Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

089 12.07.2023 Τί ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς γιά τήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ



 

 Τί ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς γιά τήν παναίρεση   τοῦ οἰκουμενισμοῦ

 



Στίς 2 Ἰουλίου τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς (με ἂφθαρτο λείψανο).


       “Πρέπει νὰ προβοῦμε σὲ ἀποφασιστικὴ ρήξη μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε καμία κοινωνία μὲ τοὺς συνοδοιπόρους του. Ὁ δρόμος μας δὲν εἶναι ὁ δικός τους. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ νὰ τὸ δείξουμε μὲ τὶς πράξεις μας.

Μία ἐποχὴ πραγματικῆς ὁμολογίας ἔρχεται γιά μᾶς, μία ἐποχὴ ποὺ ἴσως παραμείνουμε μόνοι καὶ διωκόμενοι.

Στὸ βαθμὸ ποὺ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Τοπικὲς Ἐκκλησίες ἔχουν πλέον εἰσέλθει στὶς τάξεις τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» καὶ ἔχουν ὡς ἐκ τούτου προδώσει τὴν Ὀρθοδοξία, ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα τῆς πλήρους ἀπομονώσεώς μας.

Δὲν μποροῦμε καὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε καμία κοινωνία μὲ ἀποστάτες τῆς ἀληθινῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ἐὰν ἀπαιτηθεῖ, νὰ ἀναχωρήσουμε στὶς “κατακόμβες”.

Ἡ θέση μας ὡς μαχητὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, μᾶς θέτει κάτω ἀπὸ μεγάλη ὑποχρέωση, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά στὸ παρελθόν».

Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς

 (Γραμμένο τὸ 1969)

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

088 09.07.2023 (17ον) «Μποροῦν ἂραγε οἱ αἱρετικοί και οἱ ἀλλόθρησκοι να σωθοῦν; Μιά μελέτη


 

(17ον ἀπό 17) «Μποροῦν ἂραγε οἱ αἱρετικοί και οἱ ἀλλόθρησκοι να σωθοῦν; Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία;»

 

Μια μελέτη Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθου

 

(17ον ) Ὀπτασία τινός Δημητρίου ἐπιβεβαιωμένη ὑπό τοῦ Ὁσίου Μητροφάνη τοῦ πνευματικοῦ, ὑποτακτικοῦ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ Ρήτωρος, τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἂννας (9/7)

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ

[σ.σ.: Στην μελέτη μας με γενικό τίτλο: «Μποροῦν ἂραγε οἱ αἱρετικοί και οἱ ἀλλόθρησκοι να σωθοῦν; Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία;» σε 16 μέρη, προσθέσαμε και την παρούσα Ὀπτασία, ἐπιβεβαιωμένη ἀπό τον Ὃσιο Μητροφάνη ὡς 17ο  μέρος αὐτῆς, ὃπως εἶχαμε ἐξ ἀρχῆς προαναγγείλει, ὃτι ἐνδέχεται να προστεθοῦν και ἂλλα μέρη στις ἀναρτήσεις που ἀπαρτίζουν αὐτή την μελέτη, ἂν βρεθοῦν ἀργότερα και ἂλλοι ἃγιοι που μιλοῦν για το θέμα αὐτό. Ὃπως ἀκριβῶς και οἱ Ὃσιοι που τους ἑορτάζει σήμερα 9/7 ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ἡ ἀληθινή, Τοῦ Χριστοῦ). Να διευκρινήσουμε ἐδῶ ὃτι ὑπάρχουν και ἂλλες “ὀπτασίες” και “ὁράματα” διαφόρων, ὡς ἐπί το πλεῖστον ἀνωνύμων, (ὃπως μερικά ἀναφέρουμε στο προηγούμενο μέρος το 16ο τῆς παρούσης μελέτης),   ἀλλά ἐπειδή δεν εἶναι ἐπιβεβαιωμένες ἀπό ἁγίους και το σημαντικότερο, παρεκκλίνουν ἀπό την διαχρονική διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς και τῆς συμφωνίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἁπορρίπτονται και δεν λαμβάνονται ὑπ’ὃψιν ὃπως λέγει και ὁ ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στο Ἱερό Πηδάλιο στη Σημείωσή του, στον Ε’ Ἀποστολικόν Κανόνα: «….ἐμᾶς δεν μᾶς μέλει τι εἶπαν ἢ τι ἐφρόνησαν μερικοί Πατέρες, (ἐάν εἶναι ἀντίθετα ἑννοεῖται, με την Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά τι λέγει ἡ (Ἁγία) Γραφή και ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων και τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων''].   

 

Σύντομη ἀναφορά στους Ὁσίους Διονύσιον τόν Ρήτωρα καί Μητροφάνη τούς Ἁγιορείτες.

«Στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὴ σκήτη τῆς Μικρῆς Ἁγίας Ἄννας ἢ γνωστότερη ὡς Μικραγιάννα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 15ου, ἀρχὲς 16ου αἰώνα μ.Χ., ζήσανε δυὸ μεγάλοι φωστῆρες καὶ πνευματικοὶ Πατέρες, Ὁ Ὃσιος Διονύσιος «ὁ Ρήτωρ» καὶ ὁ ὑποτακτικός του Ὃσιος Μητροφάνης ὁ πνευματικός.

Ἡ Μικραγιάννα, ἀποτελεῖ ἐξάρτημα τῆς Μεγάλης Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ βρίσκεται μεταξὺ Ἁγίας Ἄννας καὶ Κατουνακίων σὲ βραχώδη κατωφέρεια καὶ μὲ λίγη πράσινη ἐπιφάνεια λόγῳ τοῦ πετρώδους ἐδάφους. Ἀποτελεῖται ἀπὸ δέκα «Καλύβες», κατὰ τὴν Ἁγιορείτικη ὁρολογία, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ δύο δὲν ἔχουν Ναό.

Ἡ ζωὴ στὴ Μικραγιάννα, σύμφωνα μὲ τὶς γραπτὲς μαρτυρίες καὶ τὴν παράδοση, ἀρχίζει μὲ τὴν ἐγκατάσταση τῶν πρώτων γνωστῶν κατοίκων της καὶ ἀσκητῶν, τῶν Ὁσίων Διονυσίου τοῦ Ρήτορος καὶ Μητροφάνους. Οἱ δύο αὐτοὶ Ὅσιοι, προερχόμενοι ἀπὸ μετόχι τῆς σπουδαίας Μονῆς τοῦ Στουδίου τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ζητώντας τόπο ἥσυχο καὶ ἀπόμακρο, ἔφθασαν καὶ στὴ Μικραγιάννα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασαν ἀπὸ τὶς Καρυὲς καὶ τὴν Ἁγία Ἄννα, ποὺ τότε λεγόταν Σκήτη τῆς Λαύρας.

Μορφωμένος ὁ Ἅγιος Διονύσιος, τιμημένος ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ρήτορος, καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος κατὰ τὴ ζωή του, ἔγινε μαγνήτης καὶ τράβηξε κοντά του πολλοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους βοήθησε, στήριξε καὶ ἐνεθάρρυνε, καὶ ἐπιπλέον θαυματούργησε σὲ πολλούς, ὥστε ἡ κοίμησή του νὰ καταγραφεῖ ὡς κάτι τὸ ἰδιαίτερο σὲ κώδικες τῆς Μονῆς Διονυσίου καὶ Δοχειαρίου.

Ἦταν ἄριστος καλλιγράφος καὶ συγγραφέας, καὶ βιβλία τοῦ βρίσκονται τόσο στὴ Μεγίστη Λαύρα ὅσο καὶ σὲ ἄλλες Μονὲς καὶ στὴ Σκήτη Ἁγίας Ἄννας.

Ἔχοντας τὸν Ὃσιο Διονύσιο Γέροντα, ὁ Ἅγιος Μητροφάνης διέπρεψε ὡς ὑποτακτικός, καὶ στὴ συνέχεια ὡς πνευματικὸς στὰ χωριὰ τῆς Χαλκιδικῆς ἐξομολογώντας καὶ στηρίζοντας τὸν κόσμο στὴν τότε τουρκοκρατούμενη χώρα. Αὐτὸς γνωστοποίησε καὶ μιὰ περίφημη ὀπτασία περὶ κολάσεως καὶ Παραδείσου κάποιου Δημητρίου ἀπὸ τὴ Στρατονίκη.

Ἔτσι θεάρεστα καὶ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησαν καὶ οἱ δύο, ὁ μὲν Διονύσιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 9η Ἰουλίου 1606 μ.Χ. (ἄλλα χειρόγραφα ὅμως ἀναφέρουν τὴν κοίμηση τοῦ τὴν 6η Ὀκτωβρίου 1596 μ.Χ. ἢ 1602 μ.Χ.), ὁ δὲ Μητροφάνης λίγο χρονικὸ διάστημα ἀργότερα.

Στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, σώζεται ἰδιόγραφο βιβλίο ποικίλης ὕλης, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ὅσιου Διονυσίου τοῦ Ρήτορα, καὶ μὲ τὸν τίτλο «Κουβαρᾶς».

Τὸ 1956 μ.Χ., ὁ εὐλαβέστατος ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, μὲ τὴν ἐπίσης εὐλαβέστατη συνοδεία του, μὲ πολλοὺς κόπους καὶ πόνους, κατόπιν ἐμφανίσεως καὶ ἀποκαλύψεως τῶν ἁγίων αὐτῶν, κατόρθωσε νὰ καθαρίσει τὸ σπήλαιο ἐντός του ὁποίου ἔφτιαξε ὡραία ἐκκλησία στὸ ὄνομά τους. Ἐκεῖ ποὺ πέρασαν οἱ Ἅγιοι Διονύσιος καὶ Μητροφάνης τὴν ἀσκητικὴ ζωή τους, ἡ ἐκκλησία αὐτή, ἀντὶ γιὰ σκέπη της ἔχει τὴν προέκταση τοῦ βράχου, ποὺ σκεπάζει τὸ σπήλαιο, καὶ ἀπὸ ἕνα σημεῖο στάζει συνέχεια ἅγιασμα, τὸ ὅποιο μαζεύουν οἱ Πατέρες καὶ δίδεται στοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὲς πρὸς ἁγιασμό.

Ἡ μνήμη τῶν δύο αὐτῶν Ὁσίων Πατέρων τιμᾶται στὶς ἐννέα Ἰουλίου μὲ πανήγυρη στὸν σπηλαιώδη Ναό τους, ὅπου καὶ παλαιότερα ὑπῆρχε Ναὸς μαζὶ μὲ τὸ κελάκι τους. Ἀπόδειξη τοῦ περάσματός τους εἶναι ὁ σωζόμενος νιπτήρας τοῦ ναΐσκου τους καὶ τὸ ἐπίχρισμα ἀπὸ κορασάνι πάνω στὸν βράχο καὶ μέσα στὸ σπήλαιο.

 

Ἡ ὀπτασία τοῦ Δημητρίου

(σὲ ἐλεύθερο νόημα, περιληπτικὰ στὴν καθομιλούμενη γλώσσα)

 «Στὴν κωμόπολη Ἰσβορο, κοντὰ στὰ σημερινὰ Μεταλλεῖα τοῦ Μποδοσάκη, τὸ ἔτος 1520 μ.Χ. ζοῦσε εὐσεβὴς χριστιανός, μὲ τὸ ὄνομα Δημήτριος, ὁ ὅποιος ἐργάζονταν στὰ Μεταλλεῖα, γιὰ νὰ συντηρεῖ τὴν οἰκογένειά του.

Ἀπὸ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του, εἶχε ἀπομείνει, ἡ γυναίκα του καὶ ἕνα ἀγοράκι, ποὺ στὰ δώδεκά του χρόνια πέθανε κι αὐτό, ὅπως κι ἄλλα τρία ποὺ τοῦ εἶχαν πεθάνει πρωτύτερα.

Τὸ ἀγοράκι αὐτό, σὰν μονάκριβο ποὺ τοὺς εἶχε μείνει, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ φρόνιμο, συνετὸ καὶ ὑπάκουο, τὸ ἀγαποῦσαν πολύ, ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα του. Ἀλλὰ ὁ Πανάγαθος Θεός, ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὰ κρίματα Τοῦ Ὁποίου εἶναι ἀνεξιχνίαστη ἄβυσσος, θέλησε νὰ πάρει πρόωρα τὴν ψυχή του, ἔπεσε βαρειά ἄρρωστο καὶ σὲ δεκαπέντε μέρες πέθανε.

Τοῦτο λύπησε πολύ τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, ποὺ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητα, περισσότερο δὲ ὁ πατέρας του Δημήτριος, ὁ ὅποιος ἀπὸ τὴν πολλὴ θλίψη ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἄρρωστος καὶ δὲν ἤθελε οὔτε νὰ φάει οὔτε νὰ πιεῖ τίποτε ἐπὶ δεκαπέντε μέρες.

Στὴν κατάσταση αὐτὴ βρισκόμενος, ὁ Δημήτριος, τὴ δέκατη πέμπτη μέρα λιποθύμησε καὶ φαινόταν σὰν νὰ πέθανε. Τότε ἡ γυναίκα του καὶ ἡ πεθερά του, ποὺ βρίσκονταν κι αὐτὴ στὸ σπίτι τους, ἄρχισαν τοὺς θρήνους, ὀδυρμοὺς καὶ ἀναστεναγμοὺς τόσο, ποὺ μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ γείτονες καὶ συγγενεῖς τους κι ἔκλαιγαν κι αὐτοὶ ἀπαρηγόρητα τό θάνατο τοῦ Δημήτρη, καὶ κατὰ τὴ συνήθεια τοῦ κόσμου, ἄρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὰ κόλλυβα, σαβανώματα, θυμιάματα, κεριὰ καὶ ὅτι ἄλλο θεωρεῖται ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κηδεία καὶ τὴν ταφή. Ἐκεῖ ὅμως, ποὺ κατὰ τὴν τάξη τὸν ἄλλαζαν, παρατήρησαν, πὼς τὰ μὲν ἄκρα -χέρια καὶ πόδια- καὶ ὅλο το κορμὶ ἦταν νεκρωμένα καὶ κρύα, κοντὰ δὲ στὸ στέρνο καὶ τὴν καρδιὰ ἦταν ἀκόμη ζεστὸς καὶ ὁ σφυγμὸς διατηρεῖτο πολὺ ἀραιὸς κι ἀδύνατος, πλὴν ὅμως δὲν εἶχε σταματήσει τελείως καὶ γι' αὐτὸ ἀποφάσισαν νὰ μὴν τὸν θάψουν, ἂν δὲν νεκρωθεῖ ὅλο το σῶμα.

Πέρασαν πολλὲς ὧρες, ἦρθαν τὰ μεσάνυχτα καὶ ἡ κατάσταση τοῦ Δημήτρη ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ἡ ἴδια. Τότε ὅλοι νύσταξαν κι ἀποσύρθηκαν λίγο ν' ἀναπαυθοῦν.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ὁ Δημήτρης, ἀναστέναξε βαθιὰ κι ἀνασηκώθηκε στὸ κρεβάτι. Ἐκεῖνοι ποὺ τὸν παράστεκαν, βεβαρημένοι ἀπὸ τὴ νύστα, σὰν ἄκουσαν τὸν ἀναστεναγμὸ ξύπνησαν καὶ εἶδαν τὸ Δημήτρη νὰ ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν ὅλοι τους καὶ πιὸ πολὺ ἡ γυναίκα καὶ ἡ πεθερά του, οἱ ὅποιες τὸν ρώταγαν νὰ τοὺς εἰπεῖ τί τοῦ συνέβη.

Ὁ Δημήτρης καθιστὸς στὸ κρεβάτι, ἔβαλε τὸ χέρι στὸ μέτωπό του κι ἔβλεπε κάτω, ἦταν πολὺ σκεφτικός, φαινόταν ἀφηρημένος καὶ τρεῖς μέρες δὲν ἔτρωγε, δὲν ἔπινε καὶ δὲ μίλαγε σὲ κανέναν.

Ἡ γυναίκα του, εἶδε ἀπὸ τὸ σπίτι ἔξω στὸ δρόμο παιδιά, συνομήλικα μὲ τὸ δικό της, νὰ παίζουν, θυμήθηκε τὸ παιδί της κι ἄρχισε νὰ κλαίει ἀπαρηγόρητα καὶ νὰ χύνει πικρὰ δάκρυα. Τότε ὁ Δημήτρης, σὰν εἶδε τὴ γυναίκα του νὰ κλαίει, ἔλυσε τὴ σιωπή του καὶ τῆς εἶπε: «Γιατί κλαῖς καὶ κόπτεσαι γυναίκα μου χωρὶς νὰ ξέρεις τί κάνεις καὶ τί λές; Τὸ παιδί μας δὲν πέθανε ὅπως νομίζαμε πρίν, οὔτε ἀφανίστηκε οὔτε σάπισε στὸν τάφο, ἀλλὰ ζεῖ καὶ εἶναι σὲ τόπο λαμπρό, φωτεινό, ψηλὸ καὶ ὡραῖο, σὲ φῶς ποὺ δὲ λέγεται, δὲ μοιάζει οὔτε παριστάνεται μὲ τὰ φῶτα τοῦ κόσμου τούτου. Μακάρι ν' ἀξιωθοῦμε νὰ πᾶμε κι ἐμεῖς στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὰ παιδιά μας, νὰ ζοῦμε κι ἐμεῖς τὴ μακαρία ἐκείνη ζωή, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει θλίψη, πόνος καὶ ἀναστεναγμός, ἀλλὰ εἶναι φῶς τὸ αἰώνιο καὶ ζωὴ χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος - ἀτελεύτητη».

Ἡ γυναίκα του, ἀπὸ τὴ πολλὴ θλίψη, δὲν ἔδωσε προσοχὴ στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ συζύγου της, ἀλλὰ ἡ γριὰ μάνα της, σὰν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ρώτησε τὸ γαμπρὸ της λέγουσα: «Παιδί μου, Δημήτρη, πὼς γνωρίζεις ὅτι ζεῖ τὸ παιδί σου καὶ βρίσκεται στὴ μακαρία, ὅπως λές, ζωή;» Κι ὁ Δημήτρης, στὴν πεθερά του, εἶπε: «Εἶδα ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου σὲ ποιὸ χαρούμενο καὶ φωτεινὸ τόπο βρίσκονται τὰ παιδιά μας!» «Πές μου, Δημήτρη, σὲ παρακαλῶ, ἐξακολούθησε νὰ λέγει μὲ ἀγωνία ἡ γριά, ἐκεῖνα ποὺ εἶδες καὶ ἄκουσες καὶ μὴ μᾶς κρύψεις τίποτα».

 «Ὅταν κοιμόμουν στὸ κρεβάτι ἄρρωστος, σὲ μιὰ στιγμή, βλέπω μπροστά μου ἕνα λαμπροφορεμένο ἄντρα, ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀστραπή, τὸ κάλλος καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ εἶναι ἀπερίγραπτη. Τὰ φορέματα τοῦ χρυσοΰφαντα καὶ ποικιλόχρωμα, ἀκτινοβολοῦσαν ἀπὸ λαμπρότητα, θεῖο φωτισμὸ καὶ χάρη πού σοῦ φέρνει Οὐράνια γαλήνη καὶ χαρά.

»ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν εἶδα, κάθε σκέψη καὶ νόημα, γιὰ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς, χάθηκαν ἀπὸ τὸ μυαλό μου καὶ τὴ θύμησή μου, καὶ προσηλώθηκα ἐξ ὁλοκλήρου σ' αὐτόν.

»Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἀφοσιωμένος στὴ θεωρία του, μοῦ φάνηκε πὼς χωρίστηκα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ βρέθηκα στὴν ἀγκαλιά του, μὲ πῆρε καὶ πετάξαμε μαζὶ στοὺς Οὐρανούς. Ὅταν ἀνεβαίναμε μοῦ φάνηκε πὼς περάσαμε ἑπτὰ κύκλους Οὐρανῶν. Οἱ κύκλοι αὐτοὶ φαίνονταν ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ἄνω ἕως ὅτου τοὺς περάσαμε ὅλους.

»Ἀνεβαίνοντας συναντούσαμε φῶς μὲ ὁμίχλη, ὅταν φτάσαμε ψηλότερα εἶδα φῶς λαμπρότερο καὶ γῆ ὡραία καὶ θαυμαστή, ὁμαλὴ καὶ καθαρὴ μὲ φῶτα καὶ παντὸς εἴδους ἀνθισμένα δέντρα, τῶν ὁποίων τὴν εὐωδία καὶ τὸ κάλλος δὲν μπορεῖ ἀνθρώπινη γλώσσα νὰ διηγηθεῖ.

»Ὅταν περάσαμε τὴν ὡραία ἐκείνη γῆ, βρεθήκαμε μπροστά σε δυὸ σιδερένιες καὶ καλὰ σφραγισμένες πόρτες. Στὴν δεξιὰ πόρτα φύλαγαν ὡραῖοι λευκοφόροι νέοι καὶ τὴν ἀριστερὴ τὴ φύλαγαν ἄνδρες μαῦροι μὲ φοβερὴ ὄψη. Σὰν φτάσαμε μπροστὰ στὶς πόρτες ἐκεῖνες, ὁ συνοδός μου Ἄγγελος, μοῦ εἶπε σκύψε σύντομα καὶ προσκύνησε, κι ἐγὼ ἀμέσως ἔσκυψα καὶ προσκύνησα. Σκυφτὸς ὅπως ἤμουνα στὴ γῆ, ἄκουσα νὰ ‘ρχεται ἀπὸ μακριὰ φωνὴ καὶ νὰ λέγει: «Τί ἔφερες αὐτὸν ἐδῶ; Δὲν σοὶ εἶπον νὰ φέρεις τοῦτον, ἀλλὰ τὸν γείτονά του Νικόλαο, αὐτὸς δέ, ἔχει νὰ ζήσει ἀκόμη ἐπὶ τῆς γῆς».

»Μετὰ ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτή, ὁ ὁδηγός μου μὲ σήκωσε κι ἀμέσως μὲ πῆρε καὶ πήγαμε κατὰ ἀνατολᾶς, προχωρήσαμε καὶ βρεθήκαμε σὲ ἀνθισμένη καὶ ἀπέραντη πεδιάδα, μὲ πολὺ ὡραία δέντρα διαφόρων κατηγοριῶν.

»Στὸν ἴσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι’ ἀπὸ ἕνας ἄνθρωπος, οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν ὅλοι μιᾶς ἡλικίας, ἀλλὰ τὰ πρόσωπά τους, ἄλλων ἤσαν λαμπρὰ καὶ ὡραία κι ἀκτινοβολοῦσαν ἀπὸ χαρά, ἄλλων τὰ πρόσωπα ἤσαν στυγνὰ καὶ λίγο μαῦρα, καὶ ἄλλων κατάμαυρα καὶ σκοτεινά, κι ὁ καθένας ἀπ' αὐτοὺς εἶχε φανερά τα σημεῖα τῶν πράξεών τους, εἴτε καλὰ εἴτε κακά, κι ἂπ' αὐτὰ φαίνονταν καθαρὰ σὲ ὅλους τα ἔργα ποὺ κάνανε στὴ ζωὴ αὐτή, και  γνώριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

»Ὅταν διαβαίναμε τὴν ὡραία ἐκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιὰ κι ἀριστερά, εἶδα πολλούς, ποὺ τοὺς γνώριζα στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν πεθάνει ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐπίσης γνώρισα πολλὲς γυναῖκες. Εἶδα κεῖ καὶ μιὰ γνωστὴ γυναίκα πόρνη, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση διακρινόταν ἡ ζωή της ποὺ ἔκανε δῶ στὴ γῆ. Εἶδα κι ἄλλους πολλοὺς κακοποιούς, ποὺ στὴ ζωὴ αὐτὴ εἶχαν καταδικασθεῖ σὲ κρεμάλα, κι ἄλλους ποὺ ἔκαναν διάφορες ἁμαρτίες, νὰ ἔχουν φανερά τα σημεῖα τῶν κακῶν πράξεών τους, ὅπως διακρίνονταν καὶ τὰ καλὰ ἔργα. Εἶδα ἐπίσης καὶ πολλοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς μας νὰ βρίσκονται στὸν τόπο ἐκεῖνον.

»Ἐκεῖ ποὺ βαδίζαμε, μὲ τὸ συνοδό μου Ἄγγελο, στὴν ὡραία κι ἀνθοστολισμένη ἐκείνη πεδιάδα, καθὼς παρατηροῦσα τὰ ὡραῖα τοπία, τὰ δροσερὰ λιβάδια, τὰ πανύψηλα δέντρα, κι ἄλλα ὡραῖα καὶ ἀπερίγραπτα πράγματα, εἶδα νὰ κάθονται τέσσερα λαμπροφορεμένα παιδάκια πολὺ ὄμορφα ποὺ ἔλαμπαν σὰν τὸν ἥλιο. Στάθηκα καὶ θαύμαζα τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα μέρη καὶ κοίταζα ἀχόρταγά τα ὄμορφα ἐκεῖνα παιδάκια. Ὁ συνοδός μου Ἄγγελος τότε μου εἶπε: «Ἀδελφέ, γνωρίζεις αὐτὰ τὰ ὡραῖα παιδάκια; Μήπως ξέρεις τίνος εἶναι;» Τότε πῆγα πιὸ κοντά, κοίταξα μὲ προσοχὴ καὶ εἶδα ὅτι τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ἦταν τὰ δικά μας. Εἶδα τὰ τρία ποὺ μᾶς εἶχαν ἀπὸ χρόνια πεθάνει καὶ τὸ τελευταῖο δωδεκάχρονο νὰ τὸ ἔχουν στὴ μέση. Στὸν Ἄγγελο εἶπα: «Ναί, κύριέ μου, πολὺ καλά τα γνωρίζω, εἶναι τὰ παιδιὰ τὰ δικά μου». ἡ χαρά μου ἦταν ἀπερίγραπτη ποὺ γνώρισα καὶ εἶδα τὰ παιδιά μας νὰ εἶναι σὲ τόση χαρά, δόξα καὶ λαμπρότητα. Παρακάλεσα τὸν ὁδηγό μου Ἄγγελο, νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ μείνω κι ἐγὼ ἐκεῖ κοντὰ στὰ παιδιά μου γιὰ πάντα, νὰ αἰσθάνομαι τὴ χαρά τους καὶ νὰ μὴν τὰ ἀποχωριστῶ ποτέ! Κι ὁ Ἄγγελός μου ἀποκρίθηκε πὼς δὲν ἦρθε ἀκόμη ὁ καιρὸς γιὰ νὰ μείνεις κι ἐσὺ ἐδῶ καὶ μὲ πῆρε ἀμέσως ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνον.

»Ὅταν φεύγαμε, ἀπὸ τὴν ὡραία ἐκείνη πεδιάδα μὲ τὰ εὐώδη ἄνθη, τὸν Οὐράνιο φωτισμὸ καὶ τὴν αἰώνια λαμπρότητα, ρώτησα τὸ συνοδό μου: «Κύριέ μου, τοῦτος ὁ ὡραῖος τόπος, εἶναι ὁ λεγόμενος Παράδεισος τοῦ Θεοῦ ἤ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Αὐτὸς ὁ τόπος, οὔτε ὁ Παράδεισος, οὔτε ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ ἁγία Γραφή, ἡ γῆ τῶν «Πραέων» καὶ ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν δικαίων καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τὸν ὁποῖον ὤρισε ὁ Πανάγαθος Θεός, νὰ ἀναπαύονται οἱ ψυχὲς ὡς τὴν ἥμερά τῆς «Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας», τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Δίκαιου Κριτῆ, ποὺ θὰ 'ρθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὶς πράξεις καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει κάνει. Ἡ δὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, ποὺ θὰ ἀπολαύσουν οἱ Δίκαιοι, ὅπως καὶ τὰ αἰώνια κολαστήρια καὶ οἱ τιμωρίες ποὺ εἶναι γι' αὐτούς, ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, εἶναι ἐκεῖ ποὺ εἶδες τὶς δυὸ κλεισμένες καὶ σφραγισμένες πόρτες, τὴ χρυσὴ καὶ λαμπρὴ πόρτα, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σιδερένια καὶ φλογερή, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Κόλαση, ποὺ εἶναι φτιαγμένη γιὰ τοὺς δαίμονες καὶ τὰ ὄργανά τους, ποὺ εἶναι- ὅλοι οἱ κακοὶ καὶ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι».

»Τότε ρώτησα τὸν Ἄγγελο: «Τώρα, Κύριέ μου, ποιοὶ εἶναι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ ποιοὶ εἶναι στὴν Κόλαση;» Κι ἐκεῖνος μου ἀπεκρίθει: «Τώρα κανένας δὲν ἔχει πάει στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, οὔτε στὴν Κόλαση, ἀλλὰ οἱ μὲν Δίκαιοι ἀπολαμβάνουν μέρος ἀπὸ τὰ αἰώνια ἀγαθά, στὸ διορισμένο ἀπὸ τὸ Θεὸ τόπο καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ πάλι, μέρος ἀπὸ τὶς τιμωρίες ὑφίστανται, καὶ ὅπως εἴπαμε, οἱ Δίκαιοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν τέλεια ἀπολαβὴ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἥ τῶν αἰωνίων τιμωριῶν θὰ πάρουν μετὰ τὴν Δεύτερη ἔνδοξη Τοῦ Κυρίου Παρουσία, ποὺ θὰ γίνει τότε, ἡ αἰώνια πληρωμὴ ἤ, ἡ αἰώνια καταδίκη.

»Οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν μεγάλων Ἁγίων, ἐξακολούθησε νὰ μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου, ἀπὸ τώρα βρίσκονται σὲ πολὺ ψηλότερο, ὡραιότερο καὶ φωτεινότερο τόπο ἀπὸ τοῦτον ἐδῶ, ἐκεῖ ποὺ εἶναι μεγάλο καὶ πολὺ λαμπρότερο φῶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο φῶς, ἔρχονται ἐδῶ οἱ ἀκτίνες καὶ λαμπηδόνες, ποὺ φωτίζουν τὸν τόπο τοῦτον».

»Ὅταν εἶπε αὐτά, ὁ ὁδηγός μου Ἄγγελος, ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε κατὰ τὸ Νοτιά, βγήκαμε ἀπὸ τὸ φωτεινὸ καὶ λαμπρὸ ἐκεῖνο μέρος καὶ φτάσαμε σὲ σκοτεινὸ καὶ καλυμμένο ἀπὸ μούχλα καὶ σαπίλα τόπο, ἀπὸ τὸν ὅποιον ἔβγαινε πολὺ βρῶμα καὶ δυσωδία. Ἐκεῖ εἴδαμε πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων, ποὺ εἶχανε ἡλιοκαμένη καὶ πολὺ λυπημένη ὄψη. Ρώτησα, τί ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ πού βρίσκονται ἐδῶ μέσα; Κι αὐτός μοῦ εἶπε: «Αὐτοὶ ποὺ βλέπεις ἐδῶ, εἶναι οἱ Ἑβραῖοι ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Δεσπότη Χριστό».

»Προχωρήσαμε πιὸ πέρα. Ἐκεῖ βρήκαμε πιὸ σκοτεινὸ καὶ βρωμερότερο μέρος, εἶχε μέσα κι αὐτὸ πλῆθος πολὺ λαοῦ, ποὺ φαίνονταν σὰν μικροὶ ἀνθρωπίσκοι, σὰν μικρὰ παιδιὰ καὶ σκουλήκια, ποὺ κυλιόντουσαν μέσα σὲ λάσπη ἀπὸ κοπριά. Ρώτησα τὸν ὁδηγό μου γι' αὐτοὺς καὶ μοῦ εἶπε, πὼς αὐτοὶ εἶναι οἱ Τοῦρκοι καὶ ἄπιστοι Ἀγαρηνοί, καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ καὶ κακόδοξοι ἄνθρωποι. Ἐκεῖ γνώρισα καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Ἀθίγγανους –Γύφτους- ποὺ τοὺς ἤξερα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ κι εἴχανε τὰ πρόσωπα τοὺς πολὺ μελανά (σ.σ. ἐννοεῖται ὃσοι ἀσχολοῦνται με μαγεῖες και τα παρόμοια).

»Ὅταν βγήκαμε ἂπ' ἐκεῖ, γυρίσαμε κι ἄλλους τέτοιους σκοτεινοὺς καὶ βρωμεροὺς τόπους, γεμάτους ἀπὸ ἀνθρώπους κάθε θρησκείας, κάθε αἱρέσεως, ἄθεους, εἰδωλολάτρες καὶ λαοὺς ἀπὸ διάφορα ἔθνη. Σὲ ἐρώτησή μου ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ Κόλαση, ὁ ὁδηγός μου εἶπε: Ὅπως καὶ πρωτύτερά σου εἶπα αὐτὰ ποὺ εἶδες, δὲν εἶναι οὔτε ἡ Κόλαση, οὔτε ὁ Παράδεισος, ἀλλά ὅλα αὐτὰ εἶναι προσωρινὰ μέχρι τὴ δεύτερη Τοῦ Χριστοῦ Παρουσία. Πρέπει νὰ ξέρεις καὶ τοῦτο πὼς ἡ Κόλαση εἶναι μία ἀλλά τὰ βάσανα καὶ οἱ τιμωρίες εἶναι πολλὲς καὶ διάφορες ὅπως καὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι μία ἄλλα ἔχει κι αὐτὴ διαφορὰ στὶς κατοικίες καὶ τὶς ἀπολαύσεις γιὰ τοὺς Δικαίους, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν προσφορὰ τῆς θυσίας τοῦ καθενὸς στὴ ζωὴ τούτη, ὅπως λέγει κι ὁ Δεσπότης Χριστὸς στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιό Του: «Ἐν τῇ οἰκία τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαὶ εἴσιν» (Ἴωαν. ΙΔ' 2).

Ἐκεῖ ποὺ ὁ ὁδηγός μου ἔλεγε αὐτὰ, ἄκουσα νὰ ἔρχεται ἀπὸ κάτω βαθιὰ τρομακτικὴ καὶ βροντερή φωνὴ βρυχωμένου δράκοντα καὶ ἀγρίου θεριοῦ καὶ νὰ βγαίνει βρῶμα καὶ δυσωδία ἀνυπόφορη. Ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτὴ τραβήχτηκα καὶ τρόμαξα τόσο, ποὺ προσπάθησα νὰ κρυφτῶ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ φύλακα συνοδοῦ μου καὶ τρέμων ἀπὸ τὸ φόβο μου, τὸν ρώτησα: «τί φωνὴ εἶναι αὐτή Κύριέ μου καὶ ἡ πολλὴ αὐτὴ βρῶμα ποῦθε ἔρχεται;» Καί κεῖνος μου εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ φωνάζει καὶ βρυχιέται εἶναι ὁ παμφάγος Ἅδης, ὁ ὁποῖος δέχεται ὅλους τούς ἄπιστους καὶ περιφρονητὲς ἁμαρτωλοὺς κατ' ἐξακολούθηση, ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ δὲ μετανοῆσαν ποτὲ γιὰ ὅτι κακὸ ἔκαναν στὴ ζωή τους. Ὅποιος ἀπ' αὐτοὺς πεθάνει, περνάει ἀπὸ τὸν Ἅδη, ὁ ὁποῖος τοὺς ξερνάει, στοὺς τόπους τῆς καταδίκης ποὺ εἶδες καὶ δὲ χορταίνει ποτέ».

»Ἀμέσως ἄκουσα ἄλλη φωνὴ ποὺ ‘ρχονταν ἀπὸ ψηλὰ καὶ ἔλεγε: «τί φωνάζεις, τί κλαῖς καὶ στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο καὶ θὰ χορτάσεις ἀπὸ ἀνάξιους ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, ἐπισκόπους καὶ μοναχούς, δόκιμους κά! χριστιανοὺς ἀμελεῖς καὶ περιφρονητὲς στὴν καλοσύνη καὶ πρόθυμους γιὰ τὸ κακό».

»Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἡ φοβερὴ αὐτὴ φωνὴ σφύριζε ἀκόμη στὰ αὐτιά μου, βρέθηκα ἀμέσως στὸ σπίτι μου, εἶδα τὸ σῶμα μου νεκρό, ἄσχημο καὶ παγωμένο, δὲν ἤθελα νὰ μπῶ μέσα σ' αὐτό, ἀλλὰ ὁ ὁδηγός μου μ' ἔβαλε μὲ τὸ ζόρι χωρὶς νὰ θέλω νὰ μπῶ μέσα, κι αἰσθάνθηκα δριμὺ πόνο καὶ νὰ σαλεύουν ὅλα τα νεῦρα, οἱ ἀρθρώσεις καὶ τὰ κόκκαλα».

Ἡ γυναίκα τοῦ Δημήτρη καὶ ἡ πεθερά του, ἅμα ἄκουσαν αὐτά, ἔμειναν κατάπληκτες καὶ διηγούμενες αὐτά, ἀπὸ στόμα σὲ στόμα διαδόθηκαν ὄχι μόνο στὸν Ἰσβορο, ἄλλα καὶ σ' ὅλη τὴ Χαλκιδική.

Τοῦτο ἔφτασε καί στὰ αὐτιὰ τοῦ Ὁσίου Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Δημήτρη, ἀπὸ τὸν ὁποῖο βεβαιώθηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Θείας αὐτῆς ὀπτασίας, τὴν ὁποία ὁ Δημήτρης ἐπανέλαβε καὶ διηγήθηκε στὸν Ὃγιο δυὸ καὶ τρεῖς φορές, ἀκριβῶς ὅπως μᾶς τὴν περιέγραψε ὁ ἴδιος, ὁ Ὃσιος Μητροφάνης.

Ἡ ὀπτασία αὐτή τοῦ Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι ἀπὸ τὸ γεγονός, ποὺ ἀκολούθησε, γιατί ὅταν ἄκουσε τὴ Θεία ἐκείνη φωνή, ποὺ ἔλεγε στὸν ὁδηγὸ τοῦ Ἄγγελο: «Δὲν σοὶ εἶπον νὰ φέρεις αὐτόν, ἀλλά τὸν γείτονά του Νικόλαον», τοῦτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυὸ μέρες μετὰ τὴν ὀπτασία ποὺ εἶδε ὁ Δημήτρης, ὁ γείτονάς του Νικόλαος καίτοι ἦταν πολὺ καλὰ στὴν ὑγεία του, ξάφνου χωρὶς νάχει καμιὰ ἀρρώστια πέθανε καὶ τὶς ἑτοιμασίες ποὺ εἶχαν γιὰ τὴν κηδεία τοῦ Δημήτρη, τὶς χρησιμοποίησαν γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ Νικόλαου.

Μερικοὶ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, ἀπὸ φθόνο τοῦ διαβόλου, κινήθηκαν νὰ διασύρουν τὴν ὀπτασία αὕτη σὰν ψεύτικη, προσπάθησαν νὰ σπείρουν ἀπιστία καὶ ἀμφιβολία, μὲ τὴ δικαιολογία, ὅτι, ἡ φωνὴ ποὺ ἄκουσε, ὁ Δημήτρης, ἄνωθεν νὰ λέγει στὸν Ἅδη, ὅτι θὰ χορτάσει ἀπὸ ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς ἀμελεῖς καὶ ράθυμους, πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις καὶ τὰ καθήκοντά τους καὶ ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ λέγει γι' αὐτούς, ἀλλὰ νὰ ἔλεγε, πὼς θὰ γεμίσει ἀπὸ ἄπιστους, ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλούς, ἂν ἦταν ἀληθινή!

«Ταλαίπωροι ἄνθρωποι, σ' ὅποια τάξη κι ἂν ἀνήκετε, ὅποιο βαθμὸ καὶ ἀξίωμα φέρετε, γιατί «προφασίζεσθε προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»; «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τὴ καρδία, ἴνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;» «Πῶς θέλετε ὁ καθένας σας νὰ δικαιολογεῖστε καὶ νὰ κρύβεστε πίσω ἀπὸ τὸ δάκτυλό σας»; Αὐτὰ εἶπε πρὸς αὐτούς, ὁ Ὃσιος Μητροφάνης, καὶ ἐπιπροσθέτως ἔλεγε:

«Ἀδελφοί, ἐμεῖς οἱ κληρικοί, ποὺ ταχθήκαμε νὰ ὑπηρετοῦμε τὸν Κύριο, νὰ γνωρίζουμε καλά, πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε τύπος καὶ ὑπόδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, νὰ εἴμαστε φῶς καὶ ὁδηγοὶ στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λέγει καὶ ὁ Κύριος μας: «Ὑμεῖς ἔστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. Ε' 13, 14) καὶ ὡς τοιοῦτοι θὰ πρέπει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ χύνομαι περισσότερο φῶς καὶ ὄχι νὰ συσκοτίζαμε πιὸ πολύ τα ἁπλὰ καὶ θεία αὐτὰ πράγματα, ποὺ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει στοὺς πιστούς, γιὰ νὰ διορθωθοῦμε καὶ νὰ διορθώσουμε καὶ τὸν κόσμο, ποὺ ἔχει σκοτάδι καὶ ἄγνοια μεγάλη, τοῦ Θείου νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν Τοῦ Θεοῦ.

Ἀντί, μὲ τὰ καλά μας λόγια, μὲ τὰ καλά μας ἔργα καὶ τὴν καθαρὴ πολιτεία τῆς ζωῆς μας νὰ γινόμαστε τὸ καλὸ παράδειγμα, νὰ φανοῦμε ἄξιοι ἐργάτες τῆς κλήσεώς μας καὶ καλοὶ οἰκονόμοι νὰ μεταδίδομε τὴ χάρη, ποὺ ἀπὸ Τὸ Θεὸ μᾶς δόθηκε, ἐμεῖς γινόμαστε προσκόμματα τοῦ καλοῦ, αἰτία σκανδάλου καὶ κακὸ παράδειγμα στοὺς πιστοὺς μὲ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀμφιβολία ποὺ μεταδίδουμε στὸν πιστὸ καὶ ἁπλὸ λαὸ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν βλάπτουμε τὶς ψυχές τους, γιὰ τὶς ὅποιες, ὁ Χριστός, ἐπάνω στὸ Σταυρό, θυσιάστηκε καὶ παρέδωκε τὴν ψυχὴ Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν».

Ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ ὠφελήσομε τὸν πλησίον μας, ἐμεῖς μὲ κάθε τρόπο τὸν βλάπτομε, μὲ τὸ νὰ λέμε καὶ νὰ διαδίδομε πὼς οἱ ὀπτασίες αὐτὲς καὶ ἀποκαλύψεις, οἱ ὅποιες μᾶς φέρνουν σὲ αἴσθηση, σὲ φόβο Θεοῦ, σὲ μετάνοια καὶ ἐπίγνωση τοῦ ἐαυτοῦ μας, νὰ λέμε δὲν εἶναι ἀληθινές; Δὲν εἶναι πραγματικές; Μήπως γιατί ἀποκαλύπτουν τὰ κακὰ ἔργα τοῦ καθενός; Καὶ φανερώνουν τὶς τιμωρίες πού μᾶς περιμένουν; Ἢ τὴν δίκαιη ἀντιμισθία καὶ ἀνταμοιβὴ ποὺ θὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτὴ ἐκεῖνοι ποὺ ἐργάστηκαν τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή; Πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς ὃποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί, ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ἡ ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, Πατριάρχες, Βασιλεῖς, Στρατηγοὶ ἡ Στρατιῶτες, ὅλοι ὅμοια καὶ δίκαια θὰ κριθοῦν, ἀπὸ Τὸν ἀπροσωπόληπτο Κριτή, Τὸ Θεό.

Καὶ συνέχισε ὁ Ὃσιος Μητροφάνης, νὰ διδάσκει καὶ νὰ λέγει στὸ λαό: «Ἃς ξυπνήσομε, ἀδελφοί, ἃς ἔλθομε στὸν ἑαυτὸ μας ὅσον εἶναι ἀκόμη καιρός, γιατί τὸ κουδούνι τοῦ κινδύνου, γιὰ τὸν καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει, δὲν ξέρουμε πότε τὸ τέλος καὶ σὲ μᾶς θὰ ἔλθει. Ἃς προσπαθήσαμε νὰ μιμηθοῦμε τοὺς καλοὺς ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, μοναχοὺς καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς καλοὺς χριστιανούς, οἱ ὅποιοι ἐργάζονται τὸ καλό, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ νὰ γίνωμεν κι ἐμεῖς φῶτα σωστικά, παραδείγματα ἀρετῆς καὶ καλοσύνης στοὺς πιστοὺς ἀδελφούς μας, ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ Κύριος λέγων: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι Τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς» (Ματθ. Ε' 16) γιὰ νὰ λάβουμε κι ἐμεῖς τὴ δίκαιη ἀνταμοιβὴ καὶ νὰ ζήσομε αἰώνια μὲ Τὸ Θεὸ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν».

Πηγή: https://www.saint.gr/2017/saint.aspx

Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666-7) καί ἀναίρεση συκοφαντιῶν τοῦ π. Εὐφροσύνου Σαββαϊτου. (Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθου)

      Ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666-7) καί ἀναίρεση συκοφαντιῶν τοῦ π. Εὐφροσύνου Σαββαϊτου. Νεκταρίου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ Κορίνθο...