ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΜΕΛΗ.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος προσδίδει μιὰ κυριολεκτικά ἂπταιστη Ὀρθόδοξη δογματικὴ ἑρμηνεία στὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παυλου, «τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 6,15).
Ἔτσι γράφει: «Εἰ γὰρ καὶ σὺ θελήσεις, μέλος αὐτοῦ γενήση, καὶ οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνὸς ἠμῶν ἑκάστου μέλη Χριστοῦ γενήσονται, καὶ Χριστὸς ἠμῶν μέλη,...καὶ μέλος ἕκαστον ἠμῶν ὅλος Χριστὸς ὑπάρξει. Εις γὰρ πολλὰ γινόμενος εἷς ἀμέριστος μένει, μερὶς ἑκάστη δὲ αὐτὸς ὅλος Χριστὸς ὑπάρχει·»
Μετάφραση: «Γιατί κι ἐσύ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλεις, θὰ γίνεις μέλος Του, κι ἔτσι τὰ μέλη καθενός, ὅλα, μέλη τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνουν κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,... καὶ κάθε μέλος θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ὁλόκληρος. Γιατί ἂν καὶ γίνεται σὲ πολλά, παραμένει Ἕνας, ἀδιαίρετος, κάθε μερίδιο εἶναι ὁ Ἴδιος ὁλόκληρος.» (Ὕμνος ΙΕ΄. στ. 149-151...157-159).
«Διὰ τοῦτο λέγω ὑμίν, πάσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοις ανθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοις ανθρώποις... οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰώνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ἴβ΄. 31-32. βλ. καὶ Μάρκ. γ΄. 28-30. Λουκ. ἴβ΄. 10.).
Τὸ ἱερότατο ἀπόφθεγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ λέει ὅτι: «Κάθε ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρεθεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ὅποιος ὅμως, βλασφημήσει κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν θα συγχωρεθεῖ οὔτε στὸν παρόντα αἰώνα, οὔτε στὸν μέλλοντα»
Δεδομένου ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, Ἐκκλησία, Χριστὸς και Χριστιανὸς ταυτίζονται δηλ. εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, συνεπάγεται ὅτι δεν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει οὔτε αἱρετικὴ Ἐκκλησία, οὔτε αἱρετικοὶ Χριστιανοί διότι τότε θὰ ὑπάρχει καὶ αἱρετικὸς Χριστός!
Ὅποιος τὸ λέει αὐτὸ βλασφημεῖ βέβαια το Ἅγιο Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας που σύμφωνα μὲ τὸ ἀψεγάδιαστο στόμα τοῦ Κυρίου δὲν θὰ συγχωρεθεῖ ποτέ.
Συνεπῶς οἱ καλούμενοι ἐπίσκοποι, Βαρθολομαῖος, Ἱερώνυμος καὶ οἰ λοιποὶ τῆς ληστρικῆς συνόδου τῆς Κρήτης, τὰ ἐπίσημα πλέον μέλη τῆς ψευδεκκλησίας τοῦ ἀντιχρίστου, τοῦ λεγόμενου Παγκοσμίου Συμβουλιου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), ἢ θὰ εἶναι αἱρετικοὶ μέλη τοῦ ἀντιχρίστου ὅπως καὶ εἶναι, ἢ θὰ εἶναι Χριστιανοὶ Μέλη τοῦ Χριστοῦ! Ἄπαγε τῆς μεγάλης βλασφημίας.
Ἐξ΄ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου δογματικῆς καὶ τὰ δύο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ: ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ.
«Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» Ἕνα ἀδιαμφισβήτητο σημεῖο πεπλανημένης «πνευματικότητας», εἶναι ὅσοι φρονοῦν καὶ λέγουν ὅτι μετὰ τὴν ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης και την ἐπίσημη πλέον δογματικὴ κατοχύρωση τοῦ λεγόμενου Παγκόσμιου Συμβουλιου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) οἱ ψευδεπίσκοποι τοῦ (Π.Σ.Ε.) δηλαδή τῆς ψευδεκκλησίας τοῦ ἀντιχρίστου συνεχίζουν νὰ εἶναι καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως μποροῦν να ἒχουν οἱ Χριστιανοὶ χάριν κάποιας πονηρᾶς καὶ ἀδιακρίτου οἰκονομιας, ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φρονεῖ καὶ λέγει ἡ Ἱερά Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ Οἰκουμενικὸ κύρος, ποὺ ἀναγράφονται στὸ Ἱερὸ Πηδάλιο καὶ ἀναφέρονται στὴν ἀπαγόρευση ὁποιασδήποτε ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέχρι καὶ τῆς ἀπλῆς συμπροσευχῆς μὲ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς εἶναι οἱ ἑξῆς:
Ὁ Ἱερὸς Κανόνας τοῦ Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει κατηγορηματικὰ ὅτι «ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἥτις ἐστὶ μία», δηλ. ἡ Καθολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἠ ὁποία εἶναι μία, ὅτι «παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἐστιν», δηλ. στοὺς αἱρετικούς, ποὺ δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, «ὅτι ἔξω ὣν», δηλ. ἐπειδὴ ὁ αἱρετικός, βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ὄτι «μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπὸ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν τεθεμελιωμένης», δηλ. μία Ἐκκλησία εἶναι θεμελιωμένη ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. «ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου, καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοί οὓκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίω», δηλ. οἱ αἱρετικοὶ ὡς ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου καὶ ἀντίχριστοι δὲν μποροῦν νὰ μεταδώσουν τὴν Χάρη Τοῦ Θεού. «Καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα... ἀποδοκιμᾶσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι, καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν». Δηλαδὴ τὰ μυστήριά τους μη ἒχοντας τὴν Θεία Χάρη εἶναι ψευδῆ καὶ βέβηλα καὶ ὅτι πρέπει οἰ Χριστιανοὶ νὰ τὰ ἀπορρίπτουν καὶ νὰ μὴ τὰ δέχονται. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελίδα 368).
Ὁ Ι΄ (10ος) Ἱερὸς Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τονίζει, ὅτι «ἀφορίζεται ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ συμπροσευχηθεῖ σὲ σπίτι με κάποιον, ὁ ὁποῖος ἁπλῶς δὲν βρίσκεται σὲ κανονικὴ σχέση μὲ την Ἐκκλησία». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελίδα 13).
Ὁ ΛΑ΄ (31ος) Ἀποστολικὸς Ἱερὸς Κανόνας ὁρίζει ὅτι ὅσοι Χριστιανοὶ (κλῆρος καὶ λαὸς) χωρίζονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τους (δηλαδή δεν τὸν μνημονεύουν στὴν Θεία Λειτουργία) πρὸ συνοδικής ἐξετάσεως, ἐπειδὴ αὐτὸς κηρύττει δημόσια κάποια αἱρετική διδασκαλία, αὐτοὶ ὄχι μόνο σὲ ἐπιτίμια δὲν ὑπόκεινται, ἀλλὰ εἴναι ἂξιοι τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι. (Ἱ.Πηδάλιον σελ. 34).
Ὁ ΜΕ΄ (45ος) Ἀποστολικὸς Ἱερὸς Κανόνας ἀφορίζει τοὺς Κληρικοὺς ποὺ θα συμπροσευχηθοῦν μόνο μὲ αἱρετικούς, σχισματικοὺς ἢ ἂπιστους ἐνῶ τοὺς καθαιρεῖ ἂν τοὺς δεχθοῦν ὡς ἱερεῖς. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 50).
Ὁ ΞΕ΄ (65ος) Ἀποστολικὸς Ἱερὸς Κανόνας λέγει ὅτι ὅποιος εἰσέλθει σε συναγωγὴ αἱρετικῶν γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ἂν μὲν εἶναι κληρικὸς να καθαιρεῖται ἂν δὲ εἶναι λαϊκὸς νὰ ἀφορίζεται. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 84).
Ἡ ἐν Λαοδικεία Σύνοδος, κατὰ μὲν τὸν ΣΤ΄ (6ον) Ἱερὸν Κανόνα αὐτῆς, δεν συγχωρεῖ νὰ εἰσέρχονται οἱ αἱρετικοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησία. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελίδα 422).
Κατὰ δὲ τὸν ΛΒ΄ (32ον) Ἱερὸν Κανόνα δὲν πρέπει, λέγει νὰ λαμβάνει κανείς από τους αἱρετικοὺς εὐλογίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀλογίες, καὶ ὄχι ευλογιες. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 433).
Κατὰ τὸν ΛΓ΄ (33ον) Ἱερὸν Κανόνα αὐτῆς δὲν ἐπιτρέπει να συμπροσεύχονται οἱ Χριστιανοὶ μὲ αἱρετικοὺς ἢ σχισματικούς. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 433).
Ὁ ΛΔ΄ (34ος) Ἱερὸς Κανόνας ἀναθεματίζει ὅσους ἀφήνουν τοὺς Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ (Ἅγια Λείψανα) καὶ πηγαίνουν στοὺς ψευδομάρτυρες τῶν αἱρετικῶν. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 433).
Κατὰ τὸν ΛΖ΄ (37ον) Κανόνα δὲν πρέπει νὰ συνεορτάζει κανεὶς Χριστιανός οὒτε μὲ τοὺς αἱρετικούς, οὔτε μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ οὔτε πρεπει νὰ δέχεται τὰ παρ' αὐτῶν δινόμενα εἰς αὐτὸν δῶρα τῆς ἑορτῆς τους. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 435).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θ΄ (9ος) Ἱερὸς Κανόνας τῆς αὐτῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας, ἀφορίζει τους Χριστιανοὺς ποὺ πηγαίνουν στὰ κοιμητήρια, ἢ μαρτύρια (λείψανα) τῶν αἱρετικῶν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ἢ γιὰ να γιατρευτοῦν ἀπὸ τὶς ἀσθένειές τους. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 423).
Ὁ Θ΄ (9ος). Ἱερὸς Κανόνας τοῦ Πατριάρχου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας δεν επιτρέπει νὰ εἶναι παρόντες αἱρετικοὶ ἐν καιρῶ τῆς Θείας Λειτουργίας (ἀλλὰ καὶ ὁποιασδήποτε Ἀκολουθίας) ἐκτὸς μόνον ἂν ὑπόσχονται νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν αἵρεση. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 670).
Ὁ Β΄ Ἱερὸς Κανόνας τῆς Ἀντιοχείας Συνόδου ἐπιβάλει, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι...» δηλαδὴ καθίσταται ἐπίσης ἀκοινώνητος. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 407).
Ὁ ΙΕ΄ (15ος) Ἱερὸς Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου τοῦ Ἁγίου Φωτίου ὁρίζει ὃτι, ἐὰν οἱ ἐπίσκοποι εἶναι αἱρετικοὶ καὶ τὴν αἵρεσή τους την κηρύττουν δημόσια καὶ γι' αὐτὸ τὸν λόγο χωρίζονται οἱ Χριστιανοὶ (κλῆρος καὶ λαὸς) ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους αὐτούς διακόπτοντας κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους, προτοῦ να γίνει ἀκόμη Σύνοδος καὶ τοὺς καταδικάσει, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνο γιὰ τὸν χωρισμὸ αὐτὸ δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ εἶναι και άξιοι νὰ λαμβάνουν καὶ τὶς ἀνάλογες τιμὲς ὡς Ὀρθόδοξοι, ἐπειδή ὂχι μόνο σχίσμα δὲν προξένησαν στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸν χωρισμό αὐτό, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ σχίσμα και την αἵρεση τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν. (Ἱ. Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας σελ. 292).
Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε τί σημασία μπορεῖ νὰ ἔχει για τον Χριστιανὸ στὸ θέμα τῆς Ὀρθῆς καὶ Σωτήριας Ὁμολογίας της Πίστεώς του, ἡ στάση καὶ ἡ αὐθαίρετη γνώμη κάποιων γερόντων, ἢ κατὰ ὄνομα μόνο πνευματικῶν καὶ διαφόρων “θεολόγων” - θολολόγων, ἑνώπιον ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Ἱερῶν Κανόνων καί ἀναρίθμητων διδαγμάτων Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων;
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ Πρόεδρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ὁ Ἅγιος Ταράσιος, θεωρεῖ τὸν πλανώμενο στη πίστη ὡς αἱρετικό, μᾶλλον ἀπὸ τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀρνούμενος τὴν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, προβάλλει τήν ἲδια δοξασία ὡς τὴν σώζουσα ἀλήθεια καὶ ἑπομένος ἡ ἐπίσημη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀποκοπή του, ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία τυπικὴ πράξη», (Β. Ν. Γιαννόπουλος, Ἡ ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν κατὰ τὴν Ζ΄. Οἰκουμ. Σύνοδον ὕπ. 74, σ. 5).
Ἑπομένως ὅσοι λέγουν ὅτι μποροῦν οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔχουν εκκλησιαστικη κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ψευδεπισκόπους τῆς ληστρικῆς συνόδου τῆς Κρήτης, Βαρθολομαῖο, Ἱερώνυμο κλπ, τὰ ἐπίσημα πλέον μέλη τῆς ψευδεκκλησίας τοῦ ἀντιχρίστου τοῦ (Π.Σ.Ε.) ἒχουν τὴν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας;
Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι πάνω και απὸ τὴν Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «ξέφραγο ἀμπέλι, μπᾶτε σκύλοι, ἀλέστε...», τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία κανενός, ἔχει Θείους Νόμους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὅποιος δεν ἐπιθυμεῖ νὰ καταντήσει σχισματοαιρετικός, πρέπει ἕως αἵματος, ἀπαρασάλευτα νὰ τοὺς τηρήσει.
Ἐὰν πάλι δὲν θέλει νὰ τοὺς τηρήσει, διότι καθὼς μᾶς διαβεβαιώνει και ὁ Μακαριστὸς Ἐπίσκοπος Ἠλίας Μηνιάτης ὅτι, «ὁ ἄνθρωπος ἔχει την ελευθερία, ὅ,τι δὲν θέλει νὰ κάνει, νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ τον ἐξαναγκάσει νὰ τὸ κάνει», τότε οὐδεὶς Ὀρθόδοξος νὰ μην ἀκολουθήσει αὐτὸν καὶ τοὺς λόγους του, διότι τότε θὰ γίνει ἐν γνώσει του συνένοχος καὶ συνυπεύθυνος τούτου τοῦ καταντήματος τῆς προδοσίας τῆς Πίστεως ποὺ συντελεῖται, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ τον ἀπαρνηθεῖ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τοὺς Θεόπνευστους Ἁγίους Πατέρες τῆς Εκκλησίας καὶ τοὺς λόγους τους, οἱ ὁποῖοι κατηγορηματικὰ φωναζουν διά τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τα διατεταγμένα κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν προφητεύῃ, κἂν σημεία ποιῆ, λύκος σοὶ φαινέσθῳ ἐν προβάτου δορὰ φθοράν προβάτων κατεργαζόμενος».
Ἡ θεμελιώδης ἀρχὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ Ὁμολογεῖ φανερὰ την Πίστη του, δίχως νὰ δειλιάζει καὶ νὰ κάνει ὁποιοδήποτε συμβιβασμο μὲ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἕως αἵματος, τουτέστιν νὰ παραμείνει ἀμόλυντος καὶ καθαρὸς γιὰ να κληρονομήσει εὔκολα τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καθὼς ἀκούμε το ἀψευδέστατον στόμα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ να ἐκφωνεῖ, «Λέγω δὲ ὑμῖν· πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήση ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῶ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ· ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ». (Λουκ. ΙΒ’ 8,9)
α΄ Τί εἶναι αἵρεση καὶ ποιοὶ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεωροῦσε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς ὠς λυκοποιμένες καὶ ψευδεπισκόπους, μὴ ἀναγνωρίζοντας αὐτοὺς ὠς φορεῖς τῆς Χάριτος τῆς Ἱερωσύνης, τοῦ Θείου Βαπτίσματος και γενικότερα τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία καὶ τελεσιουργεῖ πάντα τα ἐν τῆ Ἐκκλησία πεπραγμένα ὅπως ὁρίζει ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος τοῦ Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ, ὁ Α΄ Ἱερὸς Κανόνας τοῦ Μεγαλου Βασιλείου καὶ ὁ Ἱερὸς Κανόνας τῆς Β΄ Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. (Ἱερὸ Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελίδες 368, 580, 587).
Τόν αἱρετικῆς ἐμπνεύσεως διαχωρισμὸ σε αἱρετικοὺς ἂκριτους και κεκριμένους, δηλαδὴ καθηρημένους καὶ μὴ καθηρημένους τὸν ἔκαναν για πρώτη φορὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τοῦ 20ου αἰῶνος, κάποιες απο τὶς σχισματοαιρετικὲς παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις (γὸχ) ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1935 καὶ ἔπειτα. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 161, 433, 588, 589).
Ἡ Ὀρθόδοξη Διαχρονικὴ Ἱερὰ Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὅτι, αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ διαφοροποιεῖται ἐπίσημα – γυμνῆ τῆ κεφαλῆ - ἀπὸ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, διότι αἳρεση εἶναι μιὰ διδασκαλία ἐνάντια στὴν Ὀρθόδοξη Διδασκαλία. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 163, 304). Δηλαδὴ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀσπάζεται φανερά, ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἕνα ἢ καὶ περισσότερα δόγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὰ Δόγματα της Καθολικῆς (Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 160, 433, 588).
β΄ Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ διατήρηση καὶ διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου Πιστεως ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος τὸ ὁποῖο στην Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸ ἀνώτατο θεσμικὸ καὶ ἐκτελεστικό ὂργανο ἐπὶ θεμάτων Πίστεως καὶ Κανονικῶν διατάξεων καὶ συνάμα τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου καὶ λαοῦ. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 32-34, 41,42, 121, 155, 159-162, 358, 465). Γὶ΄ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἠ ἀκανόνιστη καὶ μεμονωμένη διακήρυξη τῆς αἱρέσεως καὶ ἄλλο ἠ επίσημη ἀποδοχὴ αὐτῆς διὰ Συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Ἐπειδὴ «ρητέον, ὅτι, ἠμῖν οὐ μέλει τί εἶπον, ἢ τί ἐφρόνησαν μερικοί Πατερες. Ἀλλὰ τί λέγει ἡ Γραφή, καὶ αἱ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι, καῖπερ ἠ κοινὴ τῶν Πατέρων δόξα. Οὐ γὰρ δόγμα συνιστᾶ ἡ γνώμη τινῶν ἐν τῆ Ἐκκλησία». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ.7). Δηλαδὴ «.....πρέπει νὰ γένη Σύνοδος Ἐπισκόπων, διὰ να ποιήσουν αὐτήν, γνώμη μερικὴν οὖσαν, Κανόνα καθολικὸν και ἀπαράβατον... ». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 618).
Ἑπομένως ὅπως διορίζει ὁ Ἱερὸς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, σὲ κάθε Συνοδο Τοπική, Πανορθόδοξη ἢ Οἰκουμενικὴ, πρέπει νὰ κυρήττεται «ἠ πάρα πάσης τῆς Ἐκκλησίας κηρυττόμενη Ὀρθόδοξος Πίστις, ἤτις διὰ μέσου τῶν Ἐπισκόπων καὶ εἰς τοὺς ἄλλους λαοὺς παραδίδεται με τὴν ἴσην Ὁμολογίαν, ἡ ὅπου τὴν ὠμολόγησε καὶ ἡ α΄ Σύνοδος καὶ ὅλη ἡ καθεξῆς Ἐκκλησία, ἡ μὲ ἴσην, ἤτοι κοινὴν καὶ σύμφωνον ἀπὸ ὅλους τους ἐν τῇ Συνόδῳ εὑρισκομένους. Ἀκολούθως δὲ καὶ νὰ κηρυχθῆ, ὅτι πρέπει νὰ φυλάττεται καὶ ἀπό τον καθ' ἕνα χωριστὰ Ἐπίσκοπον, καὶ ἀπὸ ὅλους ὁμοὺ ἡ τῆς Εκκλησίας διάταξις καὶ Κανόνες». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 465).
Δηλαδὴ «τὸ νὰ γίνεται ζήτησις περὶ πίστεως, καῖπερ ἀκολούθως να ἐκτίθεται ἀπόφασις, καὶ ὅρος δογματικὸς εἰς κάθε μία ἀπὸ τας Οἰκουμενικάς ἀλλά καὶ τοῦτο εἰς τινὰς Τοπικάς ἠκολούθησεν... τὸ να εῖναι πάντα τα ἐκτιθεμένα παρ' αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, ὀρθόδοξα εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα μὲ ταῖς Θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικὲς συνόδοις».
Δι' ὃ καὶ πολυθρύλλητον εἶναι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τὸ εἰς τοιαῦτα ὑπόθεσιν ρηθέν. «Τὰς γενομένας συνόδους, ἡ εὐσεβὴς πίστις κυροῖ», καὶ πάλιν, «ἠ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς συνόδους...» “Ομοίως καὶ ἡ Φλωρεντία, καῖτοι Οἰκουμενικὴ ὀνομασθεῖσα, ἐπειδὴ ὅμως ὁ τοποτηρητὴς τοῦ Ἀντιοχείας καὶ τῶν τῆς Ἀνατολῆς Ἐπισκόπων, καὶ πρότερον αὐτοῦ τοῦ Ἀλεξανδρείας, Μάρκος, λέγω, ὀ ἁγιώτατος ἐκεῖνος τῆς Ἐφέσου, δὲν συνεφώνησεν εἰς αὐτήν, ἡ Οἰκουμενικὴ εἰς τοπικὴν μετετράπη. Τί λέγω τοπικήν; καὶ εἰς ψευδοσύνοδο μετετράπη δικαίως, διατὶ δεν εἶχεν οὔτε τό γ΄ ἰδίωμα τῶν Οἰκουμενικῶν. Ὁ γὰρ παρ' αὐτῆς ὄρος δεν ἦτο σύμφωνος τῆ Θεία Γραφὴ καὶ ταῖς ἄλλαις συνόδους...” (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 118,119).
Δεδομένου ὅτι οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ὡς Ἅγιες, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ συναθροιζομενες δὲν ὑπόκεινται σὲ ἀναθεώρηση, ἐπειδὴ «...αἰ Οικουμενικαὶ Σύνοδοι κέκτηνται καὶ ἕτερα ἰδιάζοντα προσόντα. Καὶ Α΄ ἐστὶν ἡ ἀειζωΐα αὐτῶν καὶ ἀθανασία, ἑπομένως τὸ ἀεὶ ὑφίστασθαι καὶ εἰς ἀεὶ ἔχειν κύρος· διότι συνεκροτήθησαν τῆ ἐνεργείᾳ καὶ Χάριτι του Ἁγίου Πνεύματος καὶ Κανὼν αὐταῖς ἣν τὸ ἀπόλυτον ἀγαθὸν καὶ ἠ απόλυτος ἀλήθεια, ἅτινα διαμένουσιν εἰς τὸν αἰώνα» (Ἁγίου Νεκταρίου: «Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι» σελ. 69).
Συνεπῶς οἱ Ἀποφάσεις τους, τὰ Ἱερά τους κείμενα, εἶναι Θεοχάρακτα γράμματα ποὺ μένουν ἀσάλευτα ὡς «οἰκεία δυνάμει εἰς το διηνεκές», δηλαδὴ ἔχουν παντοτινὴ καὶ αἰώνια ἰσχὺ καὶ δεν ἑξαρτῶνται ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση κάποιου Ἱεράρχη ἢ οἰασδήποτε Συνόδου καὶ ὅποιος ἐπιχειρήσῃ νὰ τὰ σαλεύσῃ, σαλεύεται ὁ ἴδιος. “Συμπεραίνεται ἄρα ἐκ πάντων τῶν εἰρημένων, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ ἐναντιωθῆ εἰς τὰς Οἰκουμενικᾶς Συνόδους, μένων εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος, ἀλλ' ἁπλῶς καὶ μόνο ἀδιορίστως ὁ καθεὶς χρεωστεῖ να πείθεται εἰς αὐτᾶς. Ὁ γὰρ ἀντιφερόμενος εἰς αὐτᾶς καὶ ἀντιπίπτων, εἰς αὐτούς αντιφέρεται καὶ ἀντιπίπτει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιόν το λαλοῦν διὰ τῶν Οικουμενικῶν Συνόδων, καῖπερ αἱρετικὸς καὶ ἀναθεματισμένος γινεται.....Τί λέγω αἱρετικός; ὡς ἐθνικὸς καὶ ἀσεβὴς λογίζεται ὀ παρακούων τῆς Ἐκκλησίας, ἧς πρόσωπον ἐπέχει ἡ Οἰκουμενική Συνοδος”. «Ἐὰν γάρ, φησὶν ὁ Κύριος, καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακουση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης... ». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 120).
Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἡγούμενο Θεόφιλο καὶ γιὰ τὴν περί διαφορᾶς μεταξὺ ἐπισήμου διακηρύξεως τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς σποραδικῆς, ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης ἔχει ἀποφανθεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ λέγοντας, «Ἐὰν ὅμως ρωτάει ἡ ὁσιότητά σου, γιατί... καὶ ἐμείς μνημονεύαμε τους Κωνσταντινοπολίτες -Ἐπισκόπους - νὰ γνωρίζει τοῦτο ὅτι δὲν εἶχε συγκληθεῖ Σύνοδος, οὔτε καὶ εἶχε ἀκόμα διατυπωθεῖ το πονηρὸ δόγμα καὶ ἀνάθεμα, καὶ ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτά ἦταν ἐπικίνδυνο νὰ χωριστοῦμε τελείως ἀπὸ αὐτοὺς που παρανομοῦσαν, παρὰ μόνο νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ὁλοφάνερη κοινωνία μαζί τους, καὶ μὲ τὴν πρέπουσα οἰκονομία νὰ τους μνημονεύουμε προσωρινά….Ἀφοῦ ὅμως ἐκδηλώθηκε φανερὰ ἡ αἱρετικὴ ἀσέβεια μὲ την Σύνοδο, πρέπει τώρα ἡ εὐλάβειά σου, μαζὶ μὲ ὅλους τους Ὀρθοδόξους, νὰ μὴ κοινωνεῖ μὲ τοὺς κακοδόξους οὔτε να μνημονεύει κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν Σύνοδο, ἤ ὁμοφρονοῦν μὲ αὐτήν. Γιατί ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ μεγάλη φωνὴ ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ χαρακτήριζε ὄχι μόνο τους αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ κοινωνοῦν μαζὶ μὲ αὐτοὺς ...». (Ἐπιστολὴ ΛΘ΄. (39) - Θεοφίλω ἠγουμένω).
Καὶ αὐτὸ γιατί ὡς αἱρετικὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, διότι «Εἰς Κύριος, μία Πίστις, ἐν Βάπτισμα (πρὸς Ἐφεσ. δ΄) Εἰ γὰρ φησί, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι το ἀληθὲς Βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθὲς Βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὅπου αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ' ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διά τῆς αἱρέσεως;». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 51).
Διὰ τῆς αἱρέσεως ἀποκόβεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία λέγουν οι Ἱεροὶ Πατέρες μας καὶ ὄχι διὰ τῆς καθαιρέσεως, ὅπως τελείως ἀδογματιστα καὶ ἀθεολόγητα ὑποστηρίζουν μερικοί.
Δηλαδὴ ὀ αἱρεσιάρχης καὶ ἀποστάτης καλούμενος Πατριάρχης Ρώμης που δεν ἔχει καθαιρεθεῖ ποτὲ μετὰ τὸ 1054 ἀπὸ κάποια Οἰκουμενικὴ ἤ Τοπική Σύνοδο καὶ οἱ ἀποσχισθέντες ἀπὸ αὐτὸν Προτεστάντες, παπαδίνοι καὶ παπαδίνες, εἶναι γιὰ ὅσους τὸ ὑποστηρίζουν αὐτό Ἐκκλησία; Ἔχουν δηλαδὴ τὸ Ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα; Τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια; Ἄπαγε τῆς μεγάλης βλασφημίας.
γ΄. Οἱ Συνοδικὲς καταδίκες.
Γι’ αὐτὸ «Ὅταν ὅμως ἀποστασιοποιεῖται (ὁ αἱρετικὸς) ὄχι μονον περιστασιακῶς, ἀλλὰ καὶ θεσμικῶς, τότε ἡ Ἐκκλησία τοῦ βεβαιώνει, με ένα θεσμικὸ τρόπο, αὐτὸ ποὺ ἔχει πάθει. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὅταν λέει σὲ κάποιον «ἀνάθεμα» οὐσιαστικὰ τοῦ πιστοποιεῖ, τοῦ δίνει τὴν ληξιαρχικὴ πράξη, τὴν πιστοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ποὺ ἔχει ὑποστεῖ…..Γίνεται λοιπὸν ἀντιληπτὸ ὅτι, ὅταν παραβιάζεται ἡ ἀγαπητικὴ σχέση, τότε ὑπάρχει ὁ ἀφορισμός, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει την προϋπάρχουσα κατάσταση…..Αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ ἐξέφρασε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ἴδιο δυναμισμό, ὅταν θέλησε νὰ ἐκφράσει τὴν ἀκοινωνησία, μὲ τὴν ὁποία δίνει την ληξιαρχικὴ πράξη ὅτι κάποιος ἔχει πεθάνει ἀπὸ πλευρᾶς ἀγαπητικῆς ». (Ἱ. Μ. Πειραιῶς «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας»).
Οἱ Συνοδικὲς καταδίκες δηλαδή, δὲν προκαλοῦν τὴν ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κατὰ πρῶτον στηλιτεύουν τὴν αἵρεση γιὰ τὴν προστασία τῶν πιστῶν καὶ κατά δεύτερον, διαπιστώνουν καὶ ἐπικυρώνουν καὶ τυπικὰ μιά οὐσιαστικὰ προϋπάρχουσα κατάσταση, δηλαδὴ πιστοποιοῦν την ἢδη ὑφιστάμενη ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ «Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον». (Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἀρχ. Σπ. Μήλια).
Καὶ «τοῖς οὒν ἀνεπιστρόφως τῆ πλάνη ταύτη κατεχομένοις, και προς πάντα ψόγον θεῖον καί πνευματικὴν διδασκαλίαν τὰ ὦτα βεβυσμένοις, ὠς ήδη λοιπὸν σεσηπόσι, καὶ τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας ἀποτέμουσιν ἑαυτοὺς ἀνάθεμα».
Μετάφραση: «Σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πέσει σὲ αὐτὴ τὴ πλάνη χωρίς ἐπιστροφή καὶ ἔχουν κλειστά τα αὐτιά τους στὴν καταδίκη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πνευματική Του διδασκαλία, ἐπειδὴ εἶναι ἤδη σάπιοι καὶ ἔχουν ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὸ κοινὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας, ἀνάθεμα». (Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας).
Ὅσοι λοιπὸν τελείως, ἀνορθόδοξα καὶ ἀντιπατερικὰ ἀναγνωρίζουν κεκριμένους καὶ μὴ κεκριμένους αἱρετικούς, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀντίφαση δογματικῶν Ὅρων, «Μήπως ἀγνοοῦν, ὅτι ἡ ποινὴ τοῦ ἀναθέματος δεν εἶναι τίποτε ἄλλο, εἰμὴ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν; Ὅμως ὀ ἀσεβὴς δὲν λαμβάνει τὸ ἀνάθεμα μὲ τὰ λόγια κάποιου ἄλλου, ἀλλά τον ἐπιφέρει εἰς τὸν ἐαυτόν του μὲ τὰ ἴδια του τὰ ἔργα, ἀφοῦ μὲ την ἀσέβειά του, ἀποχωρίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Καὶ τί τάχα θὰ εἰποῦν εἰς τὸν Ἀπόστολον, ὅστις λέγει: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὠν αὐτοκατάκριτος»;
Διὰ τοῦτο καὶ ἐρωτῶμεν αὐτοὺς μὲ ἀγάπη: Τί ἔχετε νὰ μᾶς ἀπαντήσετε προκειμένου περὶ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει διὰ τὸν Ἐαυτὸν του: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ κρίνεται ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἢδη κέκριται, ὅτι οὐκ ἐπίστευσε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»; Ἢ περὶ τοῦ Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος κραυγάζει «ἀλλὰ και ἐάν ἠμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν, παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»; (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου «Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»).
Δηλαδὴ συνεπάγεται ὅτι πρῶτα οἱ αἱρετικοὶ μὲ τὴν ἐπιλογὴ που ἒκαναν, κατέληξαν στὴ αἵρεση καὶ στὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔδειξαν ὅτι στην πραγματικότητα ἀπεκόπηκαν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα τὸ ἀνάθεμα ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. «... ἤτοι νὰ εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ ἐν τῷ νῦν αἰώνι, καὶ ἐν τῷ μέλοντι ». (Ἱ.Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 432).
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴ πράξη τους αὐτὴ κατὰ πρῶτον ἐπιβεβαιώνουν την ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση καὶ κατὰ δεύτερον βοηθοῦν τους Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσονται ἀπὸ τὴν ὀλέθρια αἵρεση.
Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἒφ ὅσον εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν Φύση Της Καθολική, δηλαδὴ ἔχει τὴν πληρότητα τῆς Ἀλήθειας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας καὶ ἀποφαίνεται Συνοδικῶς μέσω τῶν Ἐπισκόπων Της, σχετικὰ μὲ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες -αἱρέσεις- καὶ τὸ σκάνδαλο που προέρχεται ἀπὸ αὐτές.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωση τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως γιὰ τὴν ὁριοθέτηση μεταξὺ Ἀλήθειας και ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευση καὶ καταδίκη τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ τὴν προστασία τοῦ λογικοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνοντας ἔτσι καὶ διακηρύττοντας τὴν ἤδη ὑφιστάμενη ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν.
Καὶ τέλος μιὰ Ὀρθόδοξος Σύνοδος ἀποφασίζει, ὄχι βέβαια το ἂν θὰ ἀναγνωρίσει ἐκκλησιαστικότητα καὶ μυστήρια στους αἱρετικούς, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ δεχτεῖ τὰ μυστήρια τῶν μετανοημένων αἱρετικων, δηλαδὴ ἂν τὰ δεχτεῖ εἴτε «κατὰ ἀκρίβεια» τὸ ὁποίο σημαίνει θὰ τὰ ἐπαναλάβει ἐξ' ἀρχῆς, εἴτε θὰ τὰ δεχτεῖ ὑπο προϋποθέσεις «κατὰ οἰκονομία» δηλ. κάποια δὲν θὰ ἐπαναλάβει.
Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ἐκκλησιαστικότητα, σωτηρία, μυστήρια, καὶ Θεία Χάρη στὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα, δηλαδὴ σὲ ὄτι ἦταν ἐκτός τῶν «Κανονικῶν ὁρίων» της, ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθῆς πίστεως καὶ Ἀληθείας.
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τῆς ληστρικῆς συνόδου τῆς Κρήτης, δηλαδὴ τὸ ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ ἀναγνωρίστηκε ἐπίσημα - Συνοδικὰ «ἐκκλησία», σωτηρία, μυστήρια καὶ θεία χάρη, στὸ σχίσμα καὶ την αίρεση, δηλ. στὸ λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.)
Ἐὰν σύνοδος ἔχει ἁρμοδιότητα σὲ ἀμετανόητους αἱρετικοὺς νὰ κάνει τέτοιες οἰκονομίες, αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἡ σύνοδος στὸ Κολυμπάρι. Καμμία σύνοδος ὅμως δὲν εἶχε, δὲν ἔχει, καὶ δὲν θὰ ἔχει τὴν ἀρμοδιότητα καὶ τὴν δυνατότητα, νὰ κάνει κάτι τέτοιο, ἁπλὰ γιατί ἔρχεται ἀντίθετο στο ἓνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα, καὶ εἶναι ἄρνηση τῆς ἀπαξ παραδοθείσας Πίστης.
δ΄. Οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία.
Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς τονίζει χαρακτηριστικά: «Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Συνόδων, περὶ τῶν αἱρετικών εἶναι ἡ ἑξῆς: Αἳ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νὰ εἶναι Ἐκκλησία. Διὰ τοῦτο δὲν δύνανται αὑταὶ νὰ ἔχουν τὰ ἅγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ Μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας, τὸ Μυστήριον τοῦτο τῶν μυστηρίων. Διότι ἀκριβῶς ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα ἐν τῇ Ἐκκλησία...».
«Ἡ αἵρεση, δηλαδὴ ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πιστεύει καὶ ὁμολογεί με τὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἠ οπτικὴ αὐτὴ γωνία ἀπολυτοποεῖται...». («Ἐκκλησία καὶ Ἐσχατολογία», Ἱ. Μ. Δημητριάδος).
Ἡ ἱεροσύνη εἶναι Ἱερὸ Μυστήριο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Θεία Χάρις, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραδίδεται σὲ ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ τελεῖ τα Ἱερὰ Μυστήρια καὶ νὰ καθοδηγεῖ καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ σὲ αὐτὸ το ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴ φύση του, αὐτὸ τὸ Ἱερὸ Μυστήριο ἔχει μη ἐπαναλαμβανόμενο χαρακτήρα.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας διὰ τῶν πολυάριθμων Συνόδων καὶ ἐπιστολῶν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ κατέβαλαν συνεχεῖς προσπάθειες νὰ διατηρηθεῖ το Μυστήριο αὐτὸ ἀκέραιο καὶ ἀμόλυντο.
Ὁ ἀμετανόητος ἀποστάτης ἱερέας μὲ τὴν πτώση στὴν αἵρεση ἤ στο σχίσμα κηρύσσοντας ἐπίσημα (βλ. ψευδεπισκόπους ληστρικῆς σύνοδου Κρήτης) τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ἀποσχίζεται από το Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἐγκαταλείπει η Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ τοῦ δόθηκε στὴ χειροτονία.
Το γεγονὸς ὅτι στὴν αἵρεση δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ ἱερωσύνη, παρὰ μόνον ψευδής, συμβαίνει διότι, λόγῳ τοῦ χωρισμοῦ τῶν αἱρετικών ἀπο τὴν Ἐκκλησία, ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῆς Ἱερωσύνης αὐτῶν παύει να ὑφίσταται, ἀφ’ ἑνός, καὶ ἀφ‘ ἑτέρου, ἡ παροχὴ τῶν δωρεῶν τῆς Χάριτος ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν χειροτονία ἐπισης διακόπτεται. Συνεπῶς οἱ κληρικοὶ μιᾶς αἱρέσεως ὡς μὴ ἔχοντας Χάρη, δεν δύναται νὰ μεταβιβάζουν αὐτήν σε ἄλλους δηλ. δὲν μποροῦν να καταστήσουν ἀληθινὰ καὶ σωτηριωδη τὰ ὑπ’αὐτῶν τελούμενα μυστήρια. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 358, 367, 581, 589).
Ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς Δημήτριος Τσελεγγίδης συμπληρώνει: «Μὲ τὴν ἀποστολικὴ πίστη συνδέεται ἀδιαίρετα καὶ ἡ ἀποστολική διαδοχή. Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἔχει οὐσιαστικὸ περιεχόμενο μόνο μέσα στο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴν ἀποστολική πίστη. Λέγοντας ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἐννοοῦμε τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ἡ συνέχεια αὐτὴ ἔχει χαρισματικὸ χαρακτήρα καὶ διασφαλίζεται μὲ τη μετάδοση τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῶν Ἀποστόλων στους Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ δι’ αὐτῶν στοὺς ἱερεῖς. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς πνευματικῆς - ἀποστολικῆς ἐξουσίας στους Ἐπισκόπους, γίνεται μὲ τὴ χειροτονία. Ἄν, ἑπομένως, κάποιος ἐπίσκοπος ἔχει λάβει μὲ κανονικὸ - ἐκκλησιαστικὸ τρόπο τὴ χειροτονία του καὶ στὴ συνέχεια βρεθεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῆς ἐσφαλμένης πίστεώς του, παύει οὐσιαστικα νὰ ἔχει καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει νοημα μόνο μέσα στὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, την Ἐκκλησία.....Κατὰ συνέπεια, ἂν κάποιος ἐπίσκοπος ἡ καὶ ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησια -ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν- ἐκπέσουν ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε ἀλαθήτως στις Οἰκουμενικὲς Συνόδους, παύουν νὰ ἔχουν οἱ ἴδιοι τὴν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδὴ βρίσκονται ἤδη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἀφοῦ διακόπτεται ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ οὐσιαστικά, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ κατοχὴ ἡ γιὰ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στοὺς ἐκπεσόντες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔχει τὴν ἄκτιστη Χάρη καὶ κατεπέκταση δὲν ἔχει τὰ θεουργά μυστήρια, ποὺ καθιστοῦν τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένει ἔως της συντελείας μία καὶ ἀδιαίρετη, κάθε χριστιανικὴ κοινότητα, ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἁπλὰ αἱρετική». (Περιοδικὸ «Ἐν Συνειδήσει» Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου).
Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ διακοπὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς πίστης ἔχει ὡς συνέπεια τὴ διακοπὴ τῆς ἐνέργειας τῆς Θείας Χάριτος που σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν βρίσκεται πλέον στὴν Ἐκκλησία ὃπως αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ὅπως προείπαμε καὶ ὁ Α΄ Ἱερὸς Κανόνας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, δηλ. τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας πέσει στην αίρεση ἢ στὸ σχίσμα τότε ἀπὸ αὐτὸν ἀπομακρύνεται καὶ τὸ Ἅγιο Πνευμα, ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ κόπηκε ἠ διαδοχῆ. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 589.)
Γενικά, συμπίπτουν τὰ κανονικὰ μὲ τὰ χαρισματικὰ ὅρια στην Ἐκκλησία. Συνεπῶς ἕνεκεν τῶν Κανονικῶν καὶ Χαρισματικῶν Ὁρίων της Καθολικῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἀναγνώρισαν ἐκκλησιαστικότητα καὶ Θεουργὰ μυστήρια στοὺς αἱρετικοὺς και σχισματικούς. Διότι στὰ μὲν Κανονικὰ Ὅρια ὁρίζονται τὰ Δόγματα καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, στὰ δὲ Χαρισματικὰ ὁρίζονται τὰ Ἱερὰ καὶ Σωτήρια Μυστηρια. Καὶ ἐνῶ τὸ Δόγμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι τὰ Κανονικὰ και Χαρισματικὰ Ὅρια ταυτίζονται καὶ δὲν διαχωρίζονται, ἀντιστρόφως το δόγμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὅτι αὐτὰ τὰ δύο δὲν ταυτίζονται ἀλλά διαχωριζονται.
Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀναφέρει σχετικά: «Ὅπου δὲν ὑπάρχει τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν Μυστηρίων».
«Κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα οὐδέποτε χωρίζεται ἀπὸ την πνευματικότητα. Ὅπου ὑπάρχει ἐσφαλμένο δόγμα, ὑπάρχει ἐσφαλμένη πνευματικότητα καὶ ἀντιθέτως. Πολλοὶ χωρίζουν τὸ δόγμα ἀπὸ τὴν εὐσέβεια. Αὐτὸ εἶναι σφάλμα. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέγει «γίνεσθε τέλειοι ὅπως ὁ Πατήρ», σημαίνει ὄτι πρέπει νὰ γνωρίζει κανεὶς ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς τελειότητας. Τὸ κριτήριο τῆς ἐγκυρότητας τῶν Μυστηρίων γιὰ μᾶς τους Ὀρθοδόξους εἶναι τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἑτερόδοξους - αἱρετικοὺς- εἶναι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀνάγουμε τὴν χειροτονία στους Ἀποστόλους, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ὀρθόδοξο δόγμα. Εὐσέβεια καὶ δόγμα εἶναι μιὰ ταυτότητα καὶ δὲν χωρίζεται. Ὅπου ὑπάρχει ὀρθὴ διδασκαλία, ὑπάρχει καὶ ὀρθὴ πράξη. Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ δόξα καὶ ὀρθὴ πράξη». (Μητρ. Ἰερόθεου Βλάχου. «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικης Ἐκκλησίας»).
Καί, «Ὁ ὑποψήφιος ἐπίσκοπος ὅμως πρὶν ἢ χειροτονηθῆ κρατῶν δι΄ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ τὰς παλάμας λοιπόν ἔχων ὁλοκλήρους ἐφαπτομένας τούτου, μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἐνώπιον Συνόδου Ἐπισκόπων καὶ ἐκπροσώπων τοῦ Κλήρου καὶ πλήθους λαοῦ, ὑπόσχεται νὰ ἀποδειχθῆ ἀκριβής τηρητής τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων.....Ἐπίσκοπος δὲ λαβῶν κατόπιν τῆς, ὅπως λέγεται ἀσφαλείας ταυτῆς τοῦ συμβόλου κανονικὴν χειροτονίαν, ἐκπίπτει τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἐὰν ἀθετῶν τὴν ὑπόσχεσίν του ταύτην ἢθελε ἐκκλίνει εἰς αἵρεσιν ἢ σχίσμα, καὶ τὰ ὑπ’ αὐτοῦ τελούμενα μυστήρια, κατὰ τὸν πρῶτον Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου και την πράξιν τῆς Ἐκκλησίας, λογίζονται ἂκυρα, μόνον δε κατ' οἰκονομίαν δύναται να ἀναγνωρισθοῦν δι' εἰδικῆς Συνοδικῆς πράξεως». (Π.Τρεμπέλα, «Η ἂδολος ἀποστολικότης τῆς Ἑλληνικής Ὀρθοδοξίας»).
Στὴν ἑρμηνεία τῆς Θ. Λειτουργίας (1651, ἐπανέκδοση ἀπὸ τὸ «ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ – ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ» τῶν Κατουνακίων τοῦ Ἁγ. Ὃρους), διαβάζουμε: «Ἔχουσιν λοιπὸν χρέος ὅλοι οἱ ἱερεῖς, εἰς την ἱερουργίαν τῶν Ἱερῶν καὶ Θείων Μυστηρίων νὰ ἔχουν την Ὀρθόδοξον ἐκείνην καὶ πιστὴν γνώμην, τὴν ὁποία κρατεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία… Διατὶ μὴ ἔχοντας οἱ ἱερεῖς τὸν σκοπὸν ὄπου ἒχει ἡ Ἐκκλησία, ἃς ἠξεύρουν πὼς δὲν κάνουν Μυστήριον. Καὶ ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ Ἰούδα».
ε΄. Ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια καὶ οἰκονομία.
Ἑπομένως, «Τὰ ὑπὸ αἱρετικῶν τελούμενα μυστήρια εἶναι κατὰ κανόνα ἂκυρα καὶ οἱ δεχθέντες αὐτά, ἰδίως δὲ τὴν χειροτονίαν, πρέπει νὰ τὰ ἐπαναλάβουν κατὰ τὴν προσέλευσίν των εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἐκτὸς ἂν ἐφαρμοσθῆ ἡ Οἰκονομία», (Παντελεήμονος Ροδοπούλου, Ἐπιτομή Κανονικου Δικαίου, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 156).
Ἡ κατὰ οἰκονομία ὅμως εἰσδοχὴ τῶν ἐν μετανοία αἱρετικῶν εἰς την Ὀρθοδοξία διὰ λιβέλου καὶ Ἁγίου Χρίσματος δὲν σημαίνει ὅτι ἠ Εκκλησία ἀναγνωρίζει μέσα στὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα την εγκυρότητα τοῦ βαπτίσματος ἢ τῶν λοιπῶν μυστηρίων αὐτῶν. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 51-58, 91, 305, 582).
Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων, στὸν μς΄ (46ον) Ἀποστολικὸ Ἱερὸ Κανόνα θεσπίζεται: «ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν. Τὶς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τὶς μερὶς πιστῶ, μετα ἀπίστου;»
Ὁ Κανόνας αὐτὸς ἐπιβεβαιώνει ἐκεῖνο ποὺ εἰπώθηκε γιὰ τὰ μυστήρια πού τελοῦνται ἐκτός τῶν Κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καθὼς καὶ τις τιμωρίες γιὰ τὴν τυχὸν ἀποδοχή τους.
Ἔτσι, ἐρμηνεύοντας αὐτὸν τὸν Ἱερὸ Κανόνα ὁ Ζωναρᾶς συμβουλεύει τους Χριστιανοὺς νὰ μὴ συμμετέχουν στὶς τελετές αἱρετικῶν, τὶς ὁποῖες «βδελύττεσθαι χρή», ἐνῶ στὴ συνέχεια ἀπευθύνεται στοὺς κληρικούς, ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους προειδοποιώντας τους ὅτι πρέπει νὰ κατακρίνουν τους αιρετικούς, ἀλλὰ οὔτε νὰ τοὺς δέχονται στὴν κοινότητα προτοῦ μετανιώσουν γιὰ τὶς πλάνες τους.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐπεξηγῶντας καὶ ἐρμηνεύοντας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στὸ Πηδάλιο, ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ αἱρετικῆς και Ὀρθοδόξου μεταλήψεως γράφει: «...ἤτοι τὰ ἄχραντα Μυστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα κρεμᾶται ὅλη ἥ τῆς ψυχῆς ἐλπίς καὶ σωτηρία.Καὶ εἰς τοὺς μὲν τοὺς ἐπιμένοντας εἰς τὴν αἵρεσιν σκότος και καταδίκη περισσότερα ταῦτα γίνονται, εἰς δὲ τοὺς ὀρθοδόξους, φῶς καὶ ζωὴ αἰώνιος, -Ἀγκαλὰ καὶ ἡ αἱρετικῶν τόλμη αὐθαδιάζει νὰ παραδίδη τάχα και αὐτὴ μυστήρια τινά, ἢ ἐνάντια εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἀληθείας, ἢ ἔχοντα μὲν ὄνομα ἀληθείας, κατὰ τὸ πράγμα δὲ ὄντα ψευδῆ, καὶ Θείας χαριτος ἔρημα-». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 496).
Αὐτὴ ἑπομένως εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση, ποὺ μᾶς μαρτυρεῖ ἐπίσης ὄτι ὑπάρχει δυνατότητα γιὰ τοὺς «ἄσωτους γιοὺς» νὰ γίνουν ἀποδεκτοί στην Ἐκκλησία, κατ’ οἰκονομία, στὰ ἴδια τὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχαν ὄταν εὐρίσκονταν στὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα.
Ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν σταμάτησε νὰ μεριμνᾶ γιὰ τοὺς πεπτωκότας, διότι ἂν καὶ ἐξέπεσαν διὰ τῆς αἱρέσεως ἢ τοῦ σχίσματος ἀπὸ την Ἐκκλησία, πάντοτε ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους της. Περὶ αὐτοῦ μαρτυροῦν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι, κατα πρῶτον διατυπώνουν τὸν ἀποχωρισμὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ κατα δεύτερον μεριμνοῦν γιὰ αὐτοὺς καθορίζοντας πῶς μποροῦν ξανὰ να γίνουν ἀποδεκτοὶ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ δυνατότητα ἐπανόδου τῶν αἱρετικῶν στὴν πλήρη ἑνότητα μὲ την Ἐκκλησία εἶναι γεγονὸς μὲ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τὴν εἰλικρινή μετάνοια, δηλαδὴ τὴν ἀπόρριψη αἱρετικῶν δοξασιῶν καὶ τέτοιου εἴδους ζωῆς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ βρεθοῦν καὶ πάλι στὴν ὁδὸ τῆς αἰώνιας Σωτηρίας.
Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πολὺ νωρὶς προβαλλόταν τὸ ζήτημα πῶς μποροῦν ξανὰ νὰ γίνουν ἀποδεκτοὶ στὴν Ἐκκλησία οἱ πεπτωκότες στην αίρεση ἢ στὸ σχίσμα. Ἡ παλαιότερη κανονικὴ νομοθεσία μαρτυρεῖ περὶ τῶν δύο πράξεων πού προτοεμφανίστηκαν στὸν τρίτο καὶ τέταρτο αἰώνα, δηλαδὴ το γεγονὸς ὅτι ἄλλοτε ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν «ἀκρίβεια», και ἂλλοτε τὴν «οἰκονομία».
«Εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑνωμένης Ἐκκλησίας, πράγμα πού ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι δὲν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως, μέσα στην Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος γεύεται τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῶ οἰκονομιας καὶ ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε μὲ την αἳρεση εἴτε μὲ τὸ σχίσμα, δὲν δέχεται τὴν δωρεὰ τῆς θείας οἰκονομίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέχονταν μιὰ οἰκονομία καὶ ἀσκοῦσαν μιά ἐπιείκεια γιὰ τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικοὺς που μετανοοῦσαν, ἀλλ' οὐδέποτε χώρισαν τὴν μυστηριακὴ θεολογία ἀπό τὴν ἐκκλησιολογία. Δὲν ἀναγνώριζαν τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ποὺ γινόταν ἔξω ἀπό τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ρύθμιζαν μὲ οἰκονομία τὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν στὴν Ἐκκλησία. Στὰ κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου διασώζεται ἡ πρακτικὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας νὰ δέχονται ὁρισμένες ὁμάδες αἱρετικῶν στην Ἐκκλησία μὲ τὸν σκοπὸ τὴν συνένωσή τους, τὴν ἑνότητα καὶ την κοινωνία τους μὲ τὴν Ἐκκλησία, καὶ ὄχι μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς ἀναγνωρίσεως κάποιων «ἀντικειμενικῶν» μυστηρίων στους αἱρετικούς». (Μητρ. Ἰεροθέου Βλάχου. «Ἡ Β΄.Βατικανὴ Σύνοδος ἠ νέα θεολογία καὶ ἡ νέα ἐκκλησιολογία της»).
Ἡ Κανονικὴ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὁριστικὰ και ἀμετάκλητα διατυπώθηκε στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες Η΄ καὶ ΙΘ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸν Ζ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τον 95ο τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ στοὺς Ἱερούς Κανονες Α΄ καὶ ΜΖ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καθὼς καὶ στὸν Ἱερό Κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ τῆς Τοπικης Συνόδου τῆς Καρχηδόνος καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πρὸς Ρουφιανόν, ἀποδεικνύουν, πὼς δημιουργήθηκαν οἱ τρεῖς τρόποι τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἐξ αἱρέσεων προσερχομένων στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀλάθητο τεκμήριο της ποιμαντικῆς εὐσυνειδησίας καὶ μέριμνας τῆς Ἐκκλησίας. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 133, 147, 163, 304, 587, 617, 368, 580).
Μποροῦμε, λοιπόν, μὲ βάση τὰ παραπάνω δεδομένα, νὰ μιλήσουμε για διάκριση τῶν αἱρετικῶν σὲ τρεῖς κατηγορίες ἢ τάξεις:
α) σὲ ὅσους ἐκ τῶν αἱρετικῶν γίνονται ἀποδεκτοὶ στὴν ὀρθοδοξη Ἐκκλησία μὲ ἀναβαπτισμό. Σὲ αὐτὴν τὴν πρώτη τάξη περιλαμβάνονται οἱ: Παυλικιανοί, Σαβελλιανοί, Μανιχαῖοι, Γνωστικοί, Μαρκιωνίτες, Οὐαλεντινιανοί, Φωτεινιανοί, Ἐβιωνίτες, Εὐνομιανοί, Μοντανιστές, Πεπουζηνοί.
β) Σὲ ὅσους ἁπλῶς χρίονται μὲ ἅγιο μύρο. Στὴ δεύτερη τάξη περιλαμβάνονται οἱ: Νοβατιανοί, Σαββατιανοί, Ἀριστεροί, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Ἀρειανοί, Μακεδονιανοί, Ἀπολλιναριστές, ἐφόσον βέβαια τελοῦσαν τὸ βάπτισμα μὲ τρεις καταδύσεις στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Καὶ γ) σὲ ὅσους γίνονται ἀποδεκτοὶ μὲ λίβελλο. Στὴν τρίτη τάξη ἀνήκουν οἱ: Μελετιανοί, Μασσαλιανοὶ καὶ σύμφωνα με την Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ ἀνήκουν καὶ οἱ Νεστοριανοί, Εὐτυχιανοί, Σεβηριανοὶ καὶ Μονοθελῆτες, καὶ με τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ, οἱ Εἰκονομάχοι.
«Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐφάρμοσε τὴν ἀρχὴν τῆς οἰκονομίας εἰς επιστρέφοντας ἐξ ἀκραίων αἱρέσεων, ἀλλ’ εἰς ἐπιστρέφοντας ἐκ τῶν θεωρουμένων ὡς μετριοπαθεστέρων. Ἡ διάκρισις αὐτὴ δὲν σημαίνει ὃτι τα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν τῶν γενομένων δεκτῶν διὰ χρίσεως δι’ Ἁγίου Μύρου, ἔχουν τί τὸ πλέον ἐκείνων τῶν ὁποίων ζητεῖται ἡ ἐπανάληψις καὶ τί τὸ ἔλαττον τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν τῶν γινομενων δεκτῶν διὰ λιβέλλου» (καθ. Β. Ν. Γιαννόπουλου «Ἡ ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική»).
«Κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη «δύο εἴδη κυβερνήσεως και διορθώσεως φυλάττονται εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν», ἤτοι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία. Ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ ἀναστολὴ τῆς ἀκρίβειας γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικό διαστημα καὶ γιὰ εἰδικοὺς λόγους καὶ δὲν δύναται νὰ μεταβληθῆ σε ἀκρίβεια μὲ διαρκῆ ἰσχύ. Ἔπειτα, μὲ τὴν δὶ' οἰκονομίας εἰσδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων - αἱρετικών - διὰ λιβέλου καὶ ἁγίου Χρίσματος δὲν ἐννοεῖται ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσματος ἢ τῶν λοιπῶν μυστηρίων τῶν εκτὸς τῆς Ἐκκλησίας - δηλ. μέσα στὴν αἵρεση - ». (Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱερ.Βλάχου, ... γιὰ τὴν «Ἁγία» και Μεγάλη Σύνοδο»).
«... ἄλλο εἶναι τὸ θέμα τῆς κατ’ ἀρχὴν καὶ ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν καθ’ ἑαυτά, καὶ ἄλλη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων στην ὀρθοδοξία ἑτεροδόξων μὲ τὰ μυστήρια πού ἔχουν δεχθεῖ στήν ἑτερόδοξη «ἐκκλησία» ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται». (Μητρ. Ἐφέσου Χρυσοστομος Κωνσταντινίδης Πρόεδρος τῆς Γ΄. Πανορθοδόξου Προσυνοδικης Διασκέψεως - 1986).
Ἐπίσης ὁ καλούμενος Μητροπολίτης Μεσσηνίας (Χρυσοστομος Σαββάτος) σὲ Συνέδριο γιὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) δήλωνε κατηγορηματικὰ ὅτι «ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη τῆς Ἐκκλησίας να μην ἀναβαπτίζει τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις, δέν συνεπάγετο καὶ τὴν αὐτόματη ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος τῶν αἱρετικῶν ἢ τῶν σχισματικῶν … Ἡ κατ’ οἰκονομία ἀποδοχὴ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν δὲν συνεπάγεται αὐτόματα τὴν ἀναγνώριση ἢ τήν κοινωνια μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα ἐν τοῖς μυστηρίοις».
Ἀπὸ ὅλα τα παραπάνω συμπεραίνεται ὅτι ἡ «Πρὸς τὴν περὶ τὸ δόγμα “ἐκκλησιαστικὴν οἰκονομίαν” συνδέεται καὶ ἡ ἐφαρμογὴ ταύτης προκειμένου περὶ τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων -
αἱρετικῶν-. Ἀλλ' ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔναντi τῶν πεπλανημένων κατὰ τὸ δόγμα, ὄχι μονον ὅταν οὗτοι ἐπιστρέφουν εἰς αὐτὴν καὶ ἀναγνωρίζουν τὴν πλάνην των, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅταν ἐξακολουθοῦν νὰ ἐμμένουν εἰς τας πεπλανημένας αὐτῶν ἀντιλήψεις, δεικνύει τὴν ἀπεριόριστον ἔργῳ τε και λόγῳ ἐκδηλουμένην πρὸς πάντας ἀγάπην της, ὅταν ὅμως πρόκειται περί τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων των, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπὸ τῶν ἱερῶν αὐτῆς Κανόνων ἠναγκασμένη, νὰ τηρήση ἐντελῶς διάφορον στάσιν, ὑπαγορευομένην ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο συνδέεται πρὸς τὴν περὶ τὸ δόγμα «ἀκρίβειαν», ἔναντι τοῦ ὁποίου, ὡς ἀνωτέρω ἐτονίσθη, οὐδεμία δύναται νὰ χωρήση «οἰκονομία».
Τὸ ζήτημα τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων τῶν πεπλανημένων κατὰ το δόγμα ἐμφανίζεται ὑπὸ δύο ὄψεις. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀναφερόμενη εἰς τὸ κῦρος τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπανέρχονται εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἡ δευτέρα ὄψις εἶναι ἡ ἀναφερόμενη εἰς τὸ κῦρος τῶν μυστηρίων ἐκείνων ἐκ τῶν ἑτεροδόξων – αἱρετικῶν - οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν παραμένοντες εἰς τὴν αἵρεση.
Ἀμφότεραι αἱ ὄψεις τοῦ ζητήματος τούτου, ἰδίως ὅμως ἡ δευτέρα συνδεονται πρὸς τὴν περὶ τὸ δόγμα «ἀκρίβειαν», καθόσον, ἐὰν τα μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων θεωροῦνται ὡς ἔγκυρα καθ΄ ἑαυτά, τοῦτο σημαίνει δύο τινά:
Πρώτον ὅτι δύναται νὰ ὑπάρξει ἐλευθέρα μετὰ τῶν ἐτεροδόξων ἐπικοινωνία καὶ δὴ ὄχι μόνον ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὰ μυστήρια, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν λοιπὸν ἐκκλησιαστικὸν βίον καὶ ἑπομένως καὶ ἐν τῆ διδασκαλίᾳ καὶ τῷ δόγματι.
Δεύτερον δὲ ὅτι ἡ μετάδοσις τῆς Θείας Χάριτος εἶναι δυνατὴ διὰ τῶν μυστηρίων τελούμενων καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ ὁδηγεῖ εἰς ἀνατροπὴν βασικοτάτου διὰ τὴν Ἐκκλησίαν δόγματος.
Ἐντεῦθεν, παρίσταται ἀνάγκη νὰ ἐρευνηθῆ καὶ ἀπὸ τῆς νομοκανονικῆς ἀποψεως το ζήτημα τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων καὶ δη ὂχι ἱστορικῶς, ἀλλὰ δογματικῶς...
Ἐντελῶς διάφορον εἶναι τὸ πράγμα, προκειμένου περὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ κύρους τῶν μυστηρίων καθ' αὐτὰ τῶν ἐν τῇ πλάνη τῶν παραμενόντων ἑτεροδόξων -αἱρετικῶν-.
Δὲν ὑπάρχει οὐδεὶς Ἱερὸς Κανών, οὐδεμία Κανονικὴ διάταξις, οὐδέ ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει νὰ παρουσιάση και ἓν ἔστω παράδειγμα, κατὰ τὸ ὁποῖον ἀνεγνωρίσθησαν ὑπ' αὐτῆς ἁρμοδίως ὡς ἔγκυρα καθ' αὐτὰ τὰ ὑπὸ ἑτεροδόξων -αἱρετικῶν- τελούμενα μυστήρια... -πού παραμένουν ἀμετανόητοι στὸν «βόθρο» τῆς αἱρέσεως (βλέπε οἰκουμενιστῶν Π.Σ.Ε.)-. Τουναντίον, κατὰ τὸν οἰκουμενικὸν κῦρος ἔχοντα Κανόνα Α΄. τῆς ἐν Καρχηδόνι ἐπὶ τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ συγκροτηθείσης Συνόδου, «παρά δε τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν... ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε Ἐκκλησίαν... τὰ ὑπ' αὐτῶν (δηλαδὴ τῶν αἱρετικῶν) γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐδὲν γὰρ δύναται τί δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῶ τῶν ὑπ' ἐκείνων γινομένων... Ὅθεν καὶ ἠμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν, καὶ νοεῖν, ὡς... δυνατοὶ οὐκ εῖεν χάριν δοῦνε τῷ Κυρίω. Καὶ διὰ τοῦτο ἠμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες, καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες, καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησία λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῶ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι ποιοῦσιν, ἀποδοκιμᾶσαι και ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι, καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν».
«Κατὰ ταῦτα, ἐφ' ὅσον καὶ ἐκ τῆς συντόμου ταύτης ἐρεύνης ὄσον ἀφορᾶ εἰς τὴν δυνατότητα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ κύρους ἑνὸς ἐκάστου τῶν ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων - αἱρετικῶν - τελουμένων μυστηρίων καθ' ἑαυτά, ἀπεδείχθη, ὅτι ταῦτα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθῶσιν ὡς ἔγκυρα οὔτε «κατ' ἀκρίβειαν» οὔτε «κατ' οἰκονομίαν», ἡ ἐν τῷ δόγματι ἐφαρμογή τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας», ὅσον ἀφορᾶ εἰς το σημεῖον τοῦτο, δὲν εἶναι δυνατή». (Ἄρχ. Ἰω. Κωτσόνη «Προβλήματα Ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας»).
Ὅπως ἐπίσης γιὰ τὸ θέμα μας εἶναι σημαντικὸς ὁ Ἱερὸς Κανόνας του Μεγάλου Ἀθανασίου (328-373) ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Ρουφινιανόν ἐπίσκοπο ποὺ μιλᾶ περὶ τῶν κληρικῶν ποὺ ἐπιστρέφουν στην Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ -οἰκουμενισμοῦ- καὶ τους κατατάσσει σὲ δύο ὁμάδες. Τὴν πρώτη ὁμάδα ἀποτελοῦν οἱ «προϊστάμενοι τῆς ἀσεβείας», οἱ ὁποῖοι ἂν μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν γίνονται δεκτοὶ στην Ἐκκλησία, ἀλλὰ χωρὶς θέσεις στὸν κλῆρο δηλαδὴ καθαιροῦνται. Ἐνῶ στὴ δεύτερη ὁμάδα ἀνήκουν ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μεν συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ στὴν περίπτωση δὲ που παρασύρθηκαν ἀπὸ φόβο ἢ ἀπὸ ἀνάγκη καὶ βία, γίνονταν ξανά δεκτοὶ στὰ ἀξιώματά τους. Δηλαδὴ οἱ παρασυρθέντες στὴν αἵρεση κληρικοί, ἐπιστρέφοντες στην Ἐκκλησία δὲν ἀναχειροτονοῦνται. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅπως τὸ λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «πως οἰκονομικῶς». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 581).
Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ὁ Ζωναρᾶς στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἴδιου Κανόνα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅπου τονίζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἦταν θεληματικὰ μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀλλά ἧταν ἐξαναγκασμένοι μὲ κάποιο τρόπο νὰ γίνουν ὀπαδοὶ τῆς αἵρεσης γίνονται δεκτοὶ μὲ τὰ ἱερατικὰ ἀξιώματά τους.
Δηλαδὴ οἱ μετανοοῦντες καὶ ἐπιστρέφοντες στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ὣφειλαν κατὰ πρῶτον νὰ ἀποκηρύξουν ρητῶς (λίβελλος) τοὺς τότε ἡγέτες τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως - τώρα οἰκουμενιστικῆς - καὶ κατα δεύτερον νὰ ὁμολογήσουν τὴν Ὀρθὴ Πίστη (ὁμολογία πίστεως), ὄπως εἶχε διατυπωθῆ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως στὴν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας καὶ ἔτσι νὰ γίνουν πάλι μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς γιὰ τὸ θέμα μᾶς εἶναι ὅτι πολλὲς φορές ἀναφέρθηκε στὴν Ζ΄. Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὅταν ἔγινε συζήτηση περὶ τῆς ἀποδοχῆς τῶν εἰκονομάχων. (Βλ. οἰκουμενιστῶν Π.Σ.Ε. συνόδου Κρήτης). Ἐπειδὴ «Καὶ ἡ οἰκουμενικὴ δὲ ζ΄ Σύνοδος, εἰ καὶ ἐδέχθη τας χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων (οὐχὶ ὅμως τῶν πρωταρχῶν τῆς αἱρέσεως, καὶ τῶν ἐμπαθὼς ἐγκειμένων καὶ μη γνησίως καὶ ἀληθῶς μετανοούντων, ὡς εἶπεν ὁ θεῖος Ταράσιος· ἀλλὰ τῶν ἀκολουθησάντων τοῖς πρωτάρχαις, καὶ ἀληθῶς και γνησίως μετανοούντων...) καὶ τοὺς παρ' αὐτῶν χειροτονηθέντας, πάλιν δὲν ἀνεχειροτόνησεν ὀρθοδοξήσαντας καθὼς φαίνεται ἐν τη α΄ πράξει αὐτῆς, ἀλλὰ τοῦτο οἰκονομικῶς ἐποίησε διὰ τὸ πολυ πλῆθος ὅπου τότε ἐπεπόλαζε τῶν εἰκονομάχων... Ἀλλὰ σπάνια τα τοιαῦτα καὶ κατὰ περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὗ νόμος δὲ Ἐκκλησίας τὸ κατὰ περίστασιν γινόμενο καὶ τὸ σπάνιον, κατὰ τε τὸν Ιζ΄ τῆς Α’ καὶ Β΄ καὶ τὸν Θεολόγο Γρηγόριον, καὶ τὴν β΄ πράξιν τῆς ἐν τῇ Ἁγία Σοφία Συνόδου, καὶ το νομικὸν ἐκεῖνο τὸ λέγον “το, παρὰ Κανόνας, οὒχ ἕλκεται προς ὑπόδειγμα”. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σέλ.91).
Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ὁ μὲν ἀείμνηστος Καθηγητὴς Θεολογίας Χρήστος Ἀνδροῦτσος συμπεραίνει ὅτι «γιὰ τὰ μυστήρια τῶν ἐν μετανοία προσερχόντων αἱρετικῶν, ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική Εκκλησια, ὡς ταμιοῦχος τῆς Θείας Χάριτος «δύναται ἀσκοῦσα ἰσχυρῶς τὴν ἐξουσίαν αὐτῆς νὰ καταστήσει ἔγκυρον το φύσει ἂκυρον». (Χρήστου Ἀνδρούτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικης Ἐκκλησίας).
Ὁ δὲ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Δογματικῆς Π. Τρεμπέλας γράφει, «Δὲν ἀποφαίνεται ἁπλῶς (ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ και Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία), ὅτι δέχεται καὶ ἀναγνωρίζει ταῦτα, ἀλλά θεωροῦσα, ὡς ἤδη εἴπομεν, τὰ ἔξω Αὐτῆς τελεσθέντα μυστήρια ἀτελῆ καὶ ἀνίσχυρα καὶ οὐχὶ ἀνενόχως τελεσιουργηθέντα, (Βλέπε οἰκουμενιστῶν ψευδεπισκόπων) τελειοῖ, ζωοποιεῖ καὶ ἁπαλλάσει ταῦτα πάσης ἐλλείψεως καὶ ἐνοχῆς». (Π. Τρεμπέλα, Δογματική).
Διότι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὶς Ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐνυπάρχει σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον το Ζωοποιόν, «καὶ Ἂλλον, γὰρ φησί, παράκλητον δώσει ὑμὶν ἴνα μένη μεθ' ἠμῶν εἰς τὸν αἰώνα. Καὶ ἰδού ἐγώ μεθ' ἠμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος... Καὶ ὅ,τι ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδους δοκεῖ, τοῦτο δοκεῖ καὶ τῷ τῆς ἀληθείας Ἁγίῳ Πνεύματι, Ἐκεῖνος γὰρ φυσίν, ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 119).
Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δίνει περιεχόμενο σὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα βεβαίως μεχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν, «ὄντα ψευδῆ καὶ Θείας Χάριτος ἔρημα». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 496).
στ΄. Τελικὸ συμπέρασμα.
Τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατόπιν Συνοδικῆς ἀποφάσεως μπορεῖ νὰ δεχτεῖ εἴτε κατὰ ἀκρίβεια, εἴτε κατὰ οἰκονομία καὶ μόνο γιά τους μετανοημένους, δηλαδὴ γιὰ τοὺς «προστιθεμένους τῆ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῆ μερίδι τῶν σωζομένων» (95΄. Κανὼν ΣΤ΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου), τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται ὑπὸ τῶν αἱρετικών ψευδεπισκόπων τῆς ληστρικῆς συνόδου τῆς Κρήτης, τὰ ἐπίσημα πλέον μέλη τοῦ λεγόμενου Παγκόσμιου Συμβούλιου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) δηλ. τῆς ψευδεκκλησίας τοῦ ἀντίχριστου καὶ ὅσων ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνια μετ' αὐτῶν, διότι οἱ αἱρετικοὶ καθὼς λέει ὁ Ἱερὸς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, μήτε Ἐκκλησία εἶναι, μήτε θυσιαστήριο ἔχουν, μήτε Ἅγιον Πνευμα. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 369).
«Διότι καθὼς ἕνα μέλος κοπῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, νεκροῦται παρευθύς μέ το νὰ μὴ μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτὸ ζωτικὴ δύναμις· τοιουτοτρόπως καὶ αὐτοὶ ἀφ' οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπὸ το σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καὶ την πνευματικὴν χάριν καὶ ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτοὺς διὰ τῶν ἁφῶν καὶ συνδέσμων, ἤτοι διὰ τῆς κατὰ Πνεῦμα ἑνώσεως». (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σελ. 589).
Ἑπομένως ὅπως τρανῶς ἀποδείχτηκε στὴν ἐν λόγω μελέτη, διαφορετικὴ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τους αἱρετικοὺς ὅταν κηρύσσεται ἐπίσημα ἡ αἵρεση καὶ γίνονται Ὁμολογιακοὶ ἀγῶνες καὶ διαφορετικὴ ὅταν ἐπανέρχεται ἡ εἰρήνη στὴν Ὀρθοδοξία και ἀναθεματίζονται Συνοδικῶς - τυπικῶς οἱ ἤδη ἀναθεματισμένοι ἀμετανόητοι αἱρετικοὶ λαμβάνοντας τέλος καὶ οἱ Ὁμολογιακοὶ ἀγῶνες.
Διαφορετικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας προς τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν καὶ ὄσων ἒχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μετὰ αὐτῶν διότι, «Τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρὸν» (Τίτ. 1.15), καὶ ὅτι «Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πιεῖν καὶ ποτήριον δαιμονίων οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων» (Α΄ Κορ. 10.21). «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6.14).
Καὶ διαφορετικὴ εἶναι πρὸς τοὺς ἐπιστρέφοντας ἀδελφοὺς ἐν μετανοία στην Ἐκκλησία συμφώνως μὲ τῶν Ἁγίων Ἁποστόλων κανών ΜΓ’ (53ος) «Εἰ τὶς πρεσβύτερος τὸν ἐπιστρέφοντα ἀπὸ ἁμαρτίας οὔ προσδέχεται, ἀλλὰ ἀποβάλλεται καθαιρείσθω, ὅτι λυπεῖ τον Χριστὸν τὸν εἰπόντα, ὅτι χαρὰ γίνεται ἐν Οὐρανῶ ἐπὶ ἐνί ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι...». (Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἄρχ. Σπ. Μήλια).
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βγαίνει τὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι οὐδέποτε οἱ Ἱεροί Πατέρες μας, ξεχώρισαν τοὺς αἱρετικοὺς σὲ κεκριμένους καὶ μη κεκριμένους, δηλ. καθαιρουμένους καὶ μὴ καθαιρουμένους.
Αὐτὲς εἷναι ὃπως προείπαμε πλανεμένες φανταστικὲς θεωρίες τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας» κάποιων ἐξωεκκλησιαστικῶν -παλαιοημερολογίτικων παρατάξεων (γοχ), ἀπὸ τὸ 1935 καὶ ἔπειτα, διότι γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ξεχώριζαν μεν τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ξεχώριζαν δέ, σὲ ἀμετανόητους και μετανοημένους.
Τέλος νὰ τονίσουμε πάλι, «Ὅτι πάντα τα σπάνια, καὶ οἰκονομικά, καὶ τὰ ἐξ ἀνάγκης, ἢ τινὸς πονηρᾶς συνηθείας, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα τα παρὰ κανόνας γινόμενα, νόμος, καὶ κανὼν και παράδειγμα τῆς ἐκκλησίας οὒχ ὑπάρχουσι, καὶ ὅρα τὴν ἐρμηνείαν του ξή΄ Ἁποστολικοῦ. Πλὴν καὶ τῆς οἰκονομίας ταύτης καὶ ἀνάγκης παρελθούσης, πάλιν οἱ κανόνες κρατοῦσιν». (ὅρα τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ μς΄. καὶ τὸν Ιγ΄. κανόνα τῆς Α΄. (Ἱ. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας σέλ. λθ΄. πάρ. θ΄.).
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου