Μαθητεία στο ἐκκλησιαστικό παρελθόν
Μια μελέτη τῆς “Ἱερᾶς Μονῆς” Παντοκράτωρος
Η Α Ι Ρ Ε Σ Η
Σχόλιο ἰστολογίου μας maxomaiyperpistews.blogspot.com:
«Πολὺ καλὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο, ποὺ ἀποδεικνύει καὶ αὐτὸ (ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ἐκτιθέμενα στὸ ἰστολόγιό μας), ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν εἶναι ἐκκλησία καὶ αὐτοὶ (ὅπως καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι), γιατί μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δὲν μποροῦν νὰ τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια, γιατί αὐτὰ τελοῦνται μόνο μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικήν. Πῶς ὅμως οἱ τῆς Μονῆς Παντοκράτωρος, ἐνῶ ἐκφράζουν σε αὐτό το κείμενο, μὲ πολὺ σαφήνεια τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, παραμένουν μέσα στὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καὶ δὲν διακόπτουν τὴν Κοινωνία μὲ τοὺς παναιρετικοὺς ἐπισκόπους, εἶναι ἀδιανόητο καὶ μόνο νὰ τὸ σκεφθῆ, ὀρθόδοξη διάνοια. Ἐδῶ θὰ ταίριαζε τὸ λαϊκὸ ρητὸ «δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ λόγον δὲν ἐκράτεις». Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἐλεήσει, νὰ τοὺς φωτίσει καὶ νὰ τοὺς δώσει μετάνοια, ὅπως καὶ σὲ ὅλους τους πρώην ὀρθοδόξους κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (τὴν πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου) ἀπ’ ὅπου καὶ ἐξέπεσαν.. Ἀμὴν γένοιτο».
maxomaiyperpistews.blogspot.com
ΑΣΙΖΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ (ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΘΕ 4 ΧΡΟΝΙΑ). ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ ΤΩΝ ΣΑΤΑΝΙΚΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΤΟΥ Π.Σ.Ε. ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.
Η Α Ι Ρ Ε Σ Η
Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας πάντοτε ἐτίμησε τὸν ἀγώνα ἁγίων μορφῶν, Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς ποικίλης αἱρέσεως. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς καταλαμβάνει τὸ πλεῖστον μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ οὐσιαστικῶς ὑπῆρξε ὁ κυριώτερος, ἢ μᾶλλον ὁ μόνος, παράγων διαμορφώσεως καὶ ἐξελίξεως τῆς λεκτικῆς διατυπώσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Ὅμως, τί σημαίνει «αἵρεση»; Γιατί ἡ Ἐκκλησία πολεμεῖ τὶς αἱρέσεις (καὶ ὄχι βεβαίως τοὺς αἱρετικούς); Ἕως ποίου σημείου εἶναι ἀνεκτὴ ἡ αἵρεση; Σώζονται ὅσοι ἀκολουθοῦν τὶς αἱρέσεις;
Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μερικὲς ἀφορμὲς ὠφελίμου προβληματισμοῦ πάνω στὰ θέματα αὐτά.
Εἰσαγωγὴ
1.Τί εἶναι αἵρεση
2. Δαιμονικὴ προέλευση τῆς αἱρέσεως
3. Οἱ αἱρετικοὶ κατηγοροῦν ἀκόμη καὶ τοὺς Ἁγίους
4. Αἵρεση ἴσως νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀλλαγὴ ἑνὸς «ἰῶτα» τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων
(- ἱστορικὰ παραδείγματα, - διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων)
5. Σωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις τῆς αἱρέσεως
Α. Τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, κὰθ΄ ὅτι ἄκυρα εἶναι ἀχαρίτωτα
- Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν «ἀποστολικὴ διαδοχή».
- Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι «καθ’ ἑαυτὸ» ἄκυρο καὶ χωρὶς καμμία «διαδοχὴ»
-Ἡ αἵρεση (καὶ ὄχι ὁ ἀντὶαἱρετικὸς ἀγώνας) δημιουργεῖ σχίσμα καὶ ἐξάγει ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα Χριστοῦ.
Β. Οἱ αἱρέσεις ἀλλοιώνουν τὸ ὀρθὸν σέβας στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν (Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Εἰκονομαχία, λατινικὸς ἀντιησυχασμὸς)
6. Οἱ αἱρέσεις ποτὲ δὲν θὰ ἐκλείψουν ἕως τῆς Β΄ Παρουσίας
- Σύνοψη - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Εἰσαγωγή: Στη σημερινὴ ἐποχή, ἡ λέξη «αἵρεση» ἔχει ἐξοβελισθεῖ ἀπὸ τὸ λεξιλόγιο τῶν ἀθρώπων, ἀκόμη καὶ τῶν περισσοτέρων πιστῶν, καὶ ἔχει περιορισθεῖ, χρωματισμένη μάλιστα καὶ μὲ κάποια εἰρωνεία, στὸ χαρακτηρισμὸ φιλοσοφικῶν καὶ ἰδεολογικῶν ρευμάτων ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ κάποια γνωστὴ «κύρια» (‘mainstream”) κατεύθυνση.
Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς προπαγάνδας τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου, ἡ ὁποία διδάσκει νὰ ἀγαπᾶμε ὄχι τόσο τὸν ἴδιο τὸν πλησίον μας, ὅσο τὶς ὁποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις καὶ ἰδέες του, ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς «αἱρέσεως» ἀκούεται στὰ ὦτα πολλῶν, ὡς δῆθεν φορτισμένος ὑπέρμετρα μὲ ἄδικους ἀρνητικοὺς συνειρμοὺς καὶ παραπέμπει δῆθεν στὸ σκοτεινὸ μεσαίωνα καὶ τὴν «ἱερὰ ἐξέταση».
Ὅμως τὰ πράγματα δὲν ἔχουν ἔτσι καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπου ἡ «αἵρεση» εἶναι κίνδυνος ποὺ ἅπτεται καίρια της ἰδίας της αἰωνίου σωτηρίας μας καὶ ὄχι κάποια ἁπλῶς φιλοσοφικὴ ἀπόκλιση ἀπὸ μιὰ «γραμμὴ» μιᾶς ἐξουσίας.
Τὸ θέμα τῆς αἱρέσεως εἶναι ἀπέραντο, τόσο στὴν Πατερικὴ Γραμματεία, ὅσο καὶ στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία. Θὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ μερικὰ σημεῖα, ἐπιφυλασσόμενοι γιὰ περισσότερες διευκρινίσεις στὸ μέλλον.
1. Τί εἶναι αἵρεση Σύμφωνα μὲ ἕνα σύγχρονο ὁρισμό, ὡς αἵρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία ἡ ὁποία παρεκκλίνει ἀπὸ τὴ γνήσια χριστιανικὴ πίστη, ταυτόχρονα δὲ καὶ κάθε ἰδιαίτερη χριστιανικὴ κοινότητα ἡ ὁποία διαφωνεῖ πρὸς τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ αὐτὴν» 1.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ἐν προκειμένω «Οἱ παλαιοὶ ὀνόμασαν αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀποσπασμένους καὶ κατὰ τὴν ἴδια τὴν Πίστη ἀποξενωμένους· σχίσματα δὲ αὐτοὺς ποὺ διαφοροποιήθηκαν γιὰ κάποιες ἐκκλησιαστικὲς αἰτίες καὶ μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς διάκριση: «Γιὰ νὰ στοιχειοθετηθεῖ [κατὰ τοὺς ἰ. Κανόνες] τὸ ἀδίκημα τῆς αἱρέσεως, ἀπαιτεῖται ἡ ἄρνηση ἢ διαστροφὴ τῶν κανόνων, ἤτοι 1)νὰ ἐκδηλωθεῖ ἐξωτερικῶς, εἴτε ἐγγράφως (διὰ συγγράμματος κ.λπ.), εἴτε προφορικῶς (διὰ κηρύγματος κ.λπ.), εἴτε ἐμπράκτως (διὰ παραλείψεως ἢ προσθήκης φράσεων ἢ συμβολικῶν κινήσεων στὸ τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) νὰ γίνει ἀπὸ σκοποῦ καὶ ἐκ προθέσεως, διότι ἐκ παραδρομής ἢ ἐκ συγγνωστῆς πλάνης δὲν διαπράττεται αἵρεση καὶ 3) νὰ ἐπιμείνει στὴν πλάνη τοῦ ὁ δράστης, διότι δὲν θεωρεῖται αἱρετικὸς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρεσβεύει μὲν πεπλανημένως, ἀλλὰ ὅταν νουθετεῖται ἀνακαλεῖ καὶ ἀπαρνεῖται τὶς κακοδοξίες του. Κὰθ΄ ὅσον τὸ πλανάσθαι εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὸ ἐμμένειν στὴν πλάνη καὶ τὸ μὴ ἀπορρίπτειν αὐτὴν μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη ποὺ γίνεται, εἶναι ἐφάμαρτο καὶ δαιμονικό, ἐπειδὴ ἐμφαίνει ὑπεροψία καὶ ὕβρη κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» 3.
Πάντως,ἡ αἵρεση δὲν κρίνεται βάσει κάποιας ἁπλῆς ἀποκλίσεως στὴ φρασεολογία καὶ τὴν ὁρολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρερμηνεία τῶν ἀληθειῶν, τὴν ὁποίαν παρερμηνεία ἐξυπηρετεῖ ἡ συγκεκριμένη ἀπόκλιση στὴν ὁρολογία· λέγει λόγου χάριν ὁ Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας τὴν τοῦ αἱρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση τῶν ὑποστάσεων τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, μέσω τῆς ἀπάλειψης τοῦ συνδέσμου «καὶ» ἀπὸ μερικὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς «... τώρα ὅμως λόγος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γίνεται περὶ συλλαβῶν, οὔτε γιὰ τὸ πὼς ἠχεῖ, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, ἡ ἔκφραση, ἀλλὰ γιὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν μέγιστη διαφορὰ σὲ δύναμη καὶ ἀλήθεια. Λόγω τῶν ὁποίων, ἐνῶ ἡ χρήση τῶν συλλαβῶν εἶναι ἀδιάφορη, αὐτοὶ [οἱ αἱρετικοὶ] προσπαθοῦν ἄλλες μὲν νὰ εἰσαγάγουν καὶ ἄλλες νὰ ἀποδιώξουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἄκουσμα εἶναι φανερὴ ἡ χρησιμότητα, ὡστόσο θὰ παράσχω καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες μας, δὲν συμπαρέλαβαν χωρὶς λόγο τὴν χρήση τῆς προθέσεως αὐτῆς» 4.
Ἡ αἵρεση εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες. Καθὼς λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος περὶ ἐκείνων ποὺ ἀρχίζουν μίαν αἵρεση· «Ἐχθροί του Θεοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετὰ ἀπὸ ἐκείνους ὅσοι πρεσβεύουν τὴν εἰδωλολατρία καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων»5.
Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ αἴνιγμα ποὺ κλήθηκε νὰ ἐπιλύσει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου ἔθεσε ἕνα δυσχερὲστατο πρόβλημα.”Ποια ἁμαρτία, μοῦ εἶπε, εἶναι βαρύτερη ἀπ’ ὅλες, ἑξαιρέσει τοῦ φόνου καὶ τῆς ἀρνήσεως;” Καὶ ὅταν ἐγὼ τοῦ ἀπάντησά “το νὰ πέση κανεὶς σὲ αἵρεσι”, ἐκεῖνος μὲ ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6
Πλὴν τούτων, μία καὶ μόνη αἵρεση μπορεῖ νὰ δημιουργήσει πολλαπλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀνατρέψουν ριζηδὸν τὴν περὶ Θεοῦ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν κατανόηση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θὰ ὁδηγήσουν μετὰ ταῦτα καὶ σὲ ἐσφαλμένη πράξη.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀντικρούοντας τὸν ἀντιησυχαστὴ αἱρεσιάρχη Γρηγόριο Ἀκίνδυνο φανέρωσε καὶ ἀνέπτυξε, ὅτι ὅσοι ἀρνοῦνται τὴ «θεοπρεπῆ διάκριση» οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸ Θεό, περιπίπτουν κατὰ συνέπεια καὶ σὲ ἄλλες πενήντα μέγιστες αἱρέσεις7.
Ἡ αἵρεση πάντως, εἶναι ἢ εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας διδασκαλίας καὶ πρακτικῆς, ἐνός ἢ περισσοτέρων νεωτερισμῶν· ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ Ν. Ματσούκα, «Πολὺ ἐνωρὶς ἡ Ἐκκλησία πῆρε τὴν ὀνομασία “καθολικὴ” ποὺ ἀργότερα ἔγινε συνώνυμη μὲ τὸν κατοπινὸ ὄρο ὀρθοδοξία. Παράλληλα ἡ αἵρεση δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ διάβρωση τῆς ἀλήθειας, ὡς ζωῆς καὶ διδασκαλίας, καὶ συνάμα ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κοινότητα. [...] Ὄχι μόνον οἱ αἱρετικοί της ἐποχῆς ἐκείνης, μὰ καὶ οἱ πολέμιοι ἀκόμη εἶχαν ἀντιληφθεῖ πόσο ἀπαραίτητο εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἀρχέγονης ταυτότητας.
Ἔτσι ὁ νεωτερισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση πρὸς τὴν ὀρθοδοξία.
Καθετὶ τὸ νέο εἶναι ξένο πρὸς τὴν ἀλήθεια ποὺ μόνο ὡς ἀρχέγονη νοεῖται. [...] Ἡ πρώτη [ἡ ὀρθοδοξία] διεκδικεῖ ἀταλάντευτα τὴν ἀρχαιότητα, ἐνῶ ἡ δεύτερη [ἡ αἵρεση] εἶναι νεωτεροποιΐα. Ἔτσι ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, παρ’ ὅλο ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀφομοίωνε κατὰ τὸν πιὸ ρωμαλέο τρόπο προσαρμογῆς ποὺ γνώρισε ποτὲ ἡ ἱστορία, τὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία τοῦ περιβάλλοντος, στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γενικὰ καὶ τῶν ἴδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, ἀρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη ἡ ἀναδρομὴ πρὸς τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος δὲν ἦταν διόλου ὀπισθοδρόμηση, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο γινόταν ἡ μοναδικὴ σωστὴ μέθοδος γιὰ νὰ ἐλέγχεται τὸ περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη εἶναι σαφὴς καὶ ἀνυποχώρητη. Ἐμμένει στὴν ἀρχαιότητα τῆς διδασκαλίας. Αὐτὴ καὶ μόνο εἶναι τὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας καὶ αὐθεντικότητας» 8.
Πρέπει νὰ ἐνθυμούμαστε καὶ δύο ἀκόμη σημαντικὲς παραμέτρους:
(α)Ἡ αἵρεση ἀρχίζει συνήθως μὲ μορφὴ χονδροειδῆ καὶ προϊόντος του χρόνου ἀπολεπτύνεται. Οἱ μεταγενέστερες μορφὲς κάθε αἱρέσεως εὑρίσκονται συνήθως πλησιέστερα πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εἶναι καὶ πλέον ἐπικίνδυνες, ἐφ’ ὅσον δὲν διακρίνονται εὔκολα ἂπ΄αὐτήν.
Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἐπὶ τούτου εἶναι (1) ὁ ἡμιαρειανισμὸς τῶν «ὁμοιουσιἀνῶν» (ὀπαδῶν τοῦ δόγματος τοῦ «ὁμοιουσίου»), ποὺ φαίνεται νὰ πλησιάζει τὸ «ὁμοούσιον» τῶν Ὀρθοδόξων, ἂλλ΄ ὅμως συνιστᾶ αἵρεση (βλ. παρακάτω) καὶ (2) ὁ μετριοπαθὴς μονοφυσιτισμὸς τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος λόγω πολὺ λεπτῆς διαφορᾶς στὶς χριστολογικὲς διατυπώσεις εἶναι περισσότερο δυσδιάκριτος ἀπὸ τὸν πρώιμο μονοφυσιτισμὸ τοῦἈρχιμανδρίτου Εὐτυχοῦς 9.
(β) Εἶναι σύνηθες στὴν πατερικὴ ἀντιαιρετικὴ γραμματεία νὰ ἀναζητοῦνται και νὰ στηλιτεύονται οἱ προεκτάσεις τῶν αἱρετικῶν δογματικῶν διατυπώσεων 10.
Σημειωτέον δέ, ὅτι κανονικῶς οἱ αἱρετικοί, ἀκόμη καὶ οἱ Παπικοὶ ἢ οἱ Προτεστάντες, δὲν καλοῦνται Χριστιανοί, κατὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας· χαρακτηριστικῶς λέγει μεταξὺ ἄλλων ἀρχαίων θεολόγων ὁ Τερτυλλιανός, «Ὅσοι εἶναι αἱρετικοί, Χριστιανοὶ δὲν δύνανται νὰ εἶναι» 11.
Ἡ αἵρεση, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ παρακάτω, ἀποξενώνοντας τοὺς ὀπαδούς της ἀπὸ τὴ Μυστικὴ Ἄμπελο, τὸν Χριστό, καὶ τὴν πρὸς Αὐτὸν Κοινωνία διὰ τῶν Μυστηρίων, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ξένο πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ἡ αἵρεση, ὅπως καὶ ἡ διάπραξη τῶν ἔργων τῆς ἁμαρτίας καθιστὰ ἢ ἀποδεικνύει τὸν ἄνθρωπο οὐσιαστικῶς ἄπιστο: «Ὅποιος δὲν πιστεύει, ὅπως πιστεύει ἢ Παράδοσις τῆς Καθολικῆς [Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας ἢ κοινωνεῖ μὲ τὸν διάβολο διὰ μέσου των παρανόμων ἔργων, εἶναι ἄπιστος». 12.
Περὶ τῆς αἱρέσεως ὡς διαβρώσεως τῆς ζωῆς καὶ διδασκαλίας καὶ ὡς ἐκπτώσεως (ἀποκοπῆς) ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, γράφουμε παρακάτω.
2. Δαιμονικὴ προέλευση τῆς αἱρέσεως Εἶναι βασικὴ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, περὶ τοῦ ὅτι ὁ φαῦλος βίος γεννᾶ φαῦλα δόγματα· ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας τὸ ἀποστολικὸ λόγιο: «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος· μωρία γὰρ αὐτῶ ἐστι» [Ἃ΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα λέγει, ὅτι αἰτία γιὰ τὴ μὴ ἀποδοχὴ τῶν τελειοτέρων δογμάτων εἶναι ἡ διαφθορὰ τοῦ βίου»13. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας διασώζεται καὶ στὴν παλαιὰ ἑλληνικὴ παροιμία «Ὁ πίπτων ἠθικῶς, πίπτει καὶ κατὰ τὰς ἰδέας».
Περὶ τῆς δημιουργίας τῶν αἱρέσεων ὡς ἀπ’ εὐθείας ἔργου τῶν δαιμόνων, μᾶς βεβαιώνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει · «Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀκάθαρτοι δαίμονες ποὺ μόλις ἀρχίση κάποιος τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἀποκαλύπτουν τὴν ἑρμηνεία της. Τοῦτο ἰδιαίτερα ἀγαποῦν νὰ τὸ κάνουν σὲ καρδιὲς κενοδόξων ἀνθρώπων καὶ μάλιστα μορφωμένων μὲ τὴν κατὰ κόσμον παιδεία. Καὶ ἀποσκοποῦν νὰ τοὺς ρίξουν σὲ αἱρέσεις καὶ βλάσφημες ἰδέες ἀπατώντας τους σιγὰ-σιγά. Θὰ ἀντιληφθοῦμε δὲ καλῶς τὴν δαιμονικὴ αὐτὴ θεολογία ἢ καλύτερα βαττολογία ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀκατάστατη καὶ ἄτακτη εὐχαρίστησι ποὺ δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς ἐξηγήσεως»14.
3. Οἱ αἱρετικοὶ κατηγοροῦν ἀκόμη καὶ τοὺς Ἁγίους
Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀρχαίων Ἁγίων Πατέρων, γνωρίζουμε ὅτι ἡ πτώση στὴν πλάνη πολλῶν πνευματικῶν ἀγωνιστῶν, διῆλθε διαδοχικῶς μέσα ἀπὸ τὴν περιφρόνηση πρὸς τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρες κατ’ ἀρχήν, ἔπειτα δὲ πολλάκις ἔφθασε καὶ στὴ περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Λαυσαϊκόν, ἀρχαία συλλογὴ διηγήσεων περὶ τῶν Μοναχῶν, μᾶς διηγεῖται περὶ τοῦ ἀσκητοῦ Ἤρωνος, ὁ ὁποῖος ἔπεσε σὲ ὑπερηφάνεια καὶ καταφρονοῦσε ὅλους τους Πατέρες, ἀκόμη καὶ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Πρεσβύτερο, καθὼς καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, κατέληξε δὲ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν χρειάζεται ἄλλο διδάσκαλο παρὰ μόνο τὸν Χριστό15.
Οἱ αἱρετικοὶ ἀντιχαλκηδόνιοι μονοφυσίται ὀπαδοὶ τοῦ Σεβήρου, βλέποντας καθαρῶς, ὅτι ἡ θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἔζησαν πρὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος δὲν εὐνοοῦσε τὴ δική τους πολεμικὴ ἐναντίον τῆς Χαλκηδόνειας θεολογίας, ἔρριψαν τὴν εὐθύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες, κατηγορώντας τους γιὰ ὑποχώρηση σὲ πιέσεις· ὁ Ἅγιος Ἐφραίμιος Πατριάρχης Ἀντιοχείας, σύμφωνα μὲ σχετικὴ μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἀπήντησε ὡς ἑξῆς στοὺς αἱρετικοὺς ἀντὶ-χαλκηδονίους· «Ὅποτε οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Σεβήρου ἐλέγχονται ἀπὸ τὰ λόγια τῶν θεοφόρων Πατέρων μᾶς οἱ ὁποῖοι διέλαμψαν πρὸ τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος καὶ ἐκήρυξαν δύο φύσεις [τοῦ Χριστοῦ] στὴν ἕνωση κατὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ἀμέσως στρέφονται σὲ κατηγορία ἐναντίον τοὺς [τῶν Πατέρων], βάζοντας εὐπρόσωπο -ὅπως νομίζουν- κάλυμμα στὴ διαβολή, ἀλλὰ διακωμωδώντας τους ἔτσι, χειρότερα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς ἐξύβριζαν ὡς ἀπρόσωπους. Λέγουν, δηλαδή, ὅτι ὁμίλησαν περὶ δύο φύσεων ὄχι μὲ τὴ γνώμη τους, οὔτε ἑκουσίως, οὔτε ὀμολογώντας τὴνΠίστη, ἂλλ΄ ἀντιτιθέμενοι στὴν ψευδώνυμη γνώση καὶ κατ’ οἰκονομίαν καὶ πρόσκαιρα καὶ κάτω ἀπὸ τὴ βία κάποιας πιέσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ τί ἄλλο εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσει κανεὶς τοὺς διδασκάλους ὡς ὑποκριτὲς καὶ προδότες τῆς ἀληθείας, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τὸ ξένο καὶ αἱρετικὸ δόγμα ἀπὸ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ οἱ ὁποῖοι πιὸ πολὺ ἑλκύσθηκαν πρὸς τὸ βάραθρο ἐκείνων [τῶν αἱρετικῶν], παρὰ ἀνείλκυσαν κάποιους ἀπὸ ἐκεῖ; Πῶς εἶναι δυνατὸν τέτοιοι ἄνθρωποι νὰ ποῦν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο “Ὁ λόγος μας πρὸς ἐσὰς δὲν ἔγινε ναὶ καὶ ὄχι, ἀλλὰ ἔγινε ναὶ ἐν Χριστὼ” [Πρβλ. Β΄ Κορ. 1, 18.19], ἐφ’ ὅσον ἀλλάζουν μυριάδες κατευθύνσεις στὴ ζωὴ καὶ μιμοῦνται τὶς μεταβολὲς τοῦ Εὐρίπου; Ἀλλὰ τί λέγει πάλι ἡ αἵρεση; Ἃς συγχωρήσουμε τοὺς Πατέρες, διότι ὁ ἐκβιασμὸς ἐπεκράτησε ἐπὶ τῆς γνώμης τους· σὰν νὰ ἔχη λάβει [ἡ αἵρεση] ἐξουσία νὰ περιγελᾶ καὶ νὰ κατακρίνη ὅταν θέλη καὶ πάλι νὰ συγχωρῆ τὸ ἁμάρτημα· καὶ μόνον ποὺ δὲν λέγει “Τὰ χείλη μᾶς εἶναι στὴ διάθεσή μας· καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Κύριός μας;” [Ψάλμ.11,5]. Παρὰ ταῦτα, ἂν οἱ Πατέρες ἐπειδὴ ἐμάχοντο ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀκόμη κι ἂν ἐξέπιπταν ἀπὸ τὴν εὐσέβεια, εἶναι γιὰ τὸ λόγο τοῦτο ἄξιοι συγγνώμης, πῶς δὲν ἀπήλαυσαν τῆς ἴδιας συμπάθειας ἐκ μέρους σᾶς οἱ Πατέρες τῆς Χαλκηδόνος, ἀκόμη κι ἂν φάνηκε ὅτι παραχάραξαν κάτι; Διότι καὶ αὐτοὶ ἐδογμάτισαν, καθὼς ἐμάχοντο ἐναντίον δύο αἱρέσεων, τοῦ Νεστορίου κ’ τοῦ Εὐτυχοῦς. Ἀλλὰ τόσο τυφλὸ καὶ κωφὸ [πράγμα] εἶναι ἡ ἀσέβεια σὲ κάθε περίπτωση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπη καὶ νὰ ἀκούη οὔτε ἐκεῖνα ποὺ ἡ ἴδια προβάλλει»16.
Ἴδια ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀντιμετώπιση Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ δυτικοὺς σχολαστικοὺς θεολόγους, ὅταν κατέστη φανερό, ὅτι ἡ Πατερικὴ Θεολογία δὲν εὐνοοῦσε τὴν αὐγουστίνεια καὶ θωμιστικὴ-σχολαστικὴ ἐκδοχὴ περὶ θέας τοῦ Θεοῦ, ὡς θέας τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, διότι γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες εἶναι ἀδιανόητη κάθε σχέση κτιστοῦ ὄντος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ· ὁ Ἰησουΐτης Γαβριὴλ Βάσκουεθ (1551-1604) ἀπέδωσε ἐν προκειμένω τὴν κατηγορία τῆς πλάνης περὶ τοῦ θέματος τούτου, ἂν δηλαδὴ εἶναι ἀκατάληπτη ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον στοὺς Ἀρμενίους καὶ τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον καὶ ἄλλους Ἁγίους Πατέρας, τὸν Μέγαν Βασίλειον, τὸν Γρηγόριον Νύσσης, τὸν Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, Ἰωάννην Δαμασκηνόν, τὸν Θεοδώρητον, καὶ τοὺς δυτικοὺς Ἀμβρόσιον, Ἱερώνυμον, Πριμάσιον καὶ Ἰσίδωρον τῆς Σεβίλλης. Περαιτέρω ὁ Βάσκουεθ ἔγραψε δικαιώνοντας τὸν αἱρεσιάρχη Εὐνόμιο, τὸν ὁποῖον κατεδίκασε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μὲ τὴν πρόθεση νὰ μεταφέρει τὴν ὀρθολογιστικὴ γνωσιολογία τοῦ Εὐνομίου στὸ μυστικιστικὸ ἐπίπεδο· «Ὁ Εὐνόμιος δὲν ἦταν τόσον ἀνόητος, ὅταν ὑπεστήριζεν ὅτι ἡ γνῶσις του περὶ τοῦ Θεοῦ ἦτο ἴση μὲ τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ ἐαυτοῦ του» 17.
Εἶναι σαφές, ὅτι οἱ αἱρετικοί, ἐφ’ ὅσον παρερμηνεύουν τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφή, βάσει τῆς ὁποίας ἐλέγχονται οἱ πλάνες τους, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ φεισθοῦν οὔτε καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
4. Αἵρεση ἴσως νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀλλαγὴ ἑνὸς «ἰῶτα» τῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων Ἡ αἵρεση, μολονότι ἐπιφέρει συνολικῶς ἐσφαλμένη καὶ ἐπικίνδυνη Τριαδολογία ἢ Χριστολογία ἢ Πνευματολογία ἢ Ἐκκλησιολογία κ.λπ., καὶ συνεπῶς καὶ σωτηριολογία (πῶς δηλαδὴ σώζεται ὁ ἄνθρωπος), ἐν τούτοις εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ περιλαμβάνεται καὶ συνοψίζεται σὲ ἔστω καὶ μία μόνον λέξη.
· Μερικὰ παραδείγματα ἐκ τῆς ἱστορίας:
Ἡ διαφορὰ μεταξύ των ὅρων «ὁμοούσιος» καὶ «ὁμοιούσιος» ἔγκειται φαινομενικῶς μόνο σὲ ἕνα ἰῶτα· καὶ ὅμως, σημασιολογικὰ εἶναι ἄπειρη. Ἀπὸ τὰ ἐπίθετα αὐτά, ποὺ ἀφοροῦν στὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιήθηκαν τὸ μὲν πρῶτο, «ὁμοούσιος», ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους στὸ Σύμβολο Πίστεως τῶν Α’ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιὰ νὰ τονίσουν, ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», δηλαδὴ μέτεχει στὴν ἴδια μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα θεία οὐσία, συνεπῶς εἶναι τέλειος Θεός, ὁμότιμος, ὁμοδύναμος, ὁμόδοξος κ.λπ. μὲ τὸν Πατέρα.
Ὁ ὅρος «ὁμοιούσιος», τὸν ὁποῖον παρουσίασε ὁ αἱρετικῶν φρονημάτων Εὐσέβιος Νικομηδείας κατὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὸν ὁποῖον ὑπεστήριξαν οἱ μετριοπαθεῖς αἱρετικοὶ ἠμι-ἀρειανοὶ ποὺ ἔλαβαν καὶ τὴν ὀνομασία «ὁμοιουσιανοί», χαρακτηρίζει τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὡς «ὁμοίας οὐσίας» μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα (ὄχι τῆς ἰδίας οὐσίας)18, πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει - ἂν δὲν συμπληρωθῆ μὲ τοὺς ἐπιρρηματικοὺς προσδιορισμοὺς «ἀπαραλλάκτως, κατὰ πάντα» του Μεγάλου Βασιλείου - ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ἄλλης οὐσίας («ἐτερούσιος») ἀπ’ ὅ,τι ὁ Θεὸς Πατήρ, ἄρα εἶναι κτίσμα καὶ ὄχι Θεός, πράγμα ποὺ συνιστᾶ τὴν αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ (περὶ τῶν ἐπιπτώσεων τῆς ὁποίας βλ. κατωτέρω).
Παρομοίας σημασίας εἶναι καὶ ἡ διαφορὰ τῶν περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ θεολογικῶν ὅρων «γεννητὸς» καὶ «γενητός», ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν πρῶτος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «γεννῶ» καὶ ὁ δεύτερος ἀπὸ τὸ ρῆμα «γίγνομαι» (δημιουργοῦμαι, κατασκευάζομαι). Οἱ Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀντιμετώπισαν τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση σαφῶς διέκριναν μεταξύ των δύο. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διετύπωσε χαρακτηριστικά: «Σχετικῶς μὲ τὸ γεννητὸν δὲν διαφέρει καὶ ἂν λέγη κανεὶς ὅτι “γέγονεν” ἢ “πεποίηται”· ὅμως, τὰ γενητὰ εἶναι ἀδύνατον, ἀφοῦ εἶναι δημιουργήματα, νὰ λέγονται “γεννητά”, ἐκτὸς βέβαια, ἐὰν μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ μετέσχον στὸν γεννητὸν Υἱόν, λέγεται ὅτι καὶ αὐτὰ “ἐγεννήθησαν”· ὄχι βέβαια, χάρις στὴ φύση τους, ἀλλὰ χάρις στὴν ἐκ μέρους τοὺς μετουσία τοῦ Υἱοῦ ἐν τῷ Πνεύματι» 19.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγνώριζαν, ὅτι ὁ Θεὸς Υἱὸς καὶ Λόγος εἶναι «ἀγένητος», καθὼς καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (δηλαδὴ δὲν «ἐγένετο», δὲν «ἐκτίσθη», δὲν δημιουργήθηκε), δὲν εἶναι ὅμως καὶ «ἀγέννητος», διότι γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ὑποστάσεώς Του, κατὰ τὸ «ὑποστατικὸ Τοῦ ἰδίωμα», μὲ Γεννήτορά Του τὸν Θεὸν Πατέρα. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μόνος ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι, ὄχι μόνον ἀγένητος (ἀδημιούργητος), ἀλλὰ καὶ ἀγέννητος (δηλ. δὲν ὑπάρχει «γεννητῶς», μὲ γέννηση ἀπὸ κάποιο ἄλλο Πρόσωπο). Ἀντιθέτως, οἱ ἀρειανοὶ ἐταύτιζαν, τὴν ἀγεννησία καὶ τὴν ἀγενησία μὲ τὴν οὐσία μόνον τοῦ Θεοῦ Πατρός, καὶ συνεπέραναν ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς ἐκ τοῦ Πατρός, τότε εἶναι ἐτερούσιος, διαφορετικῆς («ἑτέρας») οὐσίας ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ συνεπῶς καὶ γενητός, δηλαδὴ κτίσμα, δημιούργημα 20, ποὺ ἦλθε στὴν ὕπαρξη σὲ κάποια στιγμή. Καὶ ἐδῶ ἡ διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν αἵρεση, διῆλθε μόνον μέσω... ἑνὸς «ν»! Ἡ διευκρίνηση στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποὺ καὶ σήμερα ἀπαγγέλλουμε, «γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα» ἔχει ἀκριβῶς τὴ σημασία αὐτῆς τῆς διακρίσεως τῶν δύο ὁμοήχων λέξεων· εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ λέγει «γεννηθέντα, οὐ γενηθέντα».
Ἕνα ἄλλο ἱστορικὸ παράδειγμα ἀφορᾶ στὸν ὄρο «Χριστοτόκος» περὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου· σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἔχουμε ἕνα δογματικὸ ὄρο, τὸν ὄρο «Χριστοτόκος» περὶ τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος νοηματικῶς κὰθ΄ ἐαυτὸν δὲν εἶναι ἐσφαλμένος21· ἄλλωστε καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἱερὰ Ὑμνογραφία ἀναφερόμενη στὴ Ὑπεραγία Θεοτόκο λέγει: «Χριστὸν τὸν Θεὸν ἠμῶν ἔτεκες»22. Ὠστόσον, ἐπειδὴ ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Νεστόριο μὲ πονηρὸ σκοπό, γιὰ νὰ ἐξοβελίσει τὸν ὄρο «Θεοτόκος» - ἐπειδὴ ὁ Νεστόριος δὲν ταύτιζε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου, ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι – γὶ΄ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε τὴν χρήση τοῦ ὄρου «Χριστοτόκος» περὶ τῆς Παναγίας, ὡς μὴ ἐπαρκοῦς ὄρου, καὶ καθιέρωσε τὸν ὄρο «Θεοτόκος»23, περὶ τῆς ἁγίας Παρθένου, ὡς ὄρου ἐπαρκέστατα σαφοῦς χριστολογικῶς, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ὅλος ὁ τότε χριστολογικὸς ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων συνοψίζεται στὸν χαρακτηρισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου: «Σχεδὸν ὁλόκληρος ὁ ἀγώνας περὶ τῆς Πίστεως ἔχει συγκροτηθῆ ἀπό μας, ἂν διαβεβαιώνουμε, ὅτι εἶναι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος»24.
· Τὴ διαπίστωση αὐτή, περὶ τῆς σημασίας τῶν φαινομενικῶς μικρῶν διαφορῶν δογματικῆς ὁρολογίας γιὰ τὴ διατήρηση ἢ ἀλλοίωση τῆς Πίστεως, ἐκφράζουν καὶ γενικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες στὰ συγγράμματά τους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ ἔργο τοῦ Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπισημαίνει: «Τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι εἶναι δύο συλλαβές· ἀλλ’ ὅμως τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ἡ ἀλήθεια, καὶ τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς πονηρίας, τὸ ψεῦδος, πολλὲς φορὲς ἐμπεριέχονται σ’ αὐτὲς τὶς μικρὲς λέξεις. Καὶ τί λέγω αὐτά; Ἤδη, καὶ μόνον νὰ κινήση κανεὶς καταφατικά το κεφάλι γιὰ τὰ μαρτύρια χάριν τοῦ Χριστοῦ, κρίθηκε ἐκπληρωτῆς ὁλόκληρης τῆς εὐσέβειας. Καὶ ἐὰν αὐτὰ εἶναι ἔτσι, ποιὲς ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἐκφράσεις εἶναι τόσο μικρή, ὥστε εἴτε καλὴ εἶναι εἴτε κακή, νὰ μὴ παρέχει μεγάλη ροπὴ γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο; Ἐὰν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Νόμο “ἰῶτα ἐν καὶ μία κεραία δὲν θὰ παρέλθη” [Ματθ.5,18], πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν σὲ μᾶς νὰ παραβαὶνουμε καὶ τὰ πιὸ μικρά;»25.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Τὰς δὲ βεβήλους καινοφωνίας περιΐστασο» [Β’Τιμ. 2, 16] γράφει· «Διότι δὲν θὰ σταματήσουν μέχρι ἐδῶ. Διότι ὅταν κάτι καινούργιο εἰσαχθῆ, πάντοτε τίκτει καινοτομίες· καὶ εἶναι ἀπέραντη ἡ πλάνη αὐτοῦ ποὺ ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ τὸ εὔδιο λιμάνι καὶ δὲν θὰ σταματήση πουθενά. Διότι λέγει “Ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἔξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Εἶναι ἀσταμάτητο κακό, ποὺ πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιορισθῆ ἀπὸ κάποια γιατρειά, ἀλλὰ καταστρέφει τὸ πᾶν. Δείχνει ὅτι ἡ καινοφωνία [καινούργια διδασκαλία] εἶναι ἀρρώστια, ἡ μᾶλλον χειρότερη ἀπὸ ἀρρώστια» 26.
Γράφει ἐπίσης καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιὰ τὸ πῶς μία λέξη, ὁ χαρακτηρισμὸς «οἰκονομία» γιὰ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ νὰ γίνει πολλαπλῶς ὀλέθριος: «Ἡ μοιχοσύνοδος ἀναμφιβόλως ὁλοκλήρωσε μίαν αἵρεση, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ μοιχεία, μολονότι στὰ μισὰ «καταλάγιασε» μόνο ... στὸ νὰ ὀνομάση ἢ μᾶλλον νὰ κηρύξη ὅτι ἡ μοιχοζευξία [δηλ. ὁ γάμος μοιχευομένων προσώπων] ἀποτελεῖ οἰκονομία στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴ θαυμάσης ἂν μιὰ λέξη τίκτη αἵρεση, ἀκούοντας τὸν Κύριο νὰ λέγη “ Ἰῶτα ἐν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθη ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται” [Ματθ. 5, 18]. Μήτε νὰ σοῦ φανῆ καλὸ νὰ λέγης· “Ποῦ εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ πολυπραγμονοῦμε, καὶ μὲ μιὰ λέξη νὰ ἀνάγουμε στὴν ἀρχὴ τοὺς τὶς γνωστικὲς θεωρίες καὶ νὰ συμπεραίνουμε ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο;”. Γιὰ νὰ μὴ πέσης στὴ λεγομένη αἵρεση τῶν Γνωσιμάχων [τῶν ἐχθρῶν της γνώσεως]».Καὶ πάλι λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο: «Αὐτοί, ὅμως, ποὺ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ἐκήρυξαν τὴν μοιχοζευξία ὡς σωτήρια οἰκονομία, τί διαφορετικὸ ἔκαναν ἀπὸ τὸ νὰ ἀποφανθοῦν ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι τρεπτὲς [...] Δὲν συμπεραίνεται λοιπον ἀπὸ αὐτά, παρὰ μόνον τὸ ὅτι, ὁ Θεὸς εἶναι τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτός, καθὼς ἐξομοιώνεται αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι ἀόριστο ὡς πρὸς τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀπώλεια. Ἄρα, καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ γιὰ κάθε παράβαση ἐντολῆς, ὑπάρχει ... “οικονομία” !» 27.
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου ἐπιτεύχθηκε ἡ πρώτη ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων (787 μ.Χ.), ἀπευθυνόμενος στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, λέγει τὰ ἑξῆς: «Τὸ νὰ ἁμαρτάνη κανεὶς στὰ δόγματα εἴτε εἶναι μικρά, εἴτε εἶναι μεγάλα, εἶναι τὸ ἴδιο. Διότι καὶ ἀπὸ τὰ δύο ἀθετεῖται ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ» 28.
Παρομοίως καὶ ὁ Ἅγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο, γράφοντας γιὰ τὸ ποιὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑποχρεωτικὰ γιὰ ὅλους καὶ ποιὰ ὄχι, ἐπισημαίνει: «Καὶ πράγματι, ὑπάρχουν τὰ κοινά, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ φυλάττουν ὅλοι, καὶ βεβαίως πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ περὶ Πίστεως, ὅπου ἂν παρεκκλίνη ὀλίγον κανείς, ἁμαρτάνει ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον». 29.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καταφερόμενος κατὰ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, παρατηρεῖ στὸ ἔργο τοῦ Λόγος ἀποδεικτικὸς περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ἑξῆς: «Ὁ ὄφις λοιπὸν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο καὶ περισσότερον κατηραμένος, τὸ πρῶτο καὶ μέσο καὶ τελευταῖο κακό, ὁ πονηρός, ποὺ τρέφεται πάντοτε ἀπὸ τὴν χαμερπῆ καὶ γήινη πονηρία, ὁ ἀκούραστος παρατηρητὴς τῆς πτέρνας, δηλαδὴ τῆς ἀπάτης, αὐτὸς ποὺ εἶναι κάθε θεομίσητης δοξασίας ἐφευρετικώτατος σοφιστὴς καὶ ἀπίθανα εὐμήχανος, χωρὶς καθόλου νὰ λησμονῆ τὴ δική του κακοτεχνία, εἰσάγει καινούργιες ὁρολογίες περὶ Θεοῦ, μέσω τῶν Λατίνων, ποὺ εἶναι πειθήνιοι σὲ αὐτόν, καὶ οἱ ὁποῖες φαίνονται νὰ ἔχουν μικρὴ παραλλαγή, ἀλλὰ εἶναι ἀφορμὲς μεγάλων κακῶν καὶ φέρουν πολλὰ καὶ δεινὰ ἔκφυλα καὶ ἄτοπά της εὐσεβείας, καὶ οἱ ὁποῖες δεικνύουν σὲ ὅλους φανερῶς, ὅτι σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ Θεό, δὲν εἶναι μικρό το ἔστω καὶ ἐλάχιστα μικρό. Διότι ἐὰν στὸ κάθε τί ἀπὸ τὰ δικά μας [τὰ ἀνθρώπινα] ἐὰν ξεκινήση ἕνα ἄτοπο στὴν ἀρχή, μετὰ ταῦτα γίνονται πολλά τα ἄτοπα, πὼς σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴν κοινὴ Ἀρχὴ τῶν πάντων καὶ στις σχετικὲς μὲ αὐτὴν τρόπον τινὰ ἀναπόδεικτες ἀρχές, ἐὰν προηγηθῆ κάτι ἄηθες μὲ ἀσέβεια, δὲν θὰ γίνουν πολλά τα ἀτοπήματα ἐκτὸς τούτου; Στὰ ὁποῖα θὰ εἶχε φανερῶς περιπέσει τὸ γένος τῶν Λατίνων, ἂν δὲν εἶχε ἀφαιρεθῆ τὸ περισσότερο ἀπὸ τὴν κακοδοξία, ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀντιλέγαμε στὴν καινοφωνία τοῦ δόγματος. Καὶ μερικὲς φορὲς συστέλλονται τόσο πολύ, ὥστε λόγω ἐλλείψεως ἐπιχειρημάτων, νὰ λέγουν ὅτι ἔχουμε τὸ ἴδιο φρόνημα, ἀλλὰ διαφωνοῦμε στὶς ἐκφράσεις· καὶ βέβαια ψεύδονται ὑπέρογκα στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ τοὺς» 30. Συνεπῶς, καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, «οὐ μικρὸν ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ τὸ παραμικρόν».
Τὸ φρόνημα αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ παραμικρὴ ἀπόκλιση ἀπ’ τὴν Πίστη, συνιστᾶ αἵρεση, τεκμηριώνεται ἐπαρκῶς ἀπὸ τὶς παραπάνω λίγες παραπομπὲς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, μολονότι εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρεθοῦν καὶ πολλὲς ἀκόμη. Μάλιστα, ἡ συνείδηση αὐτὴ πέρασε καὶ στοὺς περὶ Πίστεως πολιτικοὺς νόμους· ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ «Νομοκάνων» -ὁ ὁποῖος εἶναι συλλογὴ ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Νόμων τῆς Πολιτείας- σὲ διάταξη τοῦ πολιτικοῦ Κώδικος (α΄ βιβλίον, ε΄ διάταξις, β΄ τίτλος) ὑπάρχει ὁ ἑξῆς χαρακτηρισμὸς τοῦ νόμου τῆς Πολιτείας: «εἶναι αἱρετικὸς καὶ ὑπόκειται στοὺς νόμους κατὰ τῶν αἱρετικῶν αὐτὸς ποὺ παρεκκλίνει καὶ λίγο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη»31. Ἐπίσης σὲ ἄλλη, παλαιότερη νομικὴ διάταξη ὑπάρχει καὶ ἡ διατύπωση αὐτή: «αἱρετικὸς εἶναι ὁ καθένας ποὺ φάνηκε καὶ μὲ μικρὴ ἔνδειξη ὅτι παρετράπη ἀπὸ τὸ δόγμα ἢ τὴν εὐθεία της Καθολικῆς Ἐκκλησίας» 32.
Δυστυχῶς, στὰ πλαίσια τῆς αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τείνει, ὅση δύναμις, νὰ ἀλλοιώσει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κανεὶς τὴν ἀπαράδεκτη, ἀνεδαφικὴ καὶ ἀντι-παραδοσιακὴ διαίρεση τῶν δογματικῶν διαφορῶν σὲ ἐκεῖνες ποὺ συνιστοῦν αἵρεση καὶ σὲ ἄλλες ποὺ δὲν συνιστοῦν αἵρεση 33.
Ὁπωσδήποτε, ὅμως, αὐτὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται στὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι τὸ ἀντίθετο καὶ εἶναι πολὺ ἁπλὸ καὶ σωτήριο: ὅποιος (ὀνομαζόμενος «χριστιανὸς») πιστεύει μὲν στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὸν Χριστὸ ὡς Θεό, ἀλλ’ ἐνσυνειδήτως διαφέρει τῆς Ὀρθοδοξίας ἔστω καὶ κατ’ ἐλάχιστον, αὐτὸς εἶναι αἱρετικὸς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
5. Σωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις τῆς αἱρέσεως
Α. Τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, κὰθ΄ ὅτι ἄκυρα, εἶναι ἀχαρίτωτα Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, πρὸς λύπην Της, ὑποχρεωμένη νὰ ἀποκόψει τὰ ἀμετανόητα αἱρετικὰ μέλη της γιὰ νὰ μὴ ἀλλάξει σταδιακὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ Πίστη καὶ Παράδοση· ἡ ἀποκοπὴ αὐτὴ τῶν αἱρετικῶν, τὸ γνωστὸν «ἀνάθεμα» ἢ«ἀφορισμὸς» τῶν ἱερῶν Συνόδων, οὐσιαστικῶς στερεῖ καὶ ἐπισήμως τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μολονότι οἱ αἱρετικοὶ εἴχαν ἤδη διακόψει κάθε προσωπικὴ ἐν Ἁγίω Πνεύματι σχέση μὲ τὸν Χριστόν, ἀποδεχόμενοι ἕνα «ἀντίχριστο» φρόνημα.
Ἀποδεικνύεται ἐπαρκῶς, βάσει τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πλήθους ἱστορικῶν περιστατικῶν, ποὺ ἀφοροῦν στὸν Ἄρειο (4ος αἱ.), στὸν ἀντι-ησυχαστὴ Ἀκίνδυνο (14ος αἱ.), κ.α. ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες, ὅσοι ἐκκινοῦν μιὰ καινουργὴ αἵρεση, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι τυπικῶς (ἐξωτερικῶς) ἐντὸς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικῶς εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό 34.
Ἡ Ἐκκλησία, παρὰ ταῦτα, ἐπειδὴ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ «Μία», καθὼς ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, δὲν διαιρεῖται, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ταυτότητα Πίστεως, κοινὴ μετοχὴ στὴ Λατρεία καὶ τὰ Μυστήρια καὶ κοινὴ διοίκηση 35· ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε δύο ὁμότιμες Ἐκκλησίες μὲ διαφορετικὴ Πίστη, λατρεία, διοίκηση, καθὼς ἐσφαλμένως δογματίζεται λ.χ. περὶ δῆθεν «δύο πνευμόνων» τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ, ἡ περὶ τῶν ἑτερόδοξων «Ἐκκλησιῶν» ὡς κλάδων τοῦ ἑνὸς δένδρου τῆς ἀοράτου Ἐκκλησίας («θεωρία τῶν κλάδων») 36· ἡ ἁπλὴ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ παραμένει πάντοτε ἀδιαίρετη.
Γράφει ἐπὶ τούτου καὶ ὁ Ὁμολογητὴς Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔπειτα, μὲ πολλοὺς τρόπους πολλὲς αἱρέσεις προσέκρουσαν πάνω της καὶ ἄθεσμοι ρύποι ἀντίθετοι στοὺς Κανόνες, ὅπως καὶ τώρα, ἀλλὰ ἡ ἴδια [ἡ Ἐκκλησία] μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμείνει ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένη ἔτσι στὸν αἰώνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά, ὅπως ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἄσειστη παράλια πέτρα, τὰ κύματα ποὺ καταπίπτουν πάνω της» 37.
Περὶ τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων καὶ τῆς διδαχῆς τῶν αἱρετικῶν ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐρμηνεύοντας βαθύτερα τὴν ἐπίπληξη τοῦ Προφήτου Μαλαχίου γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς «γυναικὸς τῆς νεότητος» (Μαλ. 2, 14.15), γράφει τὰ ἑξῆς: «Καὶ αὐτὰ μὲν ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐμφανῆ καὶ πρόχειρη κατανόηση· ἀλλὰ πρέπει νὰ προσέχουν ὅσοι ἔχουν κληθῆ πρὸς ἁγιασμὸ μέσω τῆς Πίστεως, μήπως μὲ κάποιον τρόπο ἀποτραβηχθοῦν πρὸς τὶς βέβηλες αἱρέσεις, σὰν πρὸς κάποιες γυναῖκες ἀλλογενεῖς, τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἀπεχθάνεται. Διότι τοὺς ἀρκεῖ γιὰ πνευματικὴ καρποφορία ἢ καθαρὴ καὶ ἄμωμη παιδαγωγία τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ - τρόπος τοῦ λέγειν - τοὺς καθιστὰ πατέρες τέκνων εὐγενῶν, οἱ ὁποῖοι τίκτουν νοητῶς ἀπὸ ἀγαθὴ καρδία τὰ καυχήματά της πρὸς Θεὸν ἀγάπης» 38.
Σὲ ἄλλο ἔργο του ὁ Ἅγιος Κύριλλος γράφει· «... αὐτοὶ ποὺ συνάπτονται μὲ τοὺς ἀνοσίους αἱρετικοὺς καὶ μετέχουν στὰ θυσιαστήρια ἐκείνων, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ ἀγαπημένα τὰ Θυσιαστήρια ἔγιναν ξένα. Διότι ἐπλήθυναν ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ των τὶς ἁμαρτίες, θυσιάζοντας τὸν Ἀμνόν, ἔξω της ἱερᾶς καὶ θείας αὐλῆς, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας» 39.
Παρομοίως περὶ τῆς ἀπουσίας ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος στὶς ἐκτὸς Ἐκκλησίας κοινότητες ἀποφαίνεται καὶ ἡ Ἁγία Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως φαίνεται στὰ Πρακτικά της: «Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητὴς τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπε· ἡ αἵρεση χωρίζει κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἡ Ἁγία Σύνοδος εἶπε· τοῦτο εἶναι ὁλοφάνερο» 40.
Λόγω τῆς ἐλλείψεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους τῶν αἱρετικῶν εἶναι σαφὲς στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀληθὴς ἀρετὴ σ΄αὐτούς· σημειώνουμε ἀντιπροσωπευτικῶς μόνον τὸν ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος· «Εἶναι ἀδύνατον ἀπὸ τὸ χιόνι νὰ προέρχεται φλόγα· περισσότερον, ὅμως, ἀδύνατον εἶναι νὰ ὑπάρχη ταπείνωσις εἰς τοὺς ἑτεροδόξους· τοῦτο, λοιπόν, εἶναι κατόρθωμα τῶν πιστῶν καὶ εὐσεβῶν, καὶ μάλιστα ὅσων ἔχουν καθαρθῆ» 41.
· Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν «ἀποστολικὴ διαδοχή».
Πολλοὶ σύγχρονοι οἰκουμενιστές, ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων, ἐπικαλοῦνται τὴν τῶν αἱρετικῶν «ἀποστολικὴ διαδοχή», δηλαδὴ τὴν ἀδιάσπαστη σειρὰ χειροτονιῶν ἡ ὁποία κατέρχεται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ μέχρι τὴν χειροτονία τῶν συγχρόνων μας αἱρετικῶν Ἐπισκόπων στοὺς τόπους τῶν δικαιοδοσιῶν τῶν αἱρετικῶν· ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφεῖς γιὰ τὴν ἔλλειψη χάριτος σὲ ὅσους δὲν εὑρίσκονται σὲ ζωντανὴ κοινωνία (καὶ ὄχι ἁπλῶς ἱστορικὴ-παρελθοντικὴ) μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὀμιλώντας περὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τῆς ἀναδείξεώς του στὸ Θρόνο τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, ὡς διαδόχου του Ἀποστόλου Μάρκου, διευκρινίζει, ὅτι σημασία γιὰ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἔχει ἡ διαδοχὴ καὶ ἐξακολούθηση τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως καὶ ὄχι ἡ διαδοχὴ τοῦ θρόνου καθ’ ἐαυτόν, ἄνευ τῆς ὀρθῆς Πίστεως. Λέγει ἐπὶ λέξει· «Ὅ,τι εἶναι ὁμόγνωμο εἶναι καὶ ὁμόθρονο· ὅτι εἶναι ἀντιδοξο [δηλ. τῆς ἀντιθέτου δόξης, πίστεως] εἶναι καὶ ἀντιθρόνο [τοῦ ἀντιθέτου θρόνου]· καὶ ἡ μὲν [ἡ διαδοχὴ στὸν θρόνο] ἔχει τὸ ὄνομα τῆς διαδοχῆς, ἀλλὰ ἡ δὲ [ἡ διαδοχὴ στὴν εὐσέβεια] ἔχει τὴν ἀλήθεια τῆς διαδοχῆς. Διότι δὲν εἶναι διάδοχος αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀντίθετη δόξα [πίστη], ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν ἴδια πίστη. Ἂν κάποιος δὲν παραδέχεται διάδοχο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τότε [εἶναι] σὰν νὰ λέγη τὴν νόσο διάδοχό της ὑγείας, καὶ τὴ ζάλη τῆς γαλήνης καὶ τὴν τρέλλα τῆς συνέσεως» 42.
· Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι «καθ’ ἑαυτὸ» ἄκυρο καὶ χωρὶς καμμία «διαδοχή».
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης ἀναφέρει τὴν ἀρχαία παράδοση, τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν νὰ θεωρεῖται παντελῶς ἄκυρο, τῶν δὲ σχισματικῶν, ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ὅπου εἶχαν στὴν ἀρχὴ βαπτισθῆ) νὰ γίνεται δεκτό. «Ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα ἔκριναν οἱ παλαιοὶ νὰ δέχονται, τὸ ὁποῖο καθόλου δὲν παραβαίνει τὴν Πίστη. [...] Ἀπεφάσισαν λοιπὸν οἱ ἀρχαῖοι, τὸ μὲν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν παντελῶς νὰ τὸ ἀπορρίπτουν, τῶν δὲ σχισματικῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἀκόμη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ τὸ ἀποδέχονται. [...] Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐβαπτίσθηκαν σὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς παραδόθηκαν, δὲν ἐβαπτίσθηκαν»43.
Περαιτέρω ἐπεξηγεῖ, ὅτι μερικοὶ παλαιοὶ Πατέρες τῆς «αὐστηρότερης» γραμμῆς (ἅγιος Κυπριανός, ἅγιος Φιρμιλιανὸς κ.α.) προτίμησαν ἀκόμη καὶ τῶν σχισματικῶν τα μυστήρια, λόγω τῆς ἐξόδου τῶν σχισματικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ θεωροῦνται ἄκυρα, διότι οἱ μὲν πρῶτοι των σχισματικῶν εἶχαν λάβει τὴν χάρη, ἀλλὰ τὴν ἔχασαν ἀπομακρυνόμενοι τῆς Ἐκκλησίας· «Αὐτοὶ ποὺ ἀπέστησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶχαν πιὰ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω τους· διότι ἔλειψε ἢ μετάδοση [τοῦ Ἁγίου Πνεύματος] ἐπειδὴ διεκόπη ἡ ἀκολουθία. Αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι ἀπεχώρησαν [ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία] εἶχαν τὶς χειροτονίες ἀπὸ τοὺς Πατέρες, καὶ μὲ τὴν τοποθέτηση τῶν χειρῶν αὐτῶν, ἔλαβαν τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν· ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἀπεκόπησαν [οἱ σχισματικοί], ἐπειδὴ ἔγιναν λαϊκοί, δὲν εἶχαν ἐξουσία οὔτε νὰ Βαπτίζουν, οὔτε νὰ χειροτονοῦν, οὔτε ἠμποροῦσαν νὰ παρέχουν σὲ ἄλλους τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἄλλωστε αὐτοὶ ἐξέπεσαν. Διὰ τοῦτο προσέταξαν, ἐπειδὴ οἱ δικοί τους βαπτίζονται ἀπὸ λαϊκούς, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀνακαθαίρονται μὲ τὸ ἀληθινὸ Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας» 44.
Ἂν λοιπὸν τίθεται, ὅπως ἐδῶ, σοβαρότατο θέμα ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων τῶν σχισματικῶν, πόσο μᾶλλον εἶναι μετὰ βεβαιότητος ἄκυρα τα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν;
Γιὰ τὸ λόγο τοῦτο καὶ ὁ ἱερὸς Κανὼν τῆς ἐν Καρχηδόνι ἁγίας Τοπικῆς Συνόδου (258 μ.Χ.) εἶχε νωρίτερα διαπιστώσει : «... αὐτὸ καὶ τώρα ὁρίζουμε, τὸ ὁποῖο πάντοτε ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμε, ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βαπτισθῆ ἔξω τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα το Βάπτισμα καὶ ὑπάρχει μόνο μέσα στὴν Καθολικὴ [δηλ. Ὀρθοδόξη] Ἐκκλησία [...] στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νὰ δοθῆ [ἄφεση ἁμαρτιῶν], ἀλλὰ πλησίον των αἱρετικῶν, ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατον νὰ λάβη κανεὶς ἄφεση ἁμαρτιῶν [...] Ὁ αἱρετικὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἁγιάση τὸ ἔλαιον, ἐπειδὴ δὲν ἔχει οὔτε θυσιαστήριο, οὔτε Ἐκκλησία. Καὶ δὲν ἠμπορεῖ ὁλωσδιόλου νὰ ὑπάρχη χρίσμα στοὺς αἱρετικοὺς [...] Καὶ γι’ αὐτὸ ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μὲ τὸν Κύριο καὶ κρατοῦμε τὴν ἑνότητα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ἀξία ποὺ μᾶς χορηγεῖται, καὶ λειτουργώντας τὴν ἱερατεῖα Του στὴν Ἐκκλησία, ὅσα κάνουν οἱ ἐναντίον Τοῦ ἀντικείμενοι, δηλαδὴ ἐχθροὶ καὶ ἀντίχριστοι,ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀποδοκιμάσουμε καὶ ἀποποιηθοῦμε καὶ ἀπορρίψουμε καὶ νὰ τὰ ἔχουμε ὡς βέβηλα» 45.
Σύγχρονες μελέτες, μὲ ἴσως πιὸ πλήρη καὶ ἔγκυρη αὐτὴν τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ «Ὁμολογῶ ἐν Βάπτισμα», ἀποδεικνύουν, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων (π.χ. 7ου τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95ου τῆς Πενθέκτης) ὅτι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε ὡς καθ’ ἑαυτὰ ἄκυρα τα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀσχέτως ἂν γιὰ πολλοὺς λόγους γίνονταν ἐνίοτε κατ’ οἰκονομίαν δεκτά, ἀλλὰ μὲ τὴν προϋπόθεση, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἐπιστρέφουν στὴν Ἐκκλησία.
Δηλαδή, ἂν δὲν ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν λαμβάνονται ὡς παντελῶς ἄκυρα «καθ’ ἑαυτά».
Ἐπίσης, ἡ ἴδια μελέτη ἀποδεικνύει, ὅτι προϋπόθεση γιὰ τὴν (κατ’ οἰκονομίαν καὶ ὄχι κατ’ ἀκρίβειαν) ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος ἑνὸς αἱρετικοῦ, ἀποτελεῖ το νὰ εἶναι ὁ τρόπος τοῦ βαπτίσματος τῆς ἐν λόγῳ αἱρέσεως, ταυτόσημος μὲ τὸν ὀρθόδοξο, δηλαδὴ τριπλῆ κατάδυση στὸ νερό, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος46. Αὐτὸν τὸν τύπο τοῦ Βαπτίσματος ἔχουν παντελῶς ἐγκαταλείψει οἱ μεγαλύτεροί των συγχρόνων αἱρετικῶν «χριστιανῶν», Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, ἐφαρμόζοντας οἱ μὲν ράντισμα (“aspersion”), καὶ ὄχι βάπτισμα, οἱ δὲ ἀρκούμενοι στὴν ὁμολογία τῆς «πίστεως στὸν Ἰησοῦ», ἄνευ ἀληθοῦς καταδύσεως στὸ νερό.
Ἐπὶ τούτου προσμαρτυρεῖ καὶ ὁ ἱστορικός, Καθηγητὴς Βλάσιος Φειδᾶς, ὅτι ἦταν ἡ ἀποκλίνουσα ἐκκλησιολογία μόνον τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἡ ὁποία καί σε αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀλλοίωσε τὴν μέχρι τότε παραδοσιακὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἀναγνώρισε κύρος στὰ μυστήρια ἔξω-ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, θέτοντας τὶς βάσεις γιὰ τὴ μεταγενέστερη δυτικὴ «ἐλαστικὴ» ἐκκλησιολογία τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν. Ἡ κύρια ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ «γραμμὴ» ἐν προκειμένω εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Ἃγιο Κυπριανὸ Καρχηδόνος: «Ἐκτὸς Ἐκκλησίας οὐδεμία σωτηρία» (“Extra Ecclesiam nulla salus”), ὅπως καὶ ἀπὸ τὸ ἀνάλογο χωρίο ἄλλου ἔργου του, ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιος πατέρα τὸν Θεό, ἂν δὲν ἔχη μητέρα τὴν Ἐκκλησία» 47.
Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Καθηγητὴς Φειδᾶς: «Γιὰ νὰ θεμελιώση ὅμως τὴν καθολικότητα καὶ τὸ ἀκαταγώνιστό της θείας χάριτος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίση [ὁ ἰ. Αὐγούστινος]: α) τὴν προγενέστερη σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ θεία χάρη παρέχεται μόνο μὲ τὰ μυστήρια καὶ μόνο μέσα στοὺς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας [...] Ἡ ἀποσύνδεση αὐτὴ τῆς παροχῆς τῆς θείας χάριτος τόσο ἀπὸ τὸν τελοῦντα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔφερε τὸν ἰ. Αὐγουστίνο σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ ἰ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκφράζοντας τὴ γενικότερη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, εἶχε ὑποστηρίξει ad hoc ὅτι οἱ βαπτιζόμενοι ἀπὸ αἱρετικούςηκαι σχισματικοὺς δὲν λαμβάνουν τὴ θεία χάρη, γιατί “extra Ecclesiam nulla salus” […] ... καὶ οἱ αἱρετικοὶ [κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἰ. Αὐγουστίνου] θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν κατὰ κάποιο τρόπο μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί “πολλοὶ ποὺ φαίνονται ὅτι εἶναι ἔξω, στὴν πραγματικότητα εἶναι μέσα” στὴν Ἐκκλησία (De baptismo, 5, 28) […] Οἱ ἐκκλησιολογικὲς ὅμως συνέπειες [τῆς διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου] τονίσθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ μεταγενέστερη σχολαστικὴ θεολογία καὶ ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ μεταρρύθμιση, ἐπηρέασαν δὲ μὲ καθοριστικὸ τρόπο τὴν ὅλη ἐκκλησιολογία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο φαίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ διδασκαλία περὶ “ἀοράτου Ἐκκλησίας”, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου» 48.
· Ἡ αἵρεση (καὶ ὄχι ὁ ἀντι-αιρετικὸς ἀγώνας) δημιουργεῖ σχίσμα καὶ ἐξάγει ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα Χριστοῦ
Ἡ πρώτη καὶ ἄμεση βλάβη τῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση προέρχεται ἀπὸ τὸ σχίσμα ποὺ δημιουργεῖ ἡ αἵρεση στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ καὶ διδασκαλία αἱρέσεως ἀποτελεῖ ἀρχὴ σχίσματος, εἶναι φανερὸν εὐκρινέστατα ἀπὸ τὸν 15ον ἱερὸν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ ὅσους Χριστιανοὺς ἀποστοῦν (ἀπομακρυνθοῦν) ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ἀκόμη καὶ πρὸ μιας ἀποφάσεως Συνόδου κατὰ τοῦ ἐπισκόπου τούτου. Ὁ ἱερὸς αὐτὸς Κανὼν διευκρινίζει ὅτι δὲν εἶναι σχισματικοὶ ὅσοι Ὀρθόδοξοι διακόπτουν τὴν (μυστηριακὴ καὶ γενικώτερη) κοινωνία μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, ἂν αὐτὸς κηρύττει φανερῶς αἵρεση, ἀλλὰ εἶναι σχισματικὸς ὁ ψευδεπίσκοπος ἐκεῖνος ποὺ εἰσάγει τὴν αἵρεση, οἱ δὲ ἀντιδρῶντες ἐναντίον του, ἐπαινοῦνται διότι πολεμοῦν τὸ αἱρετικὸ σχίσμα «[....] Διότι κατηγόρησαν ὄχι Ἐπισκόπους, ἀλλὰ ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοδιδασκάλους, καὶ δὲν κατακομμάτιασαν τὴν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ σχίσμα, ἀλλὰ μερίμνησαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχίσματα καὶ διαμερισμοὺς» 49.
Καὶ ὁ Ἅγιος ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπισημαίνει : «Δὲν εἴμαστε ἀποσχιστές, θαυμαστέ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (ποτὲ νὰ μὴ τὸ πάθουμε αὐτό!) μολονότι μὲ ἄλλους τρόπους εἴμαστε μέσα σὲ πολλὲς ἁμαρτίες· ἀλλὰ εἴμαστε ὁμόσωμοι μὲ Αὐτὴ καὶ τρόφιμοί Της, μαζὶ μὲ τὰ θεία δόγματα, καὶ ἐπιθυμοῦμε σφόδρα νὰ φυλάττονται οἱ Κανόνες καὶ οἱ διατυπώσεις Αὐτῆς. Τὸ νὰ ταράζη καὶ νὰ ἀποσχίζεται κανεὶς ἀπὸ Αὐτὴν [τὴν Ἐκκλησία] ἡ ὁποία ἀληθῶς δὲν ἔχει καμμία κηλίδα ἡ ρυτίδα ὅσον ἀφορᾶ στὴν Πίστη καὶ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν Κανόνων ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ αἰῶνος καὶ μέχρι τώρα, ἀνήκει σὲ ἐκείνους, ποὺ ἡ πίστη τοὺς ἔχει μέσα κάτι διαστρόφο καὶ ἡ ζωὴ τοὺς εἶναι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς θεσμοὺς [...] Γι’ αὐτὸ γνώριζε ὅτι δὲν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας [ὁ ζῆλος μᾶς] ἀλλὰ ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεράσπιση τῶν θείων νόμων· τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἤδη εἶπε καὶ ἡ τιμιότητά σου, εἶναι διάσπαση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ παράλυση τῶν Κανόνων [...]. Τὸ νὰ μὴ ἔχη [ἡ Ἐκκλησία] σπίλον ἡ ρυτίδα [Ἐφεσ. 5, 27], γιὰ νὰ τὸ ξαναποῦμε, νοεῖται ἔτσι, τὸ ὅτι δὲν ἀποδέχεται τὰ ἀσεβῆ δόγματα καὶ τὰ ἐναντίον τῶν Κανόνων ἐγχειρήματα» 50.
Β. Οἱ αἱρέσεις ἀλλοιώνουν τὸ ὀρθὸν σέβας στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν
Ἡ αἵρεση, λοιπόν, πλὴν τοῦ ὅτι ὡς σχίσμα πίστεως, ἀποκόπτει ἀσθενῆ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο καὶ τὴ χάρη τῶν ὀρθοδόξων Μυστηρίων, θέτοντας τὴ σωτηρία τους σὲ σχεδὸν βέβαιη ἀπώλεια, παραχαράσσει ἐπίσης καὶ τὴ σωτηριολογία τῆς αἱρετικῆς κοινότητας, δηλ. τὴ διδασκαλία περὶ τοῦ πὼς μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὴ σωτηρία, ὥστε νὰ καθίσταται ἀδύνατη τουλάχιστον ἡ διατήρηση μιᾶς κάποιας ὀρθοπραξίας, μιᾶς ὀρθῆς κατὰ πράξιν «θεραπευτικῆς ἀγωγῆς» στὴν αἱρετικὴ κοινότητα.
Ἡ ἔλλειψη ὀρθῆς σωτηριολογίας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἄκυρα (ἄνευ χάριτος) αἱρετικὰ μυστήρια, εἶναι ὀλέθρια γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπὸ τὸν καθαρὸ βίο, ἂν τὰ δόγματα εἶναι διεφθαρμένα· ὅπως πάλι καὶ τὸ ἀντίθετο, [δὲν ὑπάρχει ὄφελος] ἀπὸ ὑγιῆ δόγματα, ἐὰν ὁ βίος εἶναι διεφθαρμένος»51.
Σημειώσαμε βέβαια παραπάνω, ὅτι πολλὲς φορὲς καὶ ὁ φαῦλος βίος «γεννᾶ» διαφθαρμένες διδασκαλίες. Πάντως καὶ ἀντιστρόφως, τὰ φαῦλα δόγματα γεννοῦν φαῦλο βίο. Τὸ δεύτερο τοῦτο, τὴ συνέπεια τῶν φαύλων δογμάτων στὴ ζωή μας, ὡς τρόπο προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, ἐξετάζουμε περισσότερο στὴν παράγραφο αὐτή.
Ἐπεξηγεῖ σχετικῶς - καὶ ὡς πάντοτε εὐστόχως - ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καὶ Καθηγητὴς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Στὸν Μεσαίωνα ἦταν πάρα πολὺ γνωστό, στοὺς κυβερνῶντες, ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως. Ποιὰ εἶναι ἡ διαφορά; Ἡ διαφορὰ εἶναι ἁπλουστάτη. Ὅτι στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Ὀρθοδοξία ὅμως θεραπεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καὶ ἀπόδειξις εἶναι οἱ ἅγιοι. Οἱ αἱρετικοὶ ἦταν κάτι ἀντίστοιχο μὲ τοὺς κομπογιαννίτες καὶ ὑπέσχοντο κάποια ζωὴ μετὰ θάνατον. Σ’ αὐτὴν ὅμως ἐδῶ τὴ ζωὴ δὲν ἔδιναν θεραπεία στοὺς πιστούς τους οὔτε προσέφεραν τίποτε παραπάνω ἀπὸ μία ἐπὶ πλέον δεισιδαιμονία. Οἱ αἱρέσεις ἦταν καὶ εἶναι θρησκεῖες γιὰ μετὰ τὸν θάνατο. Αἱρετικὸς ἦταν ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ δόγματα δὲν ἦταν Ὀρθόδοξα· ἔτσι δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ φθάση στὴν κάθαρσι καὶ στὸν φωτισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως προσφέρει αὐτὴν τὴν θεραπεία καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κάθαρσι καὶ στὸν φωτισμὸ [...] Ἡ Ὀρθοδοξία ξεχωρίζει ἀπὸ ἕνα μοναδικὸ φαινόμενο, ποὺ δὲν ὑπάρχει στὶς ἄλλες θρησκεῖες. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρωπολογικὸ καὶ θεραπευτικό. Σ’ αὐτὸ διαφέρει. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ θεραπεύει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα [...] Δὲν τὶς ἔκαναν [οἱ Πατέρες τὶς διακρίσεις τῆς δογματικῆς ὁρολογίας] γιὰ νὰ κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, ἀλλὰ τὶς ἔκαναν γιὰ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες ἐπάνω στὰ θέματα αὐτά. Τὸ ἔργο αὐτὸ τῶν Πατέρων, τὸ νὰ χρησιμοποιοῦν δηλαδὴ τέτοια εἰδικὴ ὁρολογία, δὲν ἔγινε γιὰ τὴν κατανόησι κανενὸς δόγματος, διότι ὁ σκοπὸς τοῦ δόγματος δὲν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλὰ ἡ κατάργησίς του, ἡ ὁποία συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μὲ τὸ ἴδιο το Μυστήριο ποὺ ἐκφράζει τὸ δόγμα. Τότε καταργεῖται τὸ δόγμα, τὸ ὁποῖο οὔτως ἡ ἄλλως δὲν ἔγινε ποτὲ κατανοητὸ ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς. Καταργεῖται τὸ δόγμα, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχη πιὰ ἕνωσις μὲ τὸ ἴδιο το Μυστήριο»52.
Εἶναι σαφὲς καὶ ἐδῶ, ὅπως προείπαμε, περὶ πάσης δογματικῆς διαμάχης, ὅτι ἡ διαμάχη δὲν ἀφορᾶ στὴν ὁρολογία καθ’ ἐαυτήν, ἀλλὰ στὰ ἴδια τὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἡ ὁρολογία σημαίνει, ὥστε νὰ διατηρηθῆ ἀσφαλὴς ὁ δρόμος τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος κινδυνεύει ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. Ὅταν φθάσει κανεὶς στὴ θέωσι, ὅπως οἱ Ἅγιοι, διαπιστώνει, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὑπεράνω πάσης ὁρολογίας (δόγματος) ὅπως εἶναι ἐπέκεινα καὶ πάσης περιγραφῆς.
Δειγματοληπτικῶς, ἀναφέρουμε τὶς πρακτικές, κατὰ τὸ βίο, συνέπειες μερικῶν σημαντικῶν αἱρέσεων.
Ἀρειανισμός Το ποιὲς θὰ ἦταν οἱ συνέπειες τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρετικῆς θεολογίας τοῦ Ἀρείου, μᾶς ἀναφέρει συνοπτικῶς στὴν Ἱστορία Δογμάτων του, ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰωάννης Καλογήρου, βασιζόμενος στὸ Μ.Ἀθανάσιο: «... ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καταρρίπτει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἀκριβῶς γιὰ τὶς ἀντιθρησκευτικὲς συνέπειες στὶς ὁποῖες αὐτὴ ὁδηγεῖ. Κατὰ τὸν Ἄρειο ὁ Λόγος ἦταν τρόπον τινὰ κατὰ τὸ ἥμισυ Θεός, ποὺ προῆλθε ἐν χρόνω, συνεπῶς δὲν εἶναι προαιώνιος. Ἀλλὰ ἔτσι τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση κ’ ἡ θεότητα τοῦ Πατρός· δὲν ὑπῆρξε προαιωνίως Πατήρ, δὲν ἔφερε μέσα Του προαιωνίως Λόγον, Φῶς καὶ Σοφίαν· ἐπῆλθε καὶ σὲ Αὐτὸν μεταβολὴ καὶ ἀλλοίωση, ὅταν ἔγινε Πατὴρ τοῦ Λόγου, ποὺ δὲν ἦταν προαιώνιος. Μὲ ἄλλες λέξεις ἡ Ἁγία Τριὰς παρουσιάζεται νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν χρόνο, ὅταν ἀπορρίπτεται, ὅπως ἀπὸ τὸν Ἄρειο, τὸ Ἄναρχόν του δευτέρου προσώπου της μὲ τὸ [δόγμα] ἐκείνου: ”ὑπῆρξε κάποτε στιγμή, ὅταν δὲν ὑπῆρχε [ὁ Λόγος]”. Μαζὶ μὲ αὐτὰ διέφθειρε ὁ Ἄρειος, σύμφωνα μὲ τὴν κριτικὴ ποὺ ἄσκησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴ διδασκαλία του, τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια περὶ σωτηρίας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ πλήρης καὶ πραγματικὴ θεότης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται ἀκριβῶς στὶς σωτηριώδεις ἐνέργειές Του. Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ κανένα τρόπο δὲν ἀνέχεται τὴν ἰδέα περὶ «δευτέρου Θεοῦ», περὶ κάποιου δευτερεύοντος Θεοῦ. Ὁ -σύμφωνα μὲ τὸν Ἄρειο - μεταγενέστερος ἐκεῖνος Λόγος δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς δώσει οὔτε τὴν ὀρθὴ περὶ Θεοῦ γνώση, οὔτε ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἀθανασία. Τὸ βάπτισμα ποὺ γίνεται στὸ ὄνομά του δὲν ἔχει καμμία ἀξία, ἀφοῦ γίνεται στὸ ὄνομα κτίσματος. Εἶναι δὲ καὶ ἀδύνατη ἡ ἀνάρμοστη ἡ ἐπίκλησή του διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἡ ἀπόδοση λατρείας σ΄ αὐτόν, σὲ ἕνα, ἔστω καὶ τὸ πρῶτο, ἀπὸ τὰ κτίσματα, διότι τοῦτο εἶναι εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ καὶ ὡς συνδετικὸς κρίκος μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου εἶναι ἄχρηστος ὁ - σύμφωνα μὲ τὸν Ἄρειο κτιστὸς – Λόγος. Τὸν κόσμο ἠμποροῦσε νὰ δημιουργήσει ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνοντας τὸ ἔργο Τοῦ ἀπ’ εὐθείας. Ἀλλιῶς, καὶ ὁ ἴδιος ὁ κτισθεῖς Λόγος θὰ εἶχε ἀνάγκη ἑνὸς ὄντος γιὰ νὰ μεσολαβήσει γιὰ τὴ δημιουργία του»53.
Ἰδού, σὲ ποιὲς θεολογικὲς ἀντιφάσεις καὶ συνέπειες ἐπὶ τῆς ἀληθοῦς σχέσεώς μας μὲ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει μιὰ αἵρεση.
Νεστοριανισμός Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σημαίνων Θεολόγος τοῦ 20ού αἰῶνος, παρουσιάζοντας τὶς προεκτάσεις στὴ σύγχρονη ἐποχὴ τοῦ Δογματικοῦ Ὄρου τῆς Χαλκηδόνος περὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς «τελείου Θεοῦ» καὶ «τελείου ἀνθρώπου», σχολιάζοντας παραλλήλως καὶ τὸν Νέο Μονοφυσιτισμό, ποὺ ἐκφράζεται ὡς παθητικότητα τοῦ ἀνθρώπου, σχολιάζει καὶ τὸν Νέο Νεστοριανισμό, ὡς ἑξῆς: «Ἀποτελεῖ αὐταπάτην, ὅτι αἳ χριστολογικαὶ διενέξεις τοῦ παρελθόντος εἶναι ἄσχετοι πρὸς τὴν σύγχρονον κατάστασιν. Εἰς τὴν πραγματικότητα συνεχίζονται καὶ ἐπαναλαμβάνονται εἰς τὰς συζητήσεις τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σκοπίμως ἡ ὑποσυνειδήτως δελεάζεται ἀπὸ τὸ Νεστοριανικὸν ἄκρον, δηλαδὴ δὲν δέχεται τὴν ἐνανθρώπησιν ὡς ἀποφασιστικὸν γεγονός. Δὲν τολμᾶ νὰ πιστεύση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πρόσωπον θεῖον. Ζητεῖ ἀνθρώπινον λυτρωτήν, ἁπλῶς βοηθούμενον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνδιαφέρεται περισσότερον διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ψυχολογίαν τοῦ Λυτρωτοῦ, παρὰ διὰ τὸ μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, διότι εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, πιστεύει μὲ αἰσιοδοξίαν εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου» 54.
Τοῦτο εἶναι μιὰ χαρακτηριστικὴ περιγραφὴ τῶν συνεπειῶν τῆς νεστοριανικῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἐδογμάτιζε περὶ τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ ὡς ἰδιαιτέρου προσώπου, στὸ ὁποῖο, χάρις στὴ δῆθεν ὑπέρμετρη ἀνθρώπινη ἀρετή του, ἦλθε καὶ ἐνοίκησε ἕτερο, διαφορετικό, πρόσωπο, τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀπόδοση βάρους τοῦ Νεστοριανισμοῦ στὴν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς καὶ ἀρετῆς καθ’ ἐαυτήν, καὶ ἡ ἀντίληψη περὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐπιβράβευσης τοῦ ἀνθρωπίνου ἤθους ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὄχι ὡς πρόσληψης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ θεώσεώς της στὴν ὑποστατικὴ (στὸ Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου) ἕνωση μὲ τὸν Θεό. «Ἡ ἴδια ἡ χριστολογικὴ αἵρεση ποὺ ἀποκρούσθηκε ἔθετε σὲ κίνδυνο καὶ τὴ σωτηριολογικὴ ἀλήθεια. Καθόσον προφανὴς συνέπεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου ἦταν το ὅτι ἡ σωτηρία δὲν ὀφειλόταν στον Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν, ἀλλὰ στὸν – μέσα σὲ αὐτὸν [τὸν Χριστὸν] - ἄνθρωπο, ποὺ ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν δυνατὸν νὰ χρησιμεύση ἔτσι καὶ ὡς πρότυπο γιὰ τὴν αὐτοσωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ καὶ αὐτοί, ἁπλῶς ἐνισχύονται ἀπὸ τὸν Θεὸ (Πελαγιανισμὸς)» 55.
Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ Νεστοριανισμοῦ διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἁγίους Προφῆτες, μόνο στὸ ὅτι σὲ ἐκείνους ἐνοίκησε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κ’ εἶναι πνευματοφόροι, ἐνῶ στὸν Χριστὸ ἐνοίκησε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος 56· τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τῶν νεστοριανῶν δὲν εἶναι «ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός».
Μονοφυσιτισμὸς Ἀλλὰ καὶ ὁ Μονοφυσιτισμός, πρεσβεύοντας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δῆθεν δὲν εἴναι ὁμοούσια μὲ τὴ δική μας, οὔτε δὲ καὶ ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργειά Του φυσικῶς ἀνθρώπινες, «μεταφράζεται» στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο ὡς ὑποτίμηση τῆς ἀνθρώπινης συνεισφορᾶς καθενὸς ἀνθρώπου στὸ ἔργο τῆς προσωπικῆς του σωτηρίας, καὶ ὡς παθητικότητα. Ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Ἰωάννης Καλογήρου σημειώνει σχετικῶς: «Ὡς κύριος ὅμως λόγος τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ στὰ προμνημονευθέντα μέρη πρέπει νὰ θεωρηθῆ το ὅτι αὐτὴ καθ’ ἐαυτὴν ἡ κεντρικὴ μονοφυσιτικὴ διδασκαλία εὕρισκε εὐκολότερα ἀνταπόκριση στὸ ἐπίπεδο μορφώσεως καὶ θρησκευτικότητας τῶν λαῶν τῶν μερῶν ἐκείνων. Ὁ Μονοφυσιτισμὸς παρουσιαζόταν πράγματι ὡς πλησιέστερος, καὶ μάλιστα ἀπὸ ὁρισμένες πλευρὲς καὶ συγγενέστερος, μὲ προγενέστερες ἐκεῖ εἰδωλολατρικὲς ἀντιλήψεις, ἐφ’ ὅσον μάλιστα περιέκλειε, τουλάχιστον στὴ βάση του, καὶ ὁρισμένα πανθεϊστικὰ στοιχεῖα. Ὁ Λυτρωτὴς παρουσιάζεται νὰ ἐκδηλώνεται σὰν σὲ μιὰ ἁπλὴ θεοφάνεια, σύμφωνα μὲ συναφεῖς εἰδωλολατρικὲς παραστάσεις. Ὁ κύριος καὶ τελικὸς σκοπὸς τῆς λυτρώσεως, δηλαδὴ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τοῦ πιστοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ καθαρή, τέλεια καὶ ἐκλαμπρυσμένη ἀνθρώπινη φύση στὸν Λυτρωτὴ δὲν διακρίνεται πιὰ κατὰ τὴν ἐνανθρώπησή Του, ἀλλὰ ἀπορροφᾶται στὴ θεία φύση Του καὶ ἐξουδετερώνεται ἔτσι παντελῶς τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο σ’ Αὐτόν, μεταβαλλόμενο σὲ στοιχεῖο τῆς θείας φύσεως. Ἀλλὰ μὲ τὴ διαδικασία αὐτὴ δὲν μπορεῖ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο τοῦ Λυτρωτοῦ (τοῦ Θεανθρώπου) νὰ προβληθῆ καὶ νὰ χρησιμεύση ὡς πρότυπο καὶ ἰδεῶδες γιὰ τὸν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Μονοφυσιτισμὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὅτι διευκολύνη καὶ τὴν τάση πρὸς ἠθικὴ χαλάρωση, σὲ ἀντίθεση ἀκριβῶς μὲ τὴν ὀρθόδοξη χριστολογικὴ ἀλήθεια καὶ διδασκαλία. Αὐτὴ ἡ τελευταία ἐπιβάλλει μὲ πολὺ περισσότερη συνέπεια καὶ ἔνταση ἠθικὲς ἐπιταγὲς καὶ ἐγείρει ἠθικὲς ἀξιώσεις, διότι διαβλέπει μὲν καὶ αὐτὴ στὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο βεβαίως ἕνα ἔργο θεϊκό, ποὺ ὅμως προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε τοῦτο νὰ ἀφορᾶ στὸν ἁγιασμὸ κ’ τὴν τελείωση, στὴν ἴδια τὴ θέωση, τῆς κοινῆς σὲ ὅλους ἀνθρωπίνης φύσεως, σὰν τέτοιας»57, δηλαδὴ σὰν ἀνθρωπίνης φύσεως μὴ ἀλλοιωμένης.
Εἰκονομαχία Ἡ φοβερὴ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας ὁπωσδήποτε ἀπαιτεῖ εἰδικὴ παρουσίαση· ὅμως, στὸ πλαίσιο τῆς συνοπτικῆς ἐδῶ παρουσίασης, καταθέτουμε ὅσα γράφει περὶ τῶν συνεπειῶν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπὶ τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης· «Τὸ βάρος πάντως τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πέφτει στὴν κατοχύρωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς ἁγιαστικὲς καὶ σωτηριώδεις ἐπενέργειές του στὸ σῶμα καὶ στὴν ὕλη. Ὁ ἀντιμανιχαϊσμὸς τῆς Συνόδου προφύλαξε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μονομέρεια τῶν πνευματοκρατικῶν συστημάτων, ποὺ ἀρνοῦνται στὴν ὕλη τὴ δυνατότητα νὰ δεχθεῖ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ Χάρη. Ὅλος ὁ κόσμος, ὑλικὸς καὶ πνευματικός, καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, μένουν κάτω ἀπὸ τὴ φροντίδα καὶ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ ζωοποιὸ καὶ ἁγιοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Χριστὸς προσέλαβε ὁλοκληρωμένη ἀνθρώπινη φύση, ἔδρασε ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο, δὲν ἦταν φανταστικὴ ὕπαρξη.Ἡ ἀπεικόνισή του ἑπομένως ὑποδεικνύει τὴν πραγματικότητα τῆς ἐνανθρωπήσεως [...] Ἡ ὕλη δὲν εἶναι κακή, θὰ διακηρύξει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τὴ διδασκαλία τοῦ ὁποίου ἀξιοποίησε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος [...] Οἱ εἰκόνες μάλιστα τῶν ἁγίων δὲν εἶναι ἁπλὲς ἀναμνηστικὲς παραστάσεις, ὅπως οἱ φωτογραφίες συγγενῶν καὶ φίλων, ἀλλὰ μετέχουν καὶ αὐτὲς στὴ δόξα καὶ στὸν ἁγιασμό, λόγω τῆς μυστικῆς τους σχέσεως πρὸς τὰ πρωτότυπα [...] Ἡ Σύνοδος δὲν παρέλειψε νὰ ἀναφερθεῖ καὶ στὴ μεγάλη διδακτικὴ καὶ παιδαγωγικὴ σπουδαιότητα τῶν εἰκόνων, στηριγμένη καὶ πάλι σὲ μαρτυρίες πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας [...] Ἡ Ὀρθοδοξία πιστὴ στὴν παράδοση, ἀπέφυγε νὰ μεταβληθεῖ σὲ τελετουργία τοῦ λόγου μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ κηρύγματος, ὅπως ἔγινε στὴ Δύση, ἰδιαίτερα στὸν Προτεσταντισμό. Χωρὶς νὰ παραμελήσει τὸν λόγο, τὸ κήρυγμα, διεμόρφωσε τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῆς θείας λατρείας, ὅπου συνεργάζονται ἁρμονικὰ ὅλες οἱ τέχνες, ἡ ποίηση, ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ἡ ἀρχιτεκτονική, γιὰ νὰ μετέχει ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις του [...] Πρέπει γὶ΄ αὐτὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ θρίαμβος ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων ἀποτελεῖ ὄχι μόνον νίκη ἐναντίον τῆς μιᾶς αἱρέσεως, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα νίκη τοῦ πολιτισμοῦ ἐπὶ τῆς βαρβαρότητος, ὅπως σημείωσε ἤδη ὁ Gregoire λέγοντας ὅτι “ἡ Βυζαντινὴ Ἐκκλησία διατηρεῖ ἄθικτη τὴ συνδιαλλαγὴ τοῦ τετάρτου αἰῶνος, κατὰ τὴν ὁποίαν συμβιβάσθηκαν ἡ τέχνη μὲ τὴν πίστη ... Ὁ πολιτισμὸς κερδίζει μία νίκη σὲ βάρος τῆς βαρβάρου σκαιότητος τῶν Ἰσαύρων”58. Ὑπάρχουν πράγματι θαυμάσιες θέσεις στὰ πρακτικά της συνόδου, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ Πατέρες δείχνουν τὴν νομιμότητα καὶ ἀναγκαιότητα τῆς τέχνης μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπέναντι στὶς κατηγορίες τῶν εἰκονομάχων, ποὺ ἤσαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς ἀνεικονικὲς τάσεις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, καὶ ποὺ στὴν πραγματικότητα ἐπεδίωκαν ἀφελληνισμὸ καὶ ἑξανατολισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ» 59.
Εἶναι ἐμφανές, πόσου ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος θὰ ἐστερεῖτο ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς ἐνδεχομένης καθιερώσεως τῶν εἰκονομαχικῶν ἀπόψεων. Πέραν τούτου, θὰ ἐτίθετο σὲ ἀμφιβολία καὶ ἡ ἐναθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐφ’ ὅσον ἄρνηση τῆς ἀπεικονίσεώς του σημαίνει δύο τινά: (α) ἡ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δὲν εἶναι σὰν τὴν ἰδική μας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀπεικονισθεῖ, ποὺ συνιστᾶ μονοφυσιτισμὸ ἡ καὶ δοκητισμὸ (ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν μόνο πνεῦμα καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἐμφάνισή του δόκηση=φαντασία), (β) ἡ ὅτι ἡ ὑπόσταση (τὸ πρόσωπο) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία ἀπεικονίζεται στὶς ἰ. Εἰκόνες, δὲν εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ὁποία εἶναι προσκυνητή, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ νεστοριανισμό. Προφανῶς γιὰ τὸ λόγο τοῦτο ἡ εἰκονομαχία εἶχε ἐμφανισθεῖ ἐνωρὶς σὲ περιοχὲς μὲ χριστολογικὲς αἱρέσεις60.
Λατινικὸς ἀντι-ησυχασμὸς Πολὺ ἀργότερα, ἡ κατασυκοφάντηση τῆς ἥσυχαστικῆς μεθόδου προσευχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Μοναχῶν καὶ ἡ ἄρνηση τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ὡς καὶ ἡ συναφὴς ἄρνηση τῆς ἀναγνωρίσεως ἀκτίστων ἐνεργειῶν στὸν Θεό, ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν ἀντὶ-ἡσυχαστῶν κάτω ἀπὸ τὴν διαδοχικὴ ἡγεσία τῶν Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ,Γρηγορίου Ἀκινδύνου κ’ Νικηφὸρου τοῦ Γρηγορᾶ, ἔθεσε σὲ κίνδυνο ὅλη τὴ σωτηριολογία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Σημειώνει εὐγλώττως ὁ μακαριστὸς Γέρων Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης γιὰ τὴν λατινικὴ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως ἀκτίστου ἐνεργείας στὴν Ἁγία Τριάδα, ἐνεργείας ποὺ γίνεται ὁρατὴ ὡς φῶς στοὺς Ἁγίους: «Δύναται κανεὶς νὰ ἀποτολμήση μίαν εἰκονικὴν σύγκρισιν. Ὁ Θεὸς τῶν Ὀρθοδόξων, ὁμοιάζει μὲ πάμφωτον ἥλιον, εἰς τοῦ ὁποίου τὸ φῶς καὶ τὰς ἀκτίνας ἀναπαύονται ἐν μακαριότητι οἱ ποικίλης δεκτικότητος πιστοί. Ὁ δὲ Θεὸς τῶν λατίνων καὶ τῶν φιλοσόφων, ὁμοιάζει μὲ τὸν διαφαινόμενον δίσκον τοῦ μέσα ἀπὸ τὰ νέφη, ὅστις ἐπειδὴ εἶναι, κατ’ αὐτούς, οὐσία, εὑρίσκεται ἔξω της κτίσεως καὶ ἑπομένως ἀφήνεται ἀφώτιστος ἡ κτίσις. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι μία ἀληθὴς τραγωδία, ἡ ὁποία ἐφόβιζε τὸν θεῖον Παλαμᾶν [...] Ἰδοὺ ἡ συνέπεια τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν πιστῶν. Δὶ’ αὐτὸ μέσα στὸ πένθιμον κλίμα τῆς ὀρφανίας, μέσα εἰς τὸν παγετὸν τῆς ἀπουσίας τῆς θείας ἀγάπης, μέσα εἰς τὴν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν ζωήν, ἡ Δύσις ἐχρειάσθη κάποιον «παράκλητον», διὰ νὰ καλύψη τὸ κενόν. Μήπως ἡ καθιέρωσις τοῦ πάπα, - ἐξ οὐ ἀπορρέει πάσα χάρις- δύναται νὰ ἑρμηνευθῆ ἐκ τῶν ἀνωτέρω προϋποθέσεων; Καὶ μήπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολὴ οὐδέποτε ἐχρειάσθη ἕνα ἀνθρώπινον ὃν ὡς μεσάζοντα, ἐπειδὴ εὑρίσκεται εἰς ἀδιάλειπτον καὶ ἄμεσον σχέσιν μετὰ τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ἀκτίστων ἀκτίνων του;» 61.
Πέραν τούτου, ἡ ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη τοῦ Βαρλαὰμ πρὸς τὴν κοσμικὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Βαρλαὰμ φέρνει τὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς διανοητικῆς ἐργασίας στὸν Θεό, καταργοῦσε τὶς παροτρύνσεις τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ λιτὸ καὶ ἁπλὸ βίο, προσευχὴ καὶ ἄσκηση, καὶ συμπόρευση μὲ τὸν Χριστὸ στὴ σταυρικὴ ὁδὸ τοῦ πολέμου κατὰ τῆς ἁμαρτίας· παρουσιάζοντας μὲ τὴν «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγὴν» τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ, γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητὴς π. Θεόδωρος Ζήσης: «Ἂν ἡ θύραθεν παιδεία συμβάλλει ὄντως στὴν τελειότητα, τότε οἱ Ἕλληνες σοφοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι θεοπτικώτεροι καὶ τελειότεροι τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸ ἀξίωμα αὐτὸ “ἐξ ἀγροικικοὺ βίου”, ἀπὸ τοὺς ἀγρούς των. Ὁ κορυφαῖος των προφητῶν, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ζοῦσε στὴν ἔρημο, ὅπου δὲν ὑπάρχουν βέβαια σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Ἀσφαλῶς, ἂν ἦταν ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς τελειότητος ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἔλεγε “εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τὰ ὑπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τὸν σταυρὸν ἄρον, ἀκολουθεῖν ἐμοὶ προθυμήθητι”, ἀλλὰ θὰ ἔλεγε “τῆς ἔξω σοφίας ἐπιλαβοῦ [ἀνάλαβε τὴν ἔξω σοφία], σπεῦσον πρὸς τὴν τῶν μαθημάτων ἀνάληψιν [σπεῦσε νὰ ἀρχίσης τὰ μαθήματα], περιποίησαι σεαυτῶ τὴν ἐπιστήμην τῶν ὄντων [ἀπόκτησε τὴν ἐπιστήμη ποὺ ἀφορᾶ στὰ ὄντα]”. Θὰ ἐδίδασκε γεωμετρία καὶ ἀστρονομία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, γιὰ νὰ διώξει τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας. Δὲν θὰ διάλεγε ἀγραμμάτους ψαράδες ὡς μαθητᾶς, ἀλλὰ σοφούς, οὔτε θὰ ἐδίδασκε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία εἶναι μωρία» 62.
Καὶ ὅμως, ἡ διαστροφὴ αὐτὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Βαρλααμισμοῦ καὶ ἀπὸ τὴ δυτική της «ἔκδοση» (version), τὸν σχολαστικισμό, ἐπικράτησε τελικῶς στὴ Δύση, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ἰδίως τοῦ Ἀριστοτέλους, «ἡ ἑλληνικὴ μήτρα τῆς αἱρέσεως» θὰ λέγαμε63, ἔγινε κριτήριο γιὰ τὴν ἀποτίμηση παντὸς πράγματος, ὁ δὲ ἴδιος ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ἐντάχθηκε φανερῶς στὸν Παπισμὸ καὶ ἀνταμείφθηκε γιὰ τὸν ἀγώνα τοῦ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, γινόμενος ἐπίσκοπος Ἱέρακος. Ὁ Βαρλαὰμ διὰ τῆς ἀγάπης του στὴν κλασσικὴ ἀρχαιοελληνικὴ παιδεία καὶ κυρίως τὸν πλατωνισμό, συνετέλεσε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, Πετράρχη καὶ Βοκκάκιο, στὴν ἐνίσχυση τοῦ ρεύματος ποὺ ὁδήγησε στὴ δυτικὴ ἀναγέννηση64. Τὰ Πανεπιστήμια τῆς Δύσεως ἤδη πρὸ τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος στὴν Ἀνατολὴ ἦταν Μοναστήρια ποὺ ὑπηρετοῦσαν τὴ διδασκαλία τῆς κοσμικῆς σοφίας, ἀκολουθοῦσαν πρόγραμμα βασισμένο σχεδὸν ἀποκλειστικῶς στὶς ἀνθρώπινες σπουδές, καὶ ὅπου οἱ φοιτητές, οἱ μέλλοντες κληρικοί, στελέχη τῆς δυτικῆς «ἐκκλησίας», ἀπὸ τὶς πέντε το πρωΐ ἐπιδίδονταν στὴ μελέτη τῆς κοσμικῆς σοφίας, μὲ προαιρετικὴ τὴν πρωϊνὴ προσευχή, ἀλλὰ μὲ ἔμφαση - πλὴν τῆς γραφῆς καὶ ἀναγνώσεως- , στὴν ἀριθμητική, τὴ γεωμετρία, τὴν ἀστρονομία, τὴ ρητορική, τὴν ἱστορία καὶ τὴ λατινικὴ φιλολογία, ἀργότερα δὲ τὴ καὶ γραμματικὴ καὶ τὴ λογική. «Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἀνανεωμένης σπουδῆς τῶν κλασσικῶν ἔργων, ποὺ ἤσαν ἀποτελεσματικώτερη κατὰ τὸν δωδέκατο αἰώνα, ἡ λογικὴ ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζεται ἐναντικώτερα στὰ ἄρθρα τῆς χριστιανικῆς πίστεως [...] ἡ λογικὴ ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ νὰ δείξη λογικῶς τὴν ἐγκυρότητα αὐτῶν τῶν ἤδη παραδεδεγμένων ἀληθειῶν [...]»65.
Ἀργότερα, μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν ἀριστοτελικῶν συγγραμμάτων στὴ Δύση «οἱ δυτικοὶ λόγιοι κυριολεκτικῶς ἔμειναν ἔκθαμβοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀχανῆ συλλογή, διότι ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε γράψει σχεδὸν γιὰ τὸ καθετί». Στὶς προσπάθειες συνθέσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας μὲ τὸν ἀριστοτελισμό, ἐπικράτησε ἡ θέση τῶν Ἀλβέρτου τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ Θωμὰ Ἀκινάτου ποὺ «προσπαθοῦσε, ὅπου ἦταν δυνατό, νὰ συμφιλιώση τὶς θεωρίες τοῦ [τοῦ Ἀριστοτέλους] μὲ τὶς ἀλήθειές της χριστιανικῆς πίστεως» 66. Ὁ Δομινικανὸς μοναχὸς Θωμὰς Ἀκινάτος, ἡ φιλοσοφία τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ ὑπόβαθρο τῆς σκέψεως τῶν αἱρετικῶν ἀντι-ησυχαστῶν, ἐπέτυχε πληρέστερα καὶ ἀποτελεσματικώτερα τὴ «συστηματικὴ ὁλοκληρωτικὴ σύνθεση τῆς καθολικῆς θεολογίας καὶ τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας» καὶ παρὰ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις, ἡ θεολογία τοῦ χρησιμοποιήθηκε καὶ καθιερώθηκε πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὴν παπικὴ Σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1563 μ.Χ.), πρὸς ἀπόκρουση τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας. Μὲ ὁρισμένες ἀλλαγὲς ἡ θεολογία τοῦ Θωμισμοῦ,ἢ τοῦ Νεοθωμισμοῦ ὅπως ἀποκαλεῖται σήμερα, ἔχει παραμείνει ὡς τὸ κλασσικὸ σύστημα γιὰ τὸν παπισμὸ 67.
Ἡ βαρλααμικὴ πολεμική των λατίνων κατὰ τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς πέρασε καὶ στὴν εὐσέβεια τῶν ἁπλῶν λατίνων λαϊκῶν, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ σχετικὸ περιστατικὸ στὴ θαυμασία διήγηση «Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοὺ» 68.
Ἰδού, ἕνα ἀκόμη πρόχειρο παράδειγμα, γιὰ τὸ πὼς μιὰ αἱρετικὴ ἀντίθεση πρὸς τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα, ἀλλοιώνει τὴ θεολογία, τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴ λαϊκὴ εὐσέβεια.
Γιὰ τοὺς λόγους τούτους τονίζεται στὴν πατερικὴ Γραμματεία σὲ πολλὰ σημεῖα, ὅτι πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ συνδυάζει τὴν ὀρθὴ Πίστη (Ὀρθοδοξία) μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή. Λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἡ πάλι ἀγνοεῖ ἡ τιμιότητά σου, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Χριστιανισμὸς συνίσταται σὲ δύο πράγματα, ἐννοῶ τὴν Πίστη καὶ τὰ ἔργα, ἐὰν ἕνα ἀπὸ τὰ δύο λείπη, τὸ ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο, δὲν ὠφελεῖ αὐτὸν ποῦ τὸ ἔχει; Ἃς ἔχει ζῆλο, λοιπόν, ἡ τιμιότης σου γιὰ τὰ θεία, καὶ πρῶτα μέν, ἐφ’ ὅσον εἶναι τέκνον τοῦ κοινοῦ Πατρὸς [Θεοῦ], ἃς συνανυψώνεται πρὸς τὰ δέοντα· δεύτερον δέ, ἐπειδὴ ἐμαθήτευσε πλησίον του μακαριστοῦ Σάβα, ἃς ἀσπάζεται τὴν ἀκρίβεια ὄχι μόνο στὴν Πίστη, ἀλλὰ καὶ στοὺς Κανόνες· καὶ τρίτον, ἃς ἔχει τὸ ἴδιο φρόνημα μὲ ἐμᾶς, ἀφοῦ εἶναι ἀδελφός μας» 69.
6. Οἱ αἱρέσεις ποτὲ δὲν θὰ ἐκλείψουν ἕως τῆς Β΄ Παρουσίας
Εἶναι σαφὲς στὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι ἡ ἱστορικὴ εὐθεία ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, θὰ διέρχεται συνεχῆ σχεδὸν πνευματικὴ ἐπιδείνωση μὲ κατάληξη τὴν ὁλικὴ σχεδὸν πνευματικὴ ἀποτελμάτωση κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀντιχρίστου, ὥστε νὰ διερωτᾶται (κατὰ τὸ φαινόμενον) ὁ Κύριος, ἐὰν ὅταν ἔλθει θὰ εὕρει ἀκόμη τὴν πίστη ἐπὶ τῆς γῆς 70. Σὲ ἄλλη παραβολή, αὐτὴ τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ, τὰ ὁποῖα σύμφωνα ὅλες τὶς πατερικὲς ἑρμηνεῖες ἑρμηνεύονται ὡς οἱ αἱρέσεις ποὺ αὐξάνονται μαζὶ μὲ τοὺς πιστούς, γίνεται σαφῶς λόγος, γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπιτρέπει οἰκονομικῶς τὴν ὕπαρξη καὶ δράση τοὺς μέχρι τὸν «καιρὸ τοῦ θερισμοῦ»71· παρὰ ταῦτα, δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ αὐτὲς τὶς ἁγιογραφικὲς ἐπισημάνσεις, ἀλλὰ μόνο μὲ μερικὲς ἀναφορὲς τῶν ἁγίων Πατέρων μὲ ἀφορμὴ αὐτές.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας τὶς περὶ ἀποστασίας καὶ καταστροφῶν προρρήσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σχετικῶς μὲ τὸ τέλος τῶν χρόνων, «Ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποὶ»72, «Ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονται τινὲς τῆς Πίστεως» 73 καί τοῦ Κυρίου περὶ τῶν κακῶν τῶν ἐσχάτων χρόνων 74, λέγει «Ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, σὰν ποιμὴν ἄριστος, καθήμενος ἐπάνω στὸ ὑψηλὸ μέρος τοῦ ἀξιώματος τῆς προφητείας, καὶ βλέποντας ἀπὸ πάνω μὲ προφητικοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ἐπιτίθενται τὰ θηρία καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ καιροῦ τῆς συντελείας μὲ ὁρμὴ καὶ κατεύθυνση ἐναντίον τῆς ποίμνης, προλέγει καὶ διακηρύσσει ἐκ τῶν προτέρων [...] Καὶ τόσο ἰσχυρὸ καὶ ἄρρηκτο κατασκεύασε τὸν περίβολο αὐτὸ καὶ μὲ κάθε ἀσφάλεια τὸν περιέφερε γύρω ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκουμένη, ὥστε καὶ τοὺς τότε καὶ τοὺς μετὰ ἀπὸ ἐκείνους καὶ τοὺς τωρινοὺς καὶ πάλι τοὺς μεταγενεστέρους μέχρι τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε πολιορκία τῶν ἐχθρῶν [...] ἐπειδὴ πρόκειται ἡ γνώμη τῶν ἀνθρώπων νὰ διαφθείρεται· διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι τιμωρίες τῶν ἁμαρτιῶν καὶ φάρμακα τῶν ἀνθρωπίνων νοσημάτων. Διότι τότε τὰ ἀνθρώπινα νοσήματα θὰ ἐπιταθοῦν. Καὶ γιατί τότε θὰ ἐπιταθοῦν; Λέγει. Μοῦ φαίνεται, ὅτι ἐπειδὴ καθυστερεῖ τὸ δικαστήριον, καὶ ἀφίενται στὸ μέλλον οἱ εὐθύνες καὶ δὲν ἦλθε ἀκόμη ὁ κριτής, γίνονται ραθυμότεροι αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ δώσουν λόγο» 75.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐρμηνεύοντας τυπολογικῶς τὴ διήγηση τῆς Γενέσεως σχετικῶς μὲ τὸν Νῶε καὶ τὴν κιβωτό του, ὡς προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἀναφέρει καὶ τὸ ἀποστολικὸ «Ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονται τινὲς τῆς Πίστεως»76, ἀναφέρει τὴν τρίτη περιστερὰ τοῦ Νῶε, ὡς τύπον τῶν πιστῶν ποὺ θὰ παραπλανηθοῦν ἀπὸ τοὺς πλάνους ἀνθρώπους τῶν ἐσχάτων καιρῶν· «Φιλόθεοι εἶναι λοιπὸν οἱ κεκαθαρμένοι διὰ τῆς Πίστεως καὶ ἐπειδὴ ἔχουν τὴν πραότητα τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας εἶναι ἐκλεκτοὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὅμως, ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι στοὺς ἐσχάτους καιροὺς θὰ ἀποστατήσουν, ὅπως εἶπα πρὶν λίγο, τὸ φανερώνει ὁ τύπος. Διότι στέλνεται τρίτη καὶ τελευταία περιστερὰ καὶ δὲν σκέπτεται τὴν ἐπιστροφή, διότι ἐναπέμεινε [μακράν της Κιβωτοῦ]»77.
Σὲ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ ποὺ ἀφορᾶ στὸν Ἅγιο Ἀββᾶ Μωϋσῆ τὸν Αἰθίοπα μαρτυρεῖται σαφῶς ἡ πλήθυνση τῶν αἱρέσεων κατὰ τοὺς ἐσχάτους χρόνους· «Μετὰ ταῦτα εἶδεν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆς ὅτι νέφος καὶ λαίλαψ, ὁμίχλη σκοτεινὴ πειρασμῶν φοβερωτάτων ἐπεσεν εἰς τοὺς Μοναχοὺς ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ἄρκτου [δηλ. τοῦ βορρᾶ], καὶ ὅτι ἐδιώκοντο οἱ Μοναχοὶ καὶ τὸ Μοναχικὸν σχῆμα ἀπὸ ὄλεθρον αἱρέσεων» 78.
Σύνοψη Στὸ παρὸν κείμενο, εἴδαμε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τί εἶναι ἡ αἵρεση καὶ τὴ δαιμονικὴ προέλευσή της· ἐπίσης, ὅτι συνίσταται καὶ στὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση τοῦ γράμματος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης»). Ἀκόμη, ὅτι ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία- ὡς τὸ κατ’ἐξοχὴν σχίσμα, καὶ ὅτι ἀποχωρίζει τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὕστερα δὲ καὶ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων καθίστανται ἄκυρα καὶ μὴ σωτηριώδη – διὰ τοῦτο καὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν σώζονται.
Τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, λόγω ἐξαιρέτων δυσκολιῶν ποὺ ἐμποδίζουν τὸ Βάπτισμα, γίνεται κάποτε ἀποδεκτὸ κατ’ οἰκονομίαν (κατὰ συγκατάβαση) - ὁπότε καὶ δὲν βαπτίζονται, ἀλλὰ ὑφίστανται ἅγιον Χρίσμα - μόνον ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις, ὅτι (ἃ) οἱ αἱρετικοὶ ἐπιστρέφουν πρὸς ἔνταξη στὴν Ὀρθοδοξία καὶ (β) ὅτι ἔχουν ὑποστῆ - στὸ αἱρετικὸ βάπτισμα - τριπλῆ κατάδυση στὸ ὕδωρ, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ κατ’ ἀκρίβειαν τρόπος ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ὁ βαπτισμὸς τους (κακῶς λεγόμενος «ἀναβαπτισμός»). Μόνον ἡ πεπλανημένη ἐκκλησιολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν συγχρόνων αἱρετιζόντων οἰκουμενιστῶν ἀποδέχεται τὸ κύρος τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων «καθ’ ἑαυτὰ» (ἐνῶ διαρκεῖ ἡ παραμονὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν αἵρεση). Ἡ αἵρεση ἀλλοιώνοντας τὴν περὶ Ἁγίας Τριάδος, Χριστοὺ ἡ θείας Χάριτος καὶ γενικῶς σωτηριολογίας διδασκαλία της Ἐκλησίας, συνεπάγεται ριζικὲς ἀλλαγὲς καὶ στὴ ζωὴ τῶν ὀπαδῶν της, διαμορφώνοντας ἀλλοιωμένη καὶ στρεβλὴ σωτηριολογία καὶ πνευματικότητα, λόγος διὰ τὸν ὁποῖον οἱ ὀπαδοί της δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν. Οἱ αἱρέσεις θὰ πολεμοῦν πάντοτε τὴν Ἐκκλησία, μὲ μεγαλύτερη ἔνταση κατὰ τὸ τέλος τῶν χρόνων.
Πάντοτε πρέπει νὰ ἐνθυμούμαστε τὸν προαναφερθέντα ὁρισμὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «ὅποιος δὲν πιστεύει, ὅπως πιστεύει ἡ Παράδοσις τῆς Καθολικῆς [Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας ἢ κοινωνεῖ μὲ τὸν διάβολο διὰ μέσου των παρανόμων ἔργων, εἶναι ἄπιστος»79.
Ἃς προσέξουμε, ὅτι δὲν χαρακτηρίζει τὴν ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὰ παράνομα ἔργα ἁπλῶς ὡς «αἵρεση», ἀλλ’ ὡς ἀπιστία, πράγμα ποὺ σημαίνει γιὰ τὴν αἵρεση καὶ ἀνάλογες μὲ τὴν ἀπιστία ἐπιπτώσεις στὴ σωτηρία.
Ὅμως, περὶ τῆς ἐσωτερικῆς πάλης τῶν αἱρετικῶν καὶ τῆς σωτηρίας τους, θὰ ἐκθέσουμε τὰ δέοντα, σὺν Θεῶ, σὲ ἄλλο κεφάλαιο στὸ μέλλον.
* ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Σημείωση: Ἃς μᾶς συγχωρήσουν μερικοὶ ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες γιὰ τὴ χρήση μεταγλωττίσεως τῶν κειμένων ὄχι μόνον στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων στὴν ἀρχαία γλώσσα, ἀλλὰ κυρίως στὰ νεώτερα συγγράμματα τῆς καθαρευούσης. Ἡ μεταγλώττιση ἔγινε ἀφ’ ἑνὸς χάριν (ἃ) τῶν νεωτέρων, πλεῖστοι των ὁποίων ἀγνοοῦν πάρα πολλὲς λεπτὲς διακρίσεις στὴ σύνταξη τῆς καθαρευούσης, ἀλλὰ καὶ χάριν (β) τῆς μεταφράσεως τῶν κειμένων σὲ ξένες γλῶσσες, ἡ ὁποία, βασισμένη στὴν καθαρεύουσα μπορεῖ νὰ ἀλλάξη λόγω λεπτοῦ λάθους, τὸ νόημα τοῦ κειμένου παντελῶς. Παραδείγματος χάριν, δὲν εἶναι πλέον ἐπακριβῶς γνωστὴ ἡ διαφορὰ τῆς συντάξεως τῆς ἰδίας προθέσεως μὲ διαφορετικὲς πτώσεις («κατὰ τοῦ ἐχθροῦ», «κατὰ Θεσσαλίαν»), ὅπως καὶ φράσεις ἢ λέξεις ὡς «ὁ αὐτὸς» (=ὁ ἴδιος), «ὑπὸ τινὸς» (=ἀπὸ κάποιον, ποιητ. αἴτιο κ.λπ.) «ὅλοι» (=ὁλόκληροι), «ἱκανὸς» (=ἐπαρκῆς) κ.α.
1. ΙΩ. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ, «Αἵρεσις» ἐν Θρησκευτικήκ’Ἤθ.Ἐγκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1087 (μεταγλ.)
2. ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστολὴ 188 (Κανονικὴ Ἃ΄) Ἀμφιλοχίω περὶ Κανόνων, 1, (ἃ΄ Κανὼν) PG 32, 665Α. Τὸ ἴδιο κείμενο ἐν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2003, σέλ. 587ε. (μεταγλώττιση).
3. ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αἵρεσις (Κανονικὸν καὶ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον)» ἐν Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1089 (μεταγλώττιση).
4. ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 25, 59 PG 32, 177A (μεταγλώττιση).
5. ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ρλὴ΄ Ψαλμόν, PG 27, 536Α (μεταγλώττιση).
6. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, Περὶ ἁγνείας 44, ἔκδ. Ι. Μ. τοῦ -- Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 19946, σέλ. 203.
7. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Πρὸς Ἰωάννην Γαβρᾶν 30, ἐπιμελεία. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19942, τόμ. Β΄, σέλ. 359.
8. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση, Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη 23, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 19922, σέλ. 34.99.102.103. Ἡ παραπομπὴ στὰ ἔργα τοῦ μακαριστοῦ καὶ βαθύνου Καθηγητοὺ Ν. Ματσούκα, δὲν συνάγει ἀποδοχὴ συνόλης της διδασκαλίας του, ἡ ὁποία «χωλαίνει» σὲ πολλὰ σημεῖα. Βεβαίως, τοῦτο ἐννοεῖται – σὲ μικρότερο, ὅμως, βαθμὸ- καὶ σχετικὰ μὲ τὰ ἔργα καὶ τῶν λοιπῶν ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων (ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἔγκριτοι Ἅγιοι Πατέρες).
9. Διόσκορος καὶ Σεβῆρος, οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι. Κριτικὴ δύο διδακτορικῶν διατριβῶν, ἔκδ. Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὅρος 2003, σέλ. 219ε.
10. Αὐτόθι, σέλ. 215.
11. De Praescriptionibus Haereticorum c. 37: «Si enim haeretici sunt, Christiani esse non possunt».
12. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως, 4, 10, PG 94, 1128A.
13. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον 23, 3 PG 57, 311.
14. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Περὶ διακρίσεως Β΄, 36, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 316.
15. Λαυσαϊκόν, ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσαλονίκη, σέλ. 96.
16. ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ, Μυριόβιβλον ἡ Βιβλιοθήκη 229, PG 103, 1005A-D. (μεταγλώττιση).
17. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΛΟΣΚΙ, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρά, ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σέλ. 27-29.
18. ΣΟΦΟΚΛΗ ΛΩΛΗ, «Ὁμοιούσιος», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία 9 (1966) 913ε.
19. ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατὰ ἀρειανῶν λόγος Ἅ΄, 56 PG 26, 129A.B. (μεταγλώττιση).
20. ΔΕΣΠΩ ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν καὶ Συμβολικῶν Κειμένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Ά΄, ἔκδ. Ἁφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σέλ. 48ε. · «... οἱ ἀρειανοὶ δὲν ἀρνοῦνταν τὴν γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀλλὰ ταύτιζαν γέννηση καὶ δημιουργία, καθὼς ταύτιζαν τοὺς ὅρους «γέννημα» καὶ «ποίημα». Φαίνεται ἐπίσης ὅτι δὲν διέκριναν τοὺς ὅρους «ἀγένητος» καὶ «ἀγέννητος» καὶ μὲ τὴν ἴδια λογική τους ὅρους «γενητὸς» καὶ «γεννητός». Ὁ ταυτισμὸς τῶν ὅρων «ἀγέννητος» καὶ «ἀγένητος» ἀπὸ τοὺς ἀρειανοὺς καὶ στὴ συνέχεια ἀπὸ τοὺς εὐνομιανοὺς τοὺς ὁδήγησε στὴν ἐνδιάμεση ὑπόθεση ὅτι, ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι «ἀγέννητος» δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Υἱὸς νὰ γεννᾶται «ἐκ τῆς οὐσίας», γιατί αὐτὸ θὰ συνεπήγετο μερισμὸ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀγέννητη δηλ. καὶ γεννητή. Κατὰ συνέπεια τὸ «γέννημα» ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρειανοὺς κτίσμα».
21. Βλ. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Κατὰ τῶν μὴ βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τὴν Ἁγίαν Παρθένον 9, PG 76, 265· «εἰ δὲ μετὰ τὴν ἕνωσιν κέχρισται, τὴν δὲ ἕνωσιν οὐ βούλονται λέγειν πρὶν ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι, οὐδὲ Χριστοτόκος οὐκέτι πρὸς αὐτῶν ἡ Παρθένος ὁμολογηθήσεται· εἰ γὰρ Χριστοτόκος, πάντως ὅτι καὶ Θεοτόκος· εἰ δὲ οὐ Θεοτόκος, οὐδὲ Χριστοτόκος».Βλ. καὶ τὴ μεθεπόμενη ὑποσημείωση.
22. Λ.χ. στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς (Ἁγίων Παθῶν), Ἀντίφωνον Θ΄, Θεοτοκίον. Ἦχος γ΄.
23. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατὰ Νεστοριανῶν 43, PG 95, 224B.C.: «Χριστοτόκον δὲ αὐτὴν ἴσμεν· Χριστὸν γὰρ ἐγέννησεν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐπ’ ἀναιρέσει τῆς Θεοτόκου φωνῆς, ὁ θεήλατος Νεστόριος ταύτη κατεχρήσατο, οὐ Χριστοτόκον, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κρείττονος αὐτὴν Θεοτόκον κατονομάζομεν. Χριστοτόκοι γὰρ καὶ ἄλλαι τῶν προφητῶν καὶ βασιλέων μητέρες, μόνη δὲ Θεοτόκος, ἡ ἁγία Θεοτόκος Μαριάμ».
24. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολὴ (39) πρὸς Ἰωάννην Ἀντιοχείας, PG 77,177C. (μεταγλ.)
25. ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 2 PG 32, 69C. (μεταγλώττιση)
26. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Β’ Πρὸς Τιμόθεον 5, 2, PG 62, 626. (μεταγλώττιση)
27. ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Ἐπιστολὴ (48) Ἀθανασίω τέκνω, PG 99, 1080 C.D. καὶ PG 99, 1077C.D. (μεταγλώττιση)
28. Πράξις Α’. Mansi 12, 1031-1034· «Τὸ γὰρ ἐπὶ δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταυτὸν ἐστιν· ἐξ ἀμφοτέρων γὰρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται».
29. ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ, Ἐπιστολὴ Β΄, Φωτίου πρὸς Πάπαν Νικόλαον, PG 102, 604 C.D. (μεταγλώτ.)
30. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Λόγος ἀποδεικτικὸς Ἃ΄ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεὺ-ματος, πρόλογος, ἐπιμελεία. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19882, τόμ. Ά΄, σέλ. 24. (μεταγλώττιση).
31. Γ. ΡΑΛΛΗ - Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, Ἀθήνησιν 1852, τόμ. Ά΄, σέλ. 261. Βλ. καὶ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 588, ὑποσημ. (3)· «αἱρετικός ἐστι καὶ τοῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις, ὁ μικρὸν γοῦν ἐκκλίνων τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως».
32. Βλ. τὸν ἐν Cod. Just. I, 5,2, Βασιλ. Ἃ΄ 1, 22 νόμον τῶν Αὐτοκρατόρων Γρατιανοῦ, Οὐαλεντινιανοῦ Α΄ καὶ Θεοδοσίου, τοῦ ἔτους 370 μ.Χ.· «αἱρετικὸς πᾶς ὃς καὶ μικρῶ ὑποδείγματι παρὰ τὸ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας δόγμα ἢ τῆς εὐθείας ἐφάνη τραπεῖς». Παρὰ ΘΗΕ 1 (1962), 1090.
33. Βλ. αὐτὴ τὴν ἀπαράδεκτη διάκριση ὡς ἀποδεκτὴ στὸ ἄρθρο τῆς Θρησκευτικῆς καὶ Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας, ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αἵρεσις (Κανονικὸν καὶ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον)» ἐν ΘΗΕ 1 (1962) 1090 · «Ἐν τούτοις, ἡ παρὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παλαιόθεν τηρουμένη πράξις δέχεται τὸ ἀντίθετον. Δὶ’ ὃ δὲν χαρακτηρίζει τοὺς ὀπαδοὺς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικούς, ἀλλ’ ὡς σχισματικούς, καίτοι ὑφίστανται παρ’ αὐτὴ καὶ δογματικαὶ τινὲς διαφοραὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅπως τὸ filioque, τὸ καθαρτήριον κ.λπ.».
34. ΜΕΛΕΝΙΚΙΩΤΟΥ (;), «Οἱ Οἰκουμενισταὶ θέτουν ὄντως ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας», Ὀρθόδοξος Τύπος 1799 [25-09-2009] σέλ. 5.
35. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 2003, σέλ. 349-354.
36. Πρβλ. Αὐτόθι, σέλ. 353ε.
37. ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Ἐπιστολὴ (28) Βασιλείω Μονάζοντι, PG 99, 1001D-1004A. (μεταγλώττιση)
38. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν Προφήτην Μαλαχίαν 1, 30 PG 72, 325C.D (μεταγλώττιση).
39. ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν Ὠσηὲ 8, 92, PG 71, 209B (μεταγλώττιση).
40. Mansi 12, 1022· «Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητὴς τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν· ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον. Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε· τοῦτο εὔδηλόν ἐστι».
41. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, Περὶ ταπεινοφροσύνης 31, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 273 · «Ἀμήχανον ἐκ χιόνος προϊέναι φλόγα· ἀμηχανώτερον δὲ ἐν ἐτεροδόξοις ταπεινοφροσύνην ὑπάρχειν · πιστῶν καὶ εὐσεβῶν το κατόρθωμα λοιπόν, καὶ τούτων κεκαθαρμένων».
42. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΚΑ΄, Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας 8, PG 35, 1089Β. (μεταγλώττιση)
43. ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστολὴ 188 (Κανονικὴ Ἃ΄) Ἀμφιλοχίω περὶ Κανόνων, 1, (ἃ΄ Κανὼν) PG 32, 664C-669A. Τὸ ἴδιο κείμενο ἐν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 587εε. (μεταγλώτ.)
44. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 587.589 (μεταγλώττιση).
45. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, αὐτόθι, σέλ. 368Ε. (μεταγλώττιση).
46. Ἐκ τῆς ἀγγλικῆς μεταφράσεως, ἐλλείψει τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου παρ’ ἠμίν, ἀπὸ τὸν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου. FR. GEORGE D. METALLINOS, I confess One Baptism, translated by Priestmonk Seraphim, St. Paul’s Monastery, Holy Mountain 1994, σὲλ 109ε. 114· «Remaining faithful to Sts. Cyprian and Basil the Great, they side in favor of applying acrivia [= precision or rigorism] in receiving the various heretics; in other words, their (re)baptism. Of course, they do not deny the possible use of economia [=concession or dispensation]. But, in the spirit of the Second (and Penthekte) Ecumenical Council, this is done “when it does not vitally harm” the Church, according to Oikonomos; in other words, when the irrevocable stipulation set by these Ecumenical Councils is fulfilled: namely, that the sacrament of baptism has been administered in accordance with the Apostolic form […] They, too, apply the same Canon [7th of the Second Ecumenical Council] to the same heretics, only to arrive at the opposite conclusion, namely the rejection of economia in the case of the Latins. For in no way can their “aspersion” be considered baptism. And thus, faltering as regards the manner of the sacrament, they are classified under the proscriptive stipulation: “with only one immersion”. […] Of course, such an acceptance of Latin baptism by economia would in no way signify the validity of it “in itself”, but only by virtue of the conversion of the Roman Catholic to Orthodoxy. Needless to say, the Papists’ obdurate (as shown above) persistence in their innovations makes the exercise of any economia in the future questionable».
47. De catholicae ecclesiae unitate m. 4, 519 «Habere non potest Deum patrem qui Ecclesiam non habet matrem».
48. ΒΛ. ΙΩ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Ά΄, Ἀθῆναι 19942, σέλ. 567ε.569.570.
49. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 358. (μεταγλώττιση)
50. ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Ἐπιστολὴ (28) Βασιλείω Μονάζοντι,PG 99, 997C.D καὶ 1001C.D. (μεταγλώττιση)
51. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην 66, 3, PG 59, 369. (μεταγλώττιση)
52. ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ, Πατερικὴ Θεολογία, ἔκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σέλ. 127.30. 168.
53. ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν Δογμάτων, τόμ. Ά΄, ἔκδ. Πάν. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 216ε. (μεταγλώττιση).
54. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, Ἔργα 1, μετάφρασις Δ. Τσάμη, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 20032, σέλ.46.
55. ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. Β΄, ἔκδ. Πάν. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 198 (μεταγλώττιση).
56. Αὐτόθι.
57. ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 363ε. (μεταγλώττιση).
58. H. BAYNES – H ST. L.B. MOSS, Βυζάντιο. Εἰσαγωγὴ στὸ βυζαντινὸ πολιτισμό, Ἀθήνα 1983, σέλ. 175.
59. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οἱ Εἰκόνες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σέλ. 27ε. 30ε.
60. Πρβλ. αὐτόθι, σέλ. 69. 71.
61. ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ βίος καὶ ἡ θεολογία τοῦ 1296-1359, ἔκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη 20013 , σέλ. μζ΄ἐ. (εἰσαγωγή).
62. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Πατερικὰ 4, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σέλ. 136. Ἐντός των ἀγκυλῶν [...], ἡ μεταγλώττιση δική μας.
63. Τὸν ὄρο χρησιμοποιεῖ προκειμένου γενικῶς περὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὁ Καθηγητὴς Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ.133. Εἶναι, ὅμως, κοινὴ διαπίστωση τῶν περισσοτέρων ἐρευνητῶν τῆς Ἐκκλησιαστκῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, ὅτι οἱ κυριότερες αἱρέσεις (ἀρειανισμός, νεστοριανισμός, μονοφυσιτισμὸς-εὐτυχιανικὸς καὶ σεβηριανικός, ἀντὶ-ἡσυχασμὸς κ.α.) προῆλθαν ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν σκέψεως καὶ ἑρμηνείας στὴν ἁπλὴ εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ θεολογία.
64. Πρβλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 185.
65. ΚΩΝ. Ι. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μεσαιωνικὸς δυτικὸς πολιτισμὸς καὶ οἱ κόσμοι τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ Ἰσλάμ, μτφρ. Πάν. Κ. Χρήστου, ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σέλ. 405.408.409. 411.
66. Αὐτόθι, σέλ. 416. 417.
67. Αὐτόθι, σέλ. 418.421.
68. Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητού, μετάφρασις Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19868, σέλ. 75· «Ὁ ἐπιστάτης, ποὺ ἦταν Πολωνός, ἐνδιαφέρθηκε καὶ ἦλθε νὰ μοῦ ρίξη μιὰ ματιά. Μὲ βρῆκε νὰ διαβάζω τὴ “Φιλοκαλία” καὶ ἄρχισε νὰ μὲ ρωτᾶ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐδιάβαζα. Α!” εἶπε “αὐτὸ εἶναι ἡ “Φιλοκαλία”, τὸ ἔχω ξαναδῆ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἰς τὸ σπίτι τῶν ἐφημερίων μας ὅταν ἤμουν εἰς τὴν Βίλνα. Πάντως μου εἶπαν ὅτι γράφει παράξενα πράγματα, σχήματα καὶ σοφίσματα, σχετικὰ μὲ τὴν προσευχή, γραμμένα ἀπὸ Ἕλληνας μοναχούς. Εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ γράφουν οἱ φανατικοὶ εἰς τὰς Ἰνδίας καὶ εἰς τὴν Μποχάρα, ποὺ κάθονται κάτω καὶ κάνουν ἐκπνοὴ κατὰ ἕνα ἰδιότυπο τρόπο, προσπαθώντας νὰ δημιουργήσουν κάτι σὰν γαργάλισμα εἰς τὴν καρδιά τους καὶ μὲ ἠλιθιότητα πιστεύουν ὅτι αὐτὸ τὸ σωματικὸ αἴσθημα εἶναι προσευχή, τὸ θεωροῦν δὲ δῶρο τοῦ Θεού”».
69. ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Ἐπιστολὴ (28) Βασιλείω μονάζοντι, PG 99, 1000D-1001A.
70. Λουκ. 18,8
71. Ματθ. 13, 24-30. 36-43.
72. Β΄Τιμ. 3, 1
73. Ἃ΄Τιμ. 4, 1
74. Ματθ. 24, 6 καὶ ἑξῆς. Μάρκ. 13, 5 καὶ ἑξῆς.
75. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητόν το λέγον· «Τοῦτο δὲ γινώσκετε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἔσονται καιροὶ χαλεποὶ» 3. 6, PG 56, 274.278. (μεταγλώττιση).
76. Ἃ΄Τιμ. 4, 1
77. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν 2, 8 PG 69, 72B.C. (μεταγλώττιση).
78. Ἐκ τοῦ ἀνθολογίου Περὶ συντελείας, Ἀντιχρίστου καὶ Β΄ Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἐπιμελεία Στυλ.Ν. Κεμεντζετζίδη, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1991, σέλ. 132.
79. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως, 4, 10, PG 94, 1128A.
πηγή: impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου