρκου, διευκρινίζει, ὅτι σημασία γιὰ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἔχει ἡ διαδοχὴ καὶ ἐξακολούθηση τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως καὶ ὄχι ἡ διαδοχὴ τοῦ θρόνου καθ’ ἐαυτόν, ἄνευ τῆς ὀρθῆς Πίστεως. Λέγει ἐπὶ λέξει· «Ὅ,τι εἶναι ὁμόγνωμο εἶναι καὶ ὁμόθρονο· ὅτι εἶναι ἀντιδοξο [δηλ. τῆς ἀντιθέτου δόξης, πίστεως] εἶναι καὶ ἀντιθρόνο [τοῦ ἀντιθέτου θρόνου]· καὶ ἡ μὲν [ἡ διαδοχὴ στὸν θρόνο] ἔχει τὸ ὄνομα τῆς διαδοχῆς, ἀλλὰ ἡ δὲ [ἡ διαδοχὴ στὴν εὐσέβεια] ἔχει τὴν ἀλήθεια τῆς διαδοχῆς. Διότι δὲν εἶναι διάδοχος αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀντίθετη δόξα [πίστη], ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν ἴδια πίστη. Ἂν κάποιος δὲν παραδέχεται διάδοχο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τότε [εἶναι] σὰν νὰ λέγη τὴν νόσο διάδοχό της ὑγείας, καὶ τὴ ζάλη τῆς γαλήνης καὶ τὴν τρέλλα τῆς συνέσεως» 42.
· Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι «καθ’ ἑαυτὸ» ἄκυρο καὶ χωρὶς καμμία «διαδοχή».
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης ἀναφέρει τὴν ἀρχαία παράδοση, τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν νὰ θεωρεῖται παντελῶς ἄκυρο, τῶν δὲ σχισματικῶν, ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ὅπου εἶχαν στὴν ἀρχὴ βαπτισθῆ) νὰ γίνεται δεκτό. «Ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα ἔκριναν οἱ παλαιοὶ νὰ δέχονται, τὸ ὁποῖο καθόλου δὲν παραβαίνει τὴν Πίστη. [...] Ἀπεφάσισαν λοιπὸν οἱ ἀρχαῖοι, τὸ μὲν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν παντελῶς νὰ τὸ ἀπορρίπτουν, τῶν δὲ σχισματικῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἀκόμη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ τὸ ἀποδέχονται. [...] Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐβαπτίσθηκαν σὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς παραδόθηκαν, δὲν ἐβαπτίσθηκαν»43.
Περαιτέρω ἐπεξηγεῖ, ὅτι μερικοὶ παλαιοὶ Πατέρες τῆς «αὐστηρότερης» γραμμῆς (ἅγιος Κυπριανός, ἅγιος Φιρμιλιανὸς κ.α.) προτίμησαν ἀκόμη καὶ τῶν σχισματικῶν τα μυστήρια, λόγω τῆς ἐξόδου τῶν σχισματικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ θεωροῦνται ἄκυρα, διότι οἱ μὲν πρῶτοι των σχισματικῶν εἶχαν λάβει τὴν χάρη, ἀλλὰ τὴν ἔχασαν ἀπομακρυνόμενοι τῆς Ἐκκλησίας· «Αὐτοὶ ποὺ ἀπέστησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶχαν πιὰ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω τους· διότι ἔλειψε ἢ μετάδοση [τοῦ Ἁγίου Πνεύματος] ἐπειδὴ διεκόπη ἡ ἀκολουθία. Αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι ἀπεχώρησαν [ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία] εἶχαν τὶς χειροτονίες ἀπὸ τοὺς Πατέρες, καὶ μὲ τὴν τοποθέτηση τῶν χειρῶν αὐτῶν, ἔλαβαν τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν· ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἀπεκόπησαν [οἱ σχισματικοί], ἐπειδὴ ἔγιναν λαϊκοί, δὲν εἶχαν ἐξουσία οὔτε νὰ Βαπτίζουν, οὔτε νὰ χειροτονοῦν, οὔτε ἠμποροῦσαν νὰ παρέχουν σὲ ἄλλους τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἄλλωστε αὐτοὶ ἐξέπεσαν. Διὰ τοῦτο προσέταξαν, ἐπειδὴ οἱ δικοί τους βαπτίζονται ἀπὸ λαϊκούς, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀνακαθαίρονται μὲ τὸ ἀληθινὸ Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας» 44.
Ἂν λοιπὸν τίθεται, ὅπως ἐδῶ, σοβαρότατο θέμα ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων τῶν σχισματικῶν, πόσο μᾶλλον εἶναι μετὰ βεβαιότητος ἄκυρα τα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν;
Γιὰ τὸ λόγο τοῦτο καὶ ὁ ἱερὸς Κανὼν τῆς ἐν Καρχηδόνι ἁγίας Τοπικῆς Συνόδου (258 μ.Χ.) εἶχε νωρίτερα διαπιστώσει : «... αὐτὸ καὶ τώρα ὁρίζουμε, τὸ ὁποῖο πάντοτε ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμε, ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βαπτισθῆ ἔξω τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα το Βάπτισμα καὶ ὑπάρχει μόνο μέσα στὴν Καθολικὴ [δηλ. Ὀρθοδόξη] Ἐκκλησία [...] στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νὰ δοθῆ [ἄφεση ἁμαρτιῶν], ἀλλὰ πλησίον των αἱρετικῶν, ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατον νὰ λάβη κανεὶς ἄφεση ἁμαρτιῶν [...] Ὁ αἱρετικὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἁγιάση τὸ ἔλαιον, ἐπειδὴ δὲν ἔχει οὔτε θυσιαστήριο, οὔτε Ἐκκλησία. Καὶ δὲν ἠμπορεῖ ὁλωσδιόλου νὰ ὑπάρχη χρίσμα στοὺς αἱρετικοὺς [...] Καὶ γι’ αὐτὸ ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μὲ τὸν Κύριο καὶ κρατοῦμε τὴν ἑνότητα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ἀξία ποὺ μᾶς χορηγεῖται, καὶ λειτουργώντας τὴν ἱερατεῖα Του στὴν Ἐκκλησία, ὅσα κάνουν οἱ ἐναντίον Τοῦ ἀντικείμενοι, δηλαδὴ ἐχθροὶ καὶ ἀντίχριστοι,ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀποδοκιμάσουμε καὶ ἀποποιηθοῦμε καὶ ἀπορρίψουμε καὶ νὰ τὰ ἔχουμε ὡς βέβηλα» 45.
Σύγχρονες μελέτες, μὲ ἴσως πιὸ πλήρη καὶ ἔγκυρη αὐτὴν τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ «Ὁμολογῶ ἐν Βάπτισμα», ἀποδεικνύουν, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων (π.χ. 7ου τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95ου τῆς Πενθέκτης) ὅτι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε ὡς καθ’ ἑαυτὰ ἄκυρα τα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀσχέτως ἂν γιὰ πολλοὺς λόγους γίνονταν ἐνίοτε κατ’ οἰκονομίαν δεκτά, ἀλλὰ μὲ τὴν προϋπόθεση, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ἐκκλησία.
Δηλαδή, ἂν δὲν ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν λαμβάνονται ὡς παντελῶς ἄκυρα «καθ’ ἑαυτά».
Ἐπίσης, ἡ ἴδια μελέτη ἀποδεικνύει, ὅτι προϋπόθεση γιὰ τὴν (κατ’ οἰκονομίαν καὶ ὄχι κατ’ ἀκρίβειαν) ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος ἑνὸς αἱρετικοῦ, ἀποτελεῖ το νὰ εἶναι ὁ τρόπος τοῦ βαπτίσματος τῆς ἐν λόγῳ αἱρέσεως, ταυτόσημος μὲ τὸν ὀρθόδοξο, δηλαδὴ τριπλῆ κατάδυση στὸ νερό, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος46. Αὐτὸν τὸν τύπο τοῦ Βαπτίσματος ἔχουν παντελῶς ἐγκαταλείψει οἱ μεγαλύτεροί των συγχρόνων αἱρετικῶν «χριστιανῶν», Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, ἐφαρμόζοντας οἱ μὲν ράντισμα (“aspersion”), καὶ ὄχι βάπτισμα, οἱ δὲ ἀρκούμενοι στὴν ὁμολογία τῆς «πίστεως στὸν Ἰησοῦ», ἄνευ ἀληθοῦς καταδύσεως στὸ νερό.
Ἐπὶ τούτου προσμαρτυρεῖ καὶ ὁ ἱστορικός, Καθηγητὴς Βλάσιος Φειδᾶς, ὅτι ἦταν ἡ ἀποκλίνουσα ἐκκλησιολογία μόνον τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἡ ὁποία καί σε αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀλλοίωσε τὴν μέχρι τότε παραδοσιακὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἀναγνώρισε κύρος στὰ μυστήρια ἔξω-ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, θέτοντας τὶς βάσεις γιὰ τὴ μεταγενέστερη δυτικὴ «ἐλαστικὴ» ἐκκλησιολογία τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν. Ἡ κύρια ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ «γραμμὴ» ἐν προκειμένω εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Ἃγιο Κυπριανὸ Καρχηδόνος: «Ἐκτὸς Ἐκκλησίας οὐδεμία σωτηρία» (“Extra Ecclesiam nulla salus”), ὅπως καὶ ἀπὸ τὸ ἀνάλογο χωρίο ἄλλου ἔργου του, ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιος πατέρα τὸν Θεό, ἂν δὲν ἔχη μητέρα τὴν Ἐκκλησία» 47.
Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Καθηγητὴς Φειδᾶς: «Γιὰ νὰ θεμελιώση ὅμως τὴν καθολικότητα καὶ τὸ ἀκαταγώνιστό της θείας χάριτος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίση [ὁ ἰ. Αὐγούστινος]: α) τὴν προγενέστερη σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ θεία χάρη παρέχεται μόνο μὲ τὰ μυστήρια καὶ μόνο μέσα στοὺς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας [...] Ἡ ἀποσύνδεση αὐτὴ τῆς παροχῆς τῆς θείας χάριτος τόσο ἀπὸ τὸν τελοῦντα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔφερε τὸν ἰ. Αὐγουστίνο σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ ἰ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκφράζοντας τὴ γενικότερη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, εἶχε ὑποστηρίξει ad hoc ὅτι οἱ βαπτιζόμενοι ἀπὸ αἱρετικούςηκαι σχισματικοὺς δὲν λαμβάνουν τὴ θεία χάρη, γιατί “extra Ecclesiam nulla salus” […] ... καὶ οἱ αἱρετικοὶ [κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἰ. Αὐγουστίνου] θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν κατὰ κάποιο τρόπο μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί “πολλοὶ ποὺ φαίνονται ὅτι εἶναι ἔξω, στὴν πραγματικότητα εἶναι μέσα” στὴν Ἐκκλησία (De baptismo, 5, 28) […] Οἱ ἐκκλησιολογικὲς ὅμως συνέπειες [τῆς διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου] τονίσθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ μεταγενέστερη σχολαστικὴ θεολογία καὶ ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ μεταρρύθμιση, ἐπηρέασαν δὲ μὲ καθοριστικὸ τρόπο τὴν ὅλη ἐκκλησιολογία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο φαίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ διδασκαλία περὶ “ἀοράτου Ἐκκλησίας”, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) τῆς