Περί Θείας Προνοίας
Γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τὸ κακὸ στὸν κόσμο;
ἁγιασμένος Γέροντας Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης
«Ἕνας ἀσκητὴς βλέποντας τὴν ἀδικία ποῦ ὑπάρχει στὸν κόσμο προσευχόταν στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζητοῦσε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ λόγο ποὺ δίκαιοι καὶ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι δυστυχοῦν καὶ βασανίζονται ἄδικα, ἐνῶ ἄδικοι καὶ ἁμαρτωλοὶ πλουτίζουν καὶ ἀναπαύονται.
Ἐνῶ προσευχόταν ὁ ἀσκητὴς νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς τὸ μυστήριο, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:
- Μὴ ζητᾶς ἐκεῖνα ποὺ δὲ φτάνει ὁ νοῦς σου καὶ ἡ δύναμη τῆς γνώσης σου. Οὔτε νὰ ἐρευνᾶς τὰ ἀπόκρυφα, γιατί τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Ἀλλά, ἐπειδὴ ζήτησες νὰ μάθεις, κατέβα στὸν κόσμο καὶ κάθισε σ’ ἕνα μέρος καὶ πρόσεχε αὐτὰ ποὺ θὰ δεῖς, γιὰ νὰ καταλάβεις ἀπὸ τὴ μικρὴ αὐτὴ δοκιμή, ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὶς κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Θὰ γνωρίσεις τότε ἄτι εἶναι ἀνεξερεύνητη καὶ ἀνεξιχνίαστη ἡ προνοητικὴ διακυβέρνηση τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα.
Ὁ γέροντας, ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτά, κατέβηκε μὲ πολλὴ προσοχὴ στὸν κόσμο κι ἔφτασε σ’ ἕνα λιβάδι ποὺ τὸ διέσχιζε ἕνας πολυσύχναστος δρόμος. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν μία βρύση κι ἕνα γέρικο δέντρο, στὴν κουφάλα τοῦ ὁποίου μπῆκε ὁ γέροντας καὶ κρύφτηκε καλά.
Μετὰ ἀπὸ λίγο πέρασε ἕνας πλούσιος πάνω στὸ ἄλογό του.
Σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ βρύση, γιὰ νὰ πιεῖ νερὸ καὶ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἀφοῦ ξεδίψασε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ ἕνα πουγκὶ μὲ ἑκατὸ φλουριὰ καὶ τὰ μετροῦσε. Ὅταν τελείωσε τὸ μέτρημα, θέλησε πάλι νὰ τὰ βάλει στὴ θέση τους. Χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταλάβει, τὸ πουγκὶ ἔπεσε στὰ χόρτα. Ἔφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε καὶ μετὰ καβαλίκεψε τὸ ἄλογο κι ἔφυγε χωρὶς ν’ ἀντιληφθεῖ τίποτα γιὰ τὰ φλουριά.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦρθε ἄλλος περαστικὸς στὴ βρύση, βρῆκε τὸ πουγκὶ μὲ τὰ φλουριά, τὸ πῆρε κι ἔφυγε τρέχοντας μέσ’ ἂπ’ τὰ χωράφια. Πέρασε λίγη ὥρα καὶ φάνηκε ἄλλος περαστικός. Κουρασμένος, ὅπως ἦταν, σταμάτησε κι αὐτὸς στὴ βρύση, πῆρε λίγο νεράκι, ἔβγαλε καὶ λίγο ψωμάκι ἀπὸ ἕνα μαντήλι καὶ κάθισε νὰ φάει. Τὴν ὥρα, ποὺ ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος ἔτρωγε, φάνηκε ὁ πλούσιος καβαλάρης ἐξαγριωμένος, μὲ ἀλλοιωμένο τὸ πρόσωπο ἀπὸ ὀργή, καὶ ὄρμισε ἐπάνω του. Μὲ θυμὸ φώναζε νὰ τοῦ δώσει τὰ φλουριά του. Ὁ φτωχός, μὴ ἔχοντας ἰδέα γιὰ τὰ φλουριά, διαβεβαίωνε μὲ ὅρκους πὼς δὲν εἶδε τέτοιο πράγμα. Ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως ἦταν θυμωμένος, ἄρχισε νὰ τὸν δέρνει καὶ νὰ τὸν χτυπᾶ, μέχρι ποὺ τὸν θανάτωσε. Ἔψαξε μετὰ ὅλα τα ροῦχα τοῦ φτωχοῦ, δὲν βρῆκε τίποτα καὶ ἔφυγε λυπημένος.
Ὁ γέροντας ἐκεῖνος τὰ ἔβλεπε ὅλα αὐτὰ μέσα ἀπ’ τὴν κουφάλα καὶ θαύμαζε. Λυπόταν πολὺ κι ἔκλαιγε γιὰ τὸν ἄδικο φόνο ποὺ εἶδε καὶ προσευχόμενος στὸν Κύριο, ἔλεγε:
- Κύριε, τί σημαίνει αὐτὸ τὸ θέλημά Σου; Γνώρισέ μου, Σὲ παρακαλῶ, πῶς ὑπομένει ἡ ἀγαθότητά Σου τέτοια ἀδικία. Ἄλλος ἔχασε τὰ φλουριά, ἄλλος τὰ βρῆκε κι ἄλλος ἄδικα φονεύθηκε!
Ἐνῶ ὁ γέροντας προσευχόταν μὲ δάκρυα, κατέβηκε ὁ Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε:
- Μὴ λυπᾶσαι, γέροντα, οὔτε νὰ σοῦ κακοφαίνεται καὶ νὰ νομίζεις ὅτι ὅλα αὐτὰ γίνονται τάχα χωρὶς θέλημα Θεοῦ. Ἀλλὰ ἂπ’ αὐτὰ ποῦ συμβαίνουν, ἄλλα γίνονται κατὰ παραχώρηση, ἄλλα γιὰ παίδευση κι ἄλλα κατὰ οἰκονομία.
Ἄκουσε λοιπόν:
Αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὰ φλουριὰ εἶναι γείτονας ἐκείνου ποὺ τὰ βρῆκε. Ὁ τελευταῖος εἶχε ἕνα περιβόλι ἀξίας ἑκατὸ φλουριῶν. Ὁ πλούσιος, ἐπειδὴ ἦταν πλεονέκτης, τὸν ἐξανάγκασε νὰ τοῦ τὸ δώσει γιὰ πενήντα φλουριά. Ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος, μὴ ἔχοντας τί νὰ κάνει, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ κάνει τὴν ἐκδίκηση. Γι’ αὐτὸ καὶ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε διπλά.
Ἐκεῖνος, πάλι, ὁ φτωχός, ὁ κουρασμένος, ποὺ δὲν βρῆκε τίποτα καὶ φονεύτηκε ἄδικα, εἶχε κάνει μιὰ φορὰ φόνο.
Μετανόησε ὅμως εἰλικρινὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ τὰ ἔργα τοῦ ἦταν χριστιανικὰ καὶ θεάρεστα. Διαρκῶς παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν συγχωρέσει γιὰ τὸ φόνο ποὺ διέπραξε καὶ συνήθιζε νὰ λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο ποῦ ἔδωσα, ἴδιο νὰ μοῦ δώσεις!». Βέβαια, ὁ Κύριός μας τὸν εἶχε συγχωρέσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποῦ ἐκδήλωσε τὴ μετάνοιά του. Συγκινήθηκε ὅμως ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ φιλότιμό του παιδιοῦ του, τὸ ὁποῖο ὄχι μόνο φρόντιζε γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ πληρώσει γιὰ τὸ παλιό του φταίξιμο. Ἔτσι δὲν τοῦ χάλασε τὸ χατίρι, ἐπέτρεψε νὰ πεθάνει μὲ βίαιο τρόπο – ὅπως τοῦ τὸ εἶχε ζητήσει – καὶ τὸ πῆρε κοντά Του, χαρίζοντας τοῦ μάλιστα καὶ λαμπρὸ στεφάνι γι’ αὐτὸ τοῦ τὸ φιλότιμο!
Ὁ ἄλλος, τέλος, ὁ πλεονέκτης, ποὺ ἔχασε τὰ φλουριὰ κι ἔκανε τὸ φόνο, θὰ κολαζόταν γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία του. Τὸ ἄφησε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ πέσει στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου γιὰ νὰ πονέσει ἡ ψυχή του καὶ νὰ ἔρθει σὲ μετάνοια. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ἀφήνει τώρα τὸν κόσμο καὶ πάει νὰ γίνει καλόγερος!
«Λοιπόν, ποῦ, σὲ ποιὰ περίπτωση, βλέπεις νὰ ἦταν ἄδικος ἢ σκληρὸς καὶ ἄπονος ὁ Θεός; Γι’ αὐτὸ στὸ ἑξῆς νὰ μὴν πολυεξετάζεις τὶς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, γιατί Ἐκεῖνος τὶς κάνει δίκαια καὶ ὅπως ξέρει, ἐνῶ ἐσὺ τὶς περνᾶς γιὰ ἄδικες.
Γνώριζε ἐπίσης ὅτι καὶ πολλὰ ἄλλα γίνονται στὸν κόσμο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ λόγους ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουν. Κι ἔτσι τὸ σωστὸ εἶναι νὰ λέει ὁ καθένας: «Δίκαιος εἰ Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἳ κρίσεις σου». (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137).
Πηγή: Συνοδοιπορία 3/17/2011
http://synodoiporia.blogspot.com/2011/03/blog-post_2666.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου